Για την Ηριάννα μάθαμε από το ίντερνετ. Η πλειονότητα του κόσμου δεν παρακολούθησε τη δίκη, δεν είδε τη δικογραφία, δεν γνωρίζει το σκεπτικό της απόφασης που την καταδίκασε. Ξέρουμε ότι μια νεαρή κοπέλα καταδικάστηκε σε κάθειρξη βάσει ενός εν τοις πράγμασι ανύπαρκτου δείγματος γενετικού υλικού, ουσιαστικά επειδή ο σύντροφός της κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Αυτός αθωώθηκε αμετάκλητα. Αθωώθηκε. Εκείνη καταδικάστηκε.
Ξέρουμε επίσης ότι στη δίκη της Χρυσής Αυγής μάρτυρες έχουν τραμπουκιστεί ασύστολα, μπροστά στα μάτια δικαστών και αστυνομίας, όπως –όχι τόσο παλιά– και η Μάγδα Φύσσα. Ότι ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε με στοιχεία που, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν ελλιπή, στη χειρότερη άτεχνα κατασκευασμένα.
Η πρώτη, ενστικτώδης, αντίδραση των περισσότερων από μας είναι να θεωρήσουμε ότι δεν έχουμε καμία σχέση με αυτά. Ότι εμείς δεν θα βρισκόμασταν ποτέ σ’ αυτήν τη θέση. Ότι εμείς είμαστε κανονικοί άνθρωποι με κανονικά προβλήματα. Ότι η σκοτεινή πλευρά της δικαιοσύνης είναι γι’ αυτούς που πήγαιναν γυρεύοντας. Ότι όλα αυτά είναι κάτι μακρινό, που δεν θα μας τύχει ποτέ, δεν μας αφορά, και καλό είναι να μην ανακατευόμαστε. Έχουμε εξάλλου εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, ξέρει τι κάνει, αντιμετωπίζει όλους τους ανθρώπους χωρίς διακρίσεις. Το εισόδημα, η επαγγελματική ιδιότητα, η κοινωνική θέση, ο τόπος κατοικίας, ο κοινωνικός περίγυρος, η πολιτική θέση, δεν επηρεάζουν την κρίση του δικαστηρίου. Έτσι δεν είναι;
Μέχρι που έτυχε «μια στραβή». Μια επιταγή δεν καλύφθηκε. Μερικές δόσεις δανείου δεν πληρώθηκαν. Ο παππούς δεν είχε δηλώσει μερικά μέτρα από το σπίτι στο χωριό και τα εγγόνια κληρονόμησαν, μαζί με τον ΕΝΦΙΑ, το πρόστιμο. Ένας νεαρός υπερασπίστηκε την κοπέλα του και έμπλεξε σε καβγά. Ένας εργαζόμενος δεν δέχτηκε να παραιτηθεί από όσα του όφειλε ο εργοδότης του, απειλήθηκε με μήνυση, για να συμμορφωθεί και να αφήσει τις διεκδικήσεις, και βρέθηκε κατηγορούμενος. Κάποιος βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Τέτοιες περιπτώσεις, «κανονικές», όλοι ξέρουμε. Είναι αυτές οι περιπτώσεις στις οποίες ένας πολύ κανονικός άνθρωπος ανακαλύπτει ότι πρέπει να παλέψει για να βρει το δίκιο του σε ένα σύστημα που πάσχει, που υπερφορτώνεται, που τον βλέπει σαν αριθμό. Τότε, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Μπορεί να πέσει στα μαλακά ή μπορεί να αδικηθεί, με συνοπτικές διαδικασίες, «για να περάσουμε στην επόμενη υπόθεση». Κι εκεί καταλαβαίνει ότι η δικαιοσύνη (και η έλλειψή της) δεν είναι κάτι που αφορά λίγους. Αφορά τον καθένα.
Όσο μακρινά και αν μας φαίνονται, δεν είναι. Ο κατηγορούμενος για χρέη στο δημόσιο είσαι εσύ. Εσύ είσαι και η μάρτυρας που δέχεται απειλές για τη ζωή της. Η μάνα που βλέπει τους δολοφόνους του παιδιού της να αλωνίζουν ελεύθεροι, με την ανοχή των αρχών, είναι η μάνα σου. Ο νεαρός που χάνει τη ζωή του πίσω από τα κάγκελα για την ιδεολογία του είναι ο γιος σου. Και η Ηριάννα, που διάλεξε τον «λάθος» σύντροφο, είναι η μικρή κόρη σου, που προσπαθείς από τώρα να τη προφυλάξεις, μην τυχόν μπλέξει με κακές παρέες και βρεθεί στη φυλακή. Όμως κάτι από όλα αυτά θα συμβεί. Και τότε, σε ποια δικαιοσύνη θα στραφείς, για να σε προστατέψει; Σ’ αυτή που έχουμε; Ή σ’ αυτή που πρέπει επιτέλους να απαιτήσουμε;