Macro

Λευτέρης Στουκογεώργος: Τα 40 χαμένα χρόνια της ελληνικής οικονομίας

Γιατί η Ελλάδα (-5%) και η Ιταλία (-4%) είναι οι μόνες χώρες της ΕΕ στις οποίες μειώθηκε το πραγματικό εισόδημα στην 20ετία (2004-2024);
 
Γιατί από τη δεκαετία του 1990 είχαν κυβερνήσεις νεοφιλελεύθερες που «φρόντισαν» να έχουν πολύ υψηλό δημόσιο χρέος –συνεπώς να είναι χώρες υψηλής εξάρτησης από το εξωτερικό–, ελλειμματικούς προϋπολογισμούς της κυβερνητικής αλόγιστης σπατάλης, πολιτικοοικονομική ελίτ της τεράστιας διαπλοκής και διαφθοράς, ισχυρές πελατειακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις και μίζες, μείωση κοινωνικού κράτους και υπηρεσιών υγείας και παιδείας, αναξιοκρατία, ανυπαρξία αναπτυξιακού σχεδίου, αποβιομηχανοποίηση, τεχνολογική υστέρηση, χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλό επίπεδο υποδομών, και ταξική μονομέρεια με καθεστώς λιτότητας και αύξηση των ανισοτήτων. Γι’ αυτό σήμερα τα 2/3 των κοινωνιών τους «ταλαντεύονται» στο όριο της επιβίωσης.
 
Για την Ελλάδα είναι βαριές οι ευθύνες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ειδικά από το 1985 και μετά, όπου είχαμε κυβερνήσεις χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης, που έκαναν τα πάντα επιφανειακά και αποσπασματικά. Η χώρα αναπτυσσόταν στρεβλά, με «βιομηχανικό σχεδιασμό» σκανδάλων τύπου «ΕΤΒΑ», «Κοσκωτά» (ΠΑΣΟΚ) και ξεπούλημα κερδοφόρων εταιρειών όπως η «ΑΓΕΤ» (ΝΔ).
 
Ειδικό σημείο στην εποχή Σημίτη, η «πονηρή» αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος της «μαρίδας» της χρηματιστηριακής κρίσης (1999) και οι πανάκριβοι Ολυμπιακοί Αγώνες από μια μικρή χώρα με οικονομία του 2% της ΕΕ και με υψηλό δημόσιο χρέος. Και παρά τα παραμύθια για τη «σούπερ ανάπτυξη» που μας σέρβιραν κυβερνητικοί και προπαγάνδα, αυξήθηκε υπέρογκα το δημόσιο χρέος, η ανάπτυξη ήταν χαμηλή, το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε, και οι Ολυμπιακές εγκαταστάσεις έμειναν να σαπίζουν ανεκμετάλλευτες.
 
Κομβικό σημείο, η κρίση του 2008, η γυμνή αλήθεια για την Ελλάδα: κίνδυνος πτώχευσης της χώρας, λόγω τεράστιου δημόσιου χρέους, υψηλών ελλειμμάτων και χαμηλής ανάπτυξης. Κυριολεκτικά οι «μαζί τα έφαγαν» αναζητούν απεγνωσμένα νέα δάνεια, αλλά το «country risk» είναι στα ύψη και η πτώχευση προ των πυλών.
 
Κάπως έτσι προκύπτει το πρώτο μνημόνιο (2010, ΠΑΣΟΚ). Πήγε να ψελλίσει ο Γ. Παπανδρέου για δημοψήφισμα, εξυβρίστηκε «ευρωπαϊκά», κακώς δεν ξαναμίλησε (το παραδέχθηκε και ό ίδιος) και κάπου εκεί τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις με υπαγόρευση σκληρών μέτρων από τους «Θεσμούς». Σε μια εποχή που θα έπρεπε να διαπραγματευθούμε σκληρά, γιατί είχαμε ακόμα «άσσους στο μανίκι» και ήταν απροετοίμαστη η ΕΕ. Αλλά το πρώτο μνημόνιο, παρά τις θυσίες του λαού, δεν απέδωσε.
 
Στο δεύτερο –και χειρότερο– μνημόνιο του 2012 (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ), με αποδοχή των σκληρών όρων των δανειστών χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, και με το PSI (αναδιάρθρωση του χρέους), καταδίκασε για μακρύ χρόνο τη χώρα:
 
απώλειες ως 30% σε μισθούς, συντάξεις, ομόλογα, ασφαλιστικά ταμεία, δημόσιους οργανισμούς, τράπεζες, και μεγάλη μείωση του επίπεδου διαβίωσης. Το αγγλικό δίκαιο (υπέρ του δανειστή) πλέον διέπει τις δανειακές μας σχέσεις με τους νέους μας ευρωπαϊκούς θεσμικούς πιστωτές και τα κράτη, αντί των παλαιών δανειστών, των μεγάλων θεσμικών επενδυτών και τραπεζών.
 
Το τρίτο –και μικρότερο– μνημόνιο (2015, ΣΥΡΙΖΑ) έγινε γιατί δεν έκλεισε ποτέ το δεύτερο μνημόνιο επί Σαμαρά. Ήταν προϊόν πραγματικά σκληρής διαπραγμάτευσης, γι’ αυτό και είχε το μικρότερο αρνητικό κοινωνικοοικονομικό αποτύπωμα.
 
Το νεοφιλελεύθερο ιερατείο των Βρυξελλών, με επικεφαλής τον δεξιό Σόιμπλε, δεν μπορούσε να ανεχτεί μια εναλλακτική πρόταση διεξόδου από την κρίση. Ειδικά από την πρώτη στη σύγχρονη ιστορία της ΕΕ κυβέρνηση αριστερού κόμματος.
 
Ο Σόιμπλε γνώριζε πολύ καλά την τραγική κατάσταση της Ελλάδας και την εξάρτησή της, ειδικά μετά το PSI. Γι’ αυτό απείλησε ανοιχτά με την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ.
 
Και ο Ντράγκι, τότε ως επικεφαλής της ΕΚΤ, παρόλο που ήξερε ότι είναι παράλογες οι απαιτήσεις των δανειστών (το έχει παραδεχθεί επίσημα), επέλεξε «να ρίξει στα θηρία» την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ικανοποιώντας τον Σόιμπλε. Είχε, όμως, πάρει την έγκριση του Σόιμπλε να σώσει την Ιταλία με το «whatever it takes», όχι από πατριωτισμό, αλλά γιατί την Ιταλία ίσχυε το «too big to fail», καθότι μέλος των G-7.
 
Ο Σόιμπλε θεώρησε ότι έτσι θα ρίξει την κυβέρνηση Τσίπρα και δεν θα «μολυνθούν» άλλες χώρες ώστε να προτείνουν πολιτικές εναλλακτικές στη λιτότητα του «ΤΙΝΑ». Ανησυχούσε από την άνοδο των Podemos. O Σόιμπλε, ο δεξιός αδερφός των «Μένουμε Ευρώπη», ήταν ο πολιτικός που με την εμμονική λιτότητά του έχει βασική ευθύνη για τη σημερινή παρακμή της Γερμανίας, αλλά και συνολικά της Ευρώπης.
 
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε την έξοδο από τα μνημόνια το 2018, έκανε βιώσιμο μακροχρόνια το χρέος, μέτρησε σωστά τις θετικές επιδράσεις του πληθωρισμού στη μείωση του χρέους, άφησε ικανό πλεόνασμα, βελτίωσε την υγεία, έδωσε ανάσες στα χαμηλά στρώματα. Κυρίως όμως μείωσε, για πρώτη φορά, τις ανισότητες στη χώρα, διεύρυνε τη δημοκρατία και επανέφερε την Ελλάδα στη διεθνή οικονομική και πολιτική σκηνή, κερδίζοντας βαθμούς ελευθερίας. Αλλά έχασε τις εκλογές (από την προπαγάνδα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου και δικά του λάθη) πάνω σε μια ευνοϊκότερη ευρωπαϊκή συγκυρία για τη χώρα, μη προλαβαίνοντας να εφαρμόσει το δικό του πρόγραμμα.
 
Η 6ετία Μητσοτάκη επανέφερε το ίδιο καθεστώς που οδήγησε μακροχρόνια τη χώρα στη χρεωκοπία. Η κυβέρνησή του θεωρείται ως «yes man», χωρίς ρόλο στη διεθνή σκηνή, ούτε καν σε ρόλο περιφερειακού παίκτη. Ακόμα χειρότερα, η δημοκρατία του μοιάζει με εκείνη του Όρμπαν: είναι μόνο στα χαρτιά. Σύμφωνα με το σουηδικό Ινστιτούτο V-Dem, η Ελλάδα έπαψε να ανήκει στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και υποβιβάστηκε στις εκλογικές δημοκρατίες με αδύναμους θεσμούς και περιορισμούς στις ελευθερίες. Στην Έκθεση για το 2025 περιγράφει την Ελλάδα ως χώρα σε «επιβεβαιωμένη πορεία αυταρχισμού».