Σύμφωνα με τον νευρολόγο, ψυχίατρο και επιζώντα του Ολοκαυτώματος, Βίκτορ Φρανκλ, που βίωσε την εμπειρία τεσσάρων στρατοπέδων συγκέντρωσης, μεταξύ των οποίων και το Άουσβιτς, η πρωταρχική κινητήρια δύναμη του ανθρώπου είναι η αναζήτηση νοήματος. Στο πιο γνωστό του έργο, Το νόημα της ζωής,ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι κρατούμενοι που έβρισκαν κάποιο λόγο να παραμείνουν ζωντανοί είχαν περισσότερες πιθανότητες να αντέξουν ψυχικά και συνέδεσε την ευτυχία, όχι με τις εκάστοτε συνθήκες, αλλά με το πώς νοηματοδοτούσαν τη ζωή τους. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο πολυγραφότατος καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, με πάνω από είκοσι έργα στο ενεργητικό του, Μαρκ Ρόουλαντς.
Στο τελευταίο βιβλίο του, Η ευτυχία των σκύλων, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα (τα προηγούμενα τρία βιβλία του, Ο φιλόσοφος και ο λύκος, Τρέχοντας με την αγέλη και Μια καλή ζωή, έχουν επίσης μεταφραστεί και κυκλοφορούν απ’ τον ίδιο εκδοτικό), ο Μαρκ Ρόουλαντς αναπτύσσει την ιδέα ότι οι σκύλοι έχουν την ικανότητα να νιώθουν χαρά και να ζουν στο παρόν κάτι που για τον άνθρωπο δεν προκύπτει αυτόματα.
Κατά τον Ρόουλαντς, οι σκύλοι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, ζουν ήδη μια ζωή με νόημα. Η φύση τους είναι αδιαίρετη, τους επιτρέπει να δρουν αυθόρμητα και σε αρμονία με τον εαυτό τους. Ο άνθρωπος αντίθετα βιώνει έναν εσωτερικό διχασμό: ένα μέρος του ανήκει στη φύση του, ενώ ένα άλλο την παρατηρεί, την ερμηνεύει και τη μετασχηματίζει. Αυτό που για τον Σωκράτη θεωρείται αρετή στον άνθρωπο, η ικανότητά του δηλαδή να στοχάζεται, καταλήγει τροχοπέδη για την ευτυχία του. Έτσι, ενώ ο σκύλος βιώνει το νόημα αδιαμεσολάβητα, ο άνθρωπος το αναζητά προκειμένου να ευτυχήσει. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι κάθε ικανότητα –όπως ο αναστοχασμός– όταν ασκείται υπερβολικά έχει και μειονεκτήματα: γεννά πλάσματα υπαρξιακά διχασμένα και «σπαραγμένα» από τον ίδιο τον αναστοχασμό. Συνεπώς, η συνειδητή ελευθερία του ανθρώπου ‒η ικανότητα να επιλέγει και να καθορίζει τη ζωή του‒ βιώνεται συχνά ως αποξένωση, ενώ τα ζώα, ακολουθώντας την έμφυτη φύση τους, η οποία ταυτίζεται με τη δράση τους, φαίνονται πιο ριζωμένα στον κόσμο. Σύμφωνα με τη φαινομενολογία η συνείδηση δεν φέρει περιεχόμενο εκ φύσεως, αλλά το αποκτά μέσα από τη σχέση της με τον κόσμο και ως εκ τούτου χρειάζεται να νοηματοδοτήσουμε εμείς οι ίδιοι τις πράξεις μας. Αυτή η δυνατότητα γεννά ελευθερία, η οποία όμως ‒όπως σημειώνει ο Ρόουλαντς‒ είναι απάνθρωπη, καθώς τίποτα δεν μας κατευθύνει προς τη μία ή την άλλη επιλογή· έτσι οι πράξεις μας μένουν χωρίς θεμέλιο.
Ο ίδιος συνδέει αυτή την εμπειρία με την ιστορία της Πτώσης, μια μεταφορά για την απώλεια της αθωότητας που γεννά το αίσθημα ντροπής και τον αναστοχασμό για το πώς φαινόμαστε στους άλλους. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η προσωπική εμπειρία και η ηθική αυτοανάλυση συμπλέκονται, φωτίζοντας την ανθρώπινη συνείδηση και την ευθύνη μας για τις πράξεις και την παρουσία μας στον κόσμο.
Ο Ρόουλαντς ισχυρίζεται ότι, επειδή οι σκύλοι ζουν τη ζωή τους ως ενιαία και μοναδική εμπειρία, την εκτιμούν περισσότερο. Αντίθετα, η ικανότητα του ανθρώπου να παρατηρεί τη ζωή του τόσο από μέσα όσο κι απέξω, τον καθιστά ικανό να αντικρίσει τα όριά της, δηλαδή ν’ αντιλαμβάνεται τον θάνατο. Ωστόσο, αυτή η επίγνωση μετατρέπεται σε φόβο: οδηγεί σε μια παραλυτική ανάλυση που εκτρέπεται σε παραλογισμό και νευρική κατάρρευση, με το άγχος θανάτου να γίνεται χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, όπως υπέδειξε ο Χάιντεγκερ, το οποίο τον εμποδίζει να ζήσει με αφοσίωση, αγάπη και πληρότητα. Συνεπώς, ο αναστοχασμός καταστρέφει την αφοσίωση, δηλαδή την αγάπη. Να γιατί οι σκύλοι είναι τα ζώα που αγαπούν τόσο πολύ. Γιατί δεν έχουν μολυνθεί από την ασθένεια του αναστοχασμού. Όπως επισημαίνει και ο Μάσιμο Ρεκαλκάτι στο βιβλίο του Το φως των νεκρών αστεριών, όλα τα ζώα και τα φυτά αγνοούν την πεπερασμένη φύση τους και είναι απαλλαγμένα από το τραύμα της περατότητας. Ζουν σ’ ένα διαρκές παρόν, διότι δεν επωμίζονται το βάρος της γνώσης του θανάτου τους, ο οποίος επέρχεται μονάχα ως επιβαλλόμενος ρυθμός της φύσης, όπως οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη. Ο Ρόουλαντς καταλήγει στο ότι το νόημα της ζωής είναι η αγάπη και όσο περισσότερη αγάπη υπάρχει στη ζωή, τόσο μεγαλύτερο νόημα έχει, κι επειδή οι ζωές των σκύλων έχουν περισσότερη αγάπη από τις δικές μας, γι’ αυτό έχουν και περισσότερο νόημα.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι αυτό που αφορά την ηθική. Ο Ρόουλαντς διατείνεται ότι οι σκύλοι είναι εξίσου ηθικοί με τους ανθρώπους και ότι οι άνθρωποι γίνονται πραγματικά ηθικοί όχι μέσω στοχασμού και κριτικής σκέψης, αλλά όταν η ηθική τους εκδηλώνεται με τρόπο παρόμοιο με των σκύλων, ο οποίος βασίζεται στη συναίσθηση, την αγάπη και την πειθαρχία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι, ενώ αρκετά ζώα ‒μεταξύ των οποίων και οι σκύλοι‒ διαθέτουν ικανότητα για σκέψη, η εξημέρωσή τους ανέθεσε στον άνθρωπο αυτό το έργο για λογαριασμό τους. Έτσι, οι σκύλοι ανέπτυξαν την ικανότητα να διαβάζουν την ανθρώπινη σκέψη κατανοώντας τις εκφράσεις των προσώπων. Με παρόμοιο τρόπο η εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών βασίστηκε στην προσαρμογή των γνωσιακών ικανοτήτων των ανθρώπων με την εμφάνιση αρχικά της γραφής και μεταγενέστερα των έξυπνων τηλεφώνων. Μένει να δούμε την αλλαγή που θα φέρει στις ζωές μας η τεχνητή νοημοσύνη. Αν όμως δεχτούμε τον συλλογισμό του Ρόουλαντς ενδεχομένως τα πράγματα να μην είναι και τόσο ανησυχητικά.
Επίσης, αξιοσημείωτη ιδέα του βιβλίου αποτελεί η αποδόμηση της βεβαιότητας για το σχέδιο ζωής που βασίζεται σ’ έναν μελλοντικό στόχο και το αντίστοιχο πλάνο για την επίτευξή του. Θεωρώντας πως κάτι τέτοιο αφαιρεί τη χαρά και τον αυθορμητισμό, ο Ρόουλαντς, προκρίνει τον τρόπο που προσεγγίζουν τη ζωή οι σκύλοι, σαν ένα ταξίδι με απρόβλεπτους παράγοντες.
Κι ενώ συχνά θεωρούμε τη ζωή των σκύλων άβουλη, ενδεχομένως τεμπέλικη ή συνδεδεμένη με τυφλή υπακοή, καταπόνηση και έλλειψη ελευθερίας ή αξιοπρέπειας, ο Ρόουλαντς έρχεται να δώσει μια νέα διάσταση, προσφέροντας όχι μόνο μια φιλοσοφική υπεράσπιση της «σκυλίσιας» ζωής, αλλά και έναν καθρέφτη για την ανθρώπινη κατάσταση, θέτοντας το ερώτημα αν η αναζήτηση νοήματος είναι πλεονέκτημα ή κατάρα του είδους μας.
Οι θέσεις του έρχονται να ταρακουνήσουν τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις και να στρέψουν τη ματιά μας σε μια άλλη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα οπτική. Η μεθοδολογία του Ρόουλαντς βασίζεται στην ανάλυση εννοιών όπως «νόημα», «ευτυχία», «ελευθερία», «ηθική» και οικοδομεί τα επιχειρήματά του ακολουθώντας μια διαλεκτική πορεία με το σχήμα θέση-αντίθεση-σύνθεση από την οποία προκύπτει μια πολύ πρωτότυπη φιλοσοφική προσέγγιση σε πάγια ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στη θέση όσων θεωρούσαμε μέχρι σήμερα πηγές περηφάνιας ‒την ηθική μας, την ικανότητα αναστοχασμού, τη δημιουργία πλάνου ζωής, στοχοθεσίας και επίτευξης στόχων‒, ο Ρόουλαντς προβάλλει, αντλώντας από τη δική του εμπειρία με τους σκύλους, μια ριζοσπαστική άποψη και μας καλεί να δούμε όλα αυτά που θεωρούσαμε αδιαμφισβήτητα ως την πηγή της δυστυχίας μας και της ανικανότητάς μας να ζήσουμε στο παρόν.
Ο Ρόουλαντς στο βιβλίο του συνομιλεί με ένα εντυπωσιακό φάσμα στοχαστών, φιλοσόφων και ψυχολόγων που μελέτησαν την ανθρώπινη εμπειρία, τη συνείδηση και το νόημα της ζωής. Από τον Αλμπέρ Καμύ και τον Μύθο του Σίσυφου, όπου η ευτυχία αντλείται μέσα από τον ίδιο τον αγώνα, έως τον Ηράκλειτο, που θεωρούσε ότι η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του, και τον Σωκράτη, για τον οποίο ο ανεξέταστος βίος δεν είναι άξιος για τον άνθρωπο, ο συγγραφέας παραθέτει παραδείγματα που δείχνουν πως η ανθρώπινη αυτοεξέταση μπορεί να είναι τόσο πηγή νοήματος όσο και τροχοπέδη.
Η σκέψη του Ρόουλαντς διασταυρώνεται με εκείνες των Ντεκάρτ, Καντ, Σαρτρ, Μερλώ-Ποντύ και Σπινόζα, ενώ ταυτόχρονα επιστρατεύει πειράματα και ευρήματα από τη βιολογία και την ψυχολογία για τη συνείδηση των σκύλων, την αντίληψη και την αναδυόμενη νοημοσύνη των ζώων γενικότερα, από τον Δαρβίνο και τον Ντε Βάαλ, τον Βιγκότσκι, τον Λούρια και τον Γκόρντον Γκάλοπ έως την Αλεξάνδρα Χόροβιτς, τον Τζέιμς Γκίμπσον και τον Κάμερον Μπάκνερ.
Ακόμη, ο Ρόουλαντς συνομιλεί με στοχαστές από διαφορετικές εποχές και παραδόσεις, από τον Βιτγκενστάιν, τον Χρύσιππο και τον Γουάιτχεντ έως τον Νέιγκελ, τον Χιουμ και τη Σούζαν Γουλφ, αλλά και με νεότερους φιλοσόφους και θεωρητικούς. Μέσα από αυτή την πλούσια διασταύρωση ιδεών, οι οποίες καθόλου δεν κουράζουν τον αναγνώστη, καθώς πρόκειται για βιβλίο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, προσδίδει βάθος και σφαιρικότητα στη σκέψη του, αναπτύσσει πολύπλευρα την προβληματική του και η θέση του φωτίζεται καθαρότερα, ως προϊόν σύνθεσης του παραπάνω διαλόγου.
Ο συλλογισμός του Ρόουλαντς χαρακτηρίζεται από συνέπεια και εκθέτει τις ιδέες του με σαφήνεια και πειστικότητα, δίνοντάς μας ένα βιβλίο απολαυστικό, εύληπτο και ταυτόχρονα ριζοσπαστικό, το οποίο συνδυάζει φιλοσοφία, ψυχολογία και βιολογία. Καταλήγει ότι η αγάπη είναι το κλειδί για την ευτυχία, φέρνοντας στον νου τον Λέο Μπουσκάλια και το βιβλίο του Γεννημένοι για την αγάπη. Σε αντίθεση, όμως, μ’ εκείνον που επιχείρησε να μας διδάξει πώς ν’ αγαπάμε, ο Ρόουλαντς δεν παρέχει συμβουλές, καθώς θεωρεί ανίατη την ασθένεια του αναστοχασμού, αφού αποτελεί αναπόσπαστο γνώρισμα της ανθρωπινότητάς μας.
Ιωάννα Φωτοπούλου
Η ΕΠΟΧΗ