Macro

Μίκα Αγραφιώτου: Τελείωσε η εποχή, τελείωσε και η ποίηση, έτσι Διονύση;

«Στενεύουν τα περάσματα

Οι φίλοι μου φαντάσματα

Και η πόλη μοιάζει γενικώς,

τάφος οικογενειακός».

Κωνσταντίνος Λαχάς/ Θάνος Μικρούτσικος, «Ο Τυμβωρύχος».

Το σωτήριο έτος 1993, τρεις φίλοι συναντιούνται για να συζητήσουν για τον τέταρτο μέλος της παρέας τους, ο οποίος φαίνεται πως έχει απομακρυνθεί πλήρως από αυτούς, τους «παλιούς του φίλους», καίγοντας και τις λίγες γέφυρες που είχαν απομείνει να τους ενώνουν. Η παρέα των τριών φίλων αποτελείται από τον Τάσο Σαμαρτζή, τον Νότη Μαυρουδή και τον Θανάση Γκαϊφύλλια. Ο τέταρτος φίλος, ο πανταχού παρών και ο μεγάλος απών, δεν είναι άλλος από τον Διονύση Σαββόπουλο. Οι τρεις τους στήνουν ένα μοναδικά δικό τους, ιδιότυπο «δικαστήριο» για να δικάσουν τον τέταρτο, τον μεγάλο απόντα.

Η «Ωδή στον Διονύση» αποτελεί μια δριμεία κριτική καλλιτεχνών προς έναν άλλον καλλιτέχνη που «πετάει σαν σκυλί το παρελθόν του». Δεν πρόκειται για έναν διάλογο που οι φίλοι του επιδιώκουν να ανοίξουν με τον ίδιο τον Νιόνιο, αλλά ακριβώς το αντίθετο, να κλείσουν τον κύκλο. Οτιδήποτε μπορούσε να ειπωθεί, μάλλον έχει ήδη ειπωθεί μιας και «όχι δεν κάνανε, λοιπόν, τα ίδια λάθη». Το μόνο που έμενε να σφραγίσει τη διάλυση των σχέσεων τους ήταν η έκδοση της ομόφωνης καταδικαστικής απόφασης από τους παλιούς του φίλους, η καταδίκη «ενός ουράνιου σώματος που έχασε την τροχιά του». Δεν ζητάνε εξηγήσεις, ούτε επιζητάνε παρεξηγήσεις, δεν θα φορτωθούν και άλλες «τύψεις ενοχής» από εκείνες που «χρόνια προσπαθούσε να τους φορτώσει». Με ένα τραγούδι θα ειπωθούν όλα όσα ποτέ δεν κατάφεραν να εκφραστούν πρόσωπο με πρόσωπο, με την ψυχραιμία της απόστασης και την ασφάλεια της υπεράσπισης της πολιτικής τους ιδεολογίας. «Η εκδρομή» είχε τελειώσει. Γειά χαρά σου Διονύση.

Αντίστοιχο τραγούδι-κριτική στον Διονύση Σαββόπουλο είχε προηγηθεί δέκα χρόνια νωρίτερα από τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Άλκη Αλκαίο, μια «Ωδή σε έναν δρομέα ημιαντοχής» με αρκετά πιο δηκτικούς στίχους, μιας και οι δηλωμένες κομμουνιστικές θέσεις και τον δύο καλλιτεχνών δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος για να τραβηχτεί πιο έντονη η κόκκινη γραμμή ανάμεσα στην κομμουνιστική Αριστερά και τον Σαββόπουλο. Πώς είναι, όμως, να ηχογραφούν οι φίλοι σου ολόκληρο τραγούδι κοντά δέκα λεπτών για εσένα; Ένα τραγούδι που θα το έπαιζαν συχνά-πυκνά στις συναυλίες τους, ένα τραγούδι οριακά τραυματικό για τους ίδιους, για εσένα, για όλη τη γενιά σου; Ο Μικρούτσικος ήταν παρεξηγημένος με τον Σαββοπουλο ήδη από το 1976, όταν εκείνος του είχε πει κατάμουτρα πως θεωρούσε τα «Πολιτικά Τραγούδια» έναν «πραγματικά άθλιο δίσκο» και είχε αρνηθεί να συμμετέχει σε μια συναυλία αλληλεγγύης που διοργάνωνε το ΕΚΚΕ. Η άλλη παρέα, όμως, ήταν διαφορετική, έθετε την κριτική σε άλλες βάσεις, σε λόγια και πράξεις του Νιόνιου που τους είχαν πικράνει, πληγωμένοι και οι τρεις τους από την αμετανόητη στροφή του προς τον νέο-συντηρητισμό και την πολιτική απομόνωση.

Δεν ήταν αλεξιπτωτιστής ο Νιόνιος στην εργατική τάξη, από τα σπλάχνα της βγήκε, από τα σπλάχνα της προσφυγιάς και της πιο μαύρης εποχής του τόπου μας. Γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του ’44 στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών. Σε μια πόλη ρημαγμένη από τον πόλεμο, στην καμένη γη που άφησαν πίσω τους η γερμανική Κατοχή, οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες, στην πόλη που σφαγιάστηκαν 45.000 Εβραίοι πολίτες της, που μέχρι σήμερα μετράει και αναμετράει τους νεκρούς και τις μνήμες της, τους σκελετούς που πετάγονται από τις σκοροφαγωμένες ντουλάπες της ιστορίας της. Η Θεσσαλονίκη του 1944, η πόλη των φαντασμάτων και των ομαδικών τάφων, των παρακρατικών φασιστικών οργανώσεων, της θρησκοληψίας, της προσφυγιάς, της φτώχιας και των απραγματοποίητων ονείρων. Στη Θεσσαλονίκη των ανοιχτών τραυμάτων γεννήθηκε ο Σαββόπουλος, κυκλοφόρησε στους δρόμους της, αντιλήφθηκε βαθιά αυτή τη μοναδική ώσμωση της πόλης, που μέσα από μια ευθεία πολεοδομική γραμμή χαραγμένη πλησίον της θάλασσας, σε μεταφέρει σε ελάχιστο χρόνο από τα ακριβά ζαχαροπλαστεία της Αγίας Σοφίας και τα ατελιέ της Μητροπόλεως στα μπουρδέλα του Βαρδάρη και τις δυτικές λαϊκές συνοικίες.

Κατεβαίνει στην Αθήνα το 1964, παρατώντας τη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, κουβαλώντας στη βαλίτσα του τη «βαριά μακεδονίτικη κληρονομιά του», όπως έλεγε για εκείνον ο Μάνος Χατζιδάκις. Με τα Μακεδονίτικα, τα Θρακιώτικα, τα Σμυρναίικα, τα Ποντιακά, τα Ρεμπέτικα και τα Σεφαρδίτικα, με τις πολλές τοπικές παραλλαγές στους ρυθμούς, στα μουσικά όργανα και στον στίχο τους. Κατεβαίνει στην πρωτεύουσα με την κουλτούρα της Ανατολής και των Βαλκανίων, μιας τοπικής παράδοσης βαθιά εμποτισμένης μέσα του, χωρίς να αφήσει πίσω του, όμως, τους δίσκους του Μπομπ Ντίλαν και του Γούντι Γκάθρι, των Μπιτλς και των Στόουνς που συγκλονίζουν τη γενιά του.

Και αυτό ακριβώς φέρνει ο Διονύσης Σαββόπουλος και στη μουσική, κάνοντας τον απόλυτο πάταγο. Ροκ εν Ρολ και νταούλια, τα μπλουζ της άγριας νιότης παντρεμένα με χάλκινα και ποίηση του δρόμου. Τροβαδούρος και ο ίδιος, με μια κιθάρα στα χέρια στα χνάρια του Ζορζ Μπρασέν, της Σχολής του Μιλάνου, του Βίκτορ Χάρα , των μουσικών της Αμερικανικής Country και των trade union songs, μιας μουσικής φτιαγμένης από τις μάζες για τις μάζες. Ο Νιόνιος αγαπούσε τη μουσική, αγαπούσε όσους κάνουν μουσική, ήθελε και αυτός να κάνει καλή μουσική. Κανένας δεν το αρνήθηκε ποτέ αυτό, ο Σαββόπουλος εντόπισε το εγχώριο κενό και μπήκε μέσα του με φόρα, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο που είναι έτοιμος να τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά, δυναμιτίζοντας το μουσικό στερέωμα μια και για πάντα.

Για αυτόν τον λόγο οι συζητήσεις για τα όποια κλεψιμέϊκα τραγούδια του Σαββόπουλου από εκεί που διακατέχονταν από μια πιπεράτη γραφικότητα τώρα έχουν καταλήξει αφόρητα βαρετές. Η δεκαετία του 1960 υπήρξε συντριπτική σε όλους και σε όλα, δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα που να μην της αλλάξει θέση. Τόσο το ροκ του μέλλοντος μας όσο και του παρόντος μας υπήρξε το νέκταρ και η αμβροσία εκείνης της δεκαετίας που δεν τέλειωσε ποτέ. Ήταν το απαγορευμένο μήλο που σύσσωμος ο συντηρητικός κόσμος ενοχοποιούσε κατά κόρον και, ταυτόχρονα, όλοι ήθελαν να το δαγκώσουν έστω από λίγο, να νιώσουν στο πετσί τους τι θα πει long love rock ‘n’ roll. Γιατί να μην το δαγκώσει και ο Νιόνιος, λοιπόν, με τα νταούλια και τους ζουρνάδες του, με τους μπάλλους και τις φυσαρμόνικες που κλαίνε; Ο κάθε περιφερειακός καλλιτέχνης έβρισκε το μουσικό Τοτέμ του και το ινδαλματοποιούσε, ταύτιζε την προσωπικότητά του -τουλάχιστον ως ένα βαθμό-, με τη δική του περσόνα. Για τον Νιόνιο ήταν ο Ντίλαν, για τον Σιδηρόπουλο ήταν ο Τζάγκερ, για άλλους ο Έρικ Κλάπτον ή οι Ιταλοί τροβαδούροι. Οι πίσω μας σελίδες έχουν γραφτεί με τις αμαρτίες μας, τους εφηβικούς παροξυσμούς και τους ενήλικους παλιμπαιδισμούς μας.

Η Μεταπολίτευση, όμως, δεν έκατσε πολύ καλά στον Νιόνιο, όπως δεν έκατσε πολύ καλά και σε άλλους ανθρώπους του ίδιου φυράματος. Το απαγορευμένο έχει την τάση να είναι πιο ελκυστικό για τον λόγο ότι σου δίνει μια προνομιακή θέση θεματοφύλακα, σε κάνει να νιώθεις λίγο πιο ξεχωριστός και λίγο πιο γενναίος όταν αποτελείς κομμάτι του. Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, η Αριστερά νομιμοποιήθηκε συνειδησιακά σχετικά πιο σύντομα από ότι το Ροκ εν Ρολ, κάτι που μάλλον υπήρξε εξαιρετικά δύσκολο στη χώνεψη εκείνων που έχουν την τάση να φετιχοποιούν όσα αγαπούν και ασπάζονται, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Σαββόπουλου.

Ο κόσμος αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία αλλά οι μέρες οι παλιές δεν είναι ίδιες για όλους μας και η αναμέτρηση με την μεταπολιτευτική ταυτότητα δεν θα μπορούσε επουδενί να είναι ίδια για όλους. Η ταυτότητα του Διονύση Σαββόπουλου μέχρι το 1974, δηλαδή μέχρι την άρση των μεγάλων αποκλεισμών στην πολιτική και τη δημόσια σφαίρα δεν είχε εκείνες τις στέρεες ιδεολογικές βάσεις για να μετεξελιχθεί σε κάτι άλλο, εξίσου συλλογικό με την προ-Μεταπολίτευσης υπόστασή του στον χώρο της τέχνης αλλά και του κινήματος. Διαφορετικές οι πολιτικές ευθύνες που αναδύονταν ακάθεκτες, τα κόμματα και οι οργανώσεις που ξεπήδησαν εκείνα τα χρόνια όπως και οι πολιτικές γραμμές που χαράχτηκαν.

Πώς μπορούσε να χωρέσει το πρόσφατο τραυματικό παρελθόν της Αριστεράς στις φωτεινές ρεκλάμες ενός μέλλοντος που ευαγγελιζόταν αλλαγή, πρόοδο, ευημερία και ανάπτυξη; Ήταν πολύ σκοτεινό, πολύ θανατερό, με κακοφορμισμένες και γαγγραινιασμένες τις πληγές του, κάθε φορά που άνοιγες το τραύμα εκείνο έζεχνε μνήμες διαφορετικές από εκείνες της ενότητας και του ιστορικού συμβιβασμού. Στα πρώτα ραγδαία χρόνια της Μεταπολίτευσης, οι λύσεις που βρέθηκαν ήταν η μουσειακότητα και η Λήθη, ένα πολιτικό παρελθόν βαλσαμωμένο σαν κουφάρι άγριου ζώου, να μας κοιτάει ξεδοντιασμένο και άκαμπτο από το υψηλό βάθρο μιας απαστράπτουσας προθήκης, κάτω από μια λεζάντα που έγραφε «Ήρωες, άπαρτα βουνά». Και άλλοτε καπηλευμένο, αχρωμάτιστο, άοσμο, ανέραστο, αδιάφορο, γραφικό, απολίτικο ή με μοναδικό εργαλείο στο οπλοστάσιο του την επίκληση στο συναίσθημα και μόνο, ένα παρελθόν που φορτώνει ηθικό βάρος, που είναι αδύνατο να αναμετρηθείς μαζί του και να βγεις σωστός στο ζύγι.

Και κάπου εκεί ξεκινάει δειλά-δειλά και η γκρίνια του Σαββόπουλου για την Αριστερά όλων των αποχρώσεων και των συνδυασμών, μια γκρίνια ρεζερβέ που οι παλιοί του φίλοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι, υποψιάζονταν τις αντιδραστικές υφές της, οσμίζονταν τη μοναχική σκοτεινιά της, διέβλεπαν τη στροφή προς την απομόνωση και τον ατομικισμό που σε λίγα χρόνια θα καθήλωνε την υφήλιο με τη μορφή του επελαύνοντας νεοφιλελευθερισμού. Πολλές παραγνωρισμένες ιδιοφυΐες της εποχής ένιωσαν την ανάγκη να παραμείνουν στην καλλιτεχνική και πνευματική ελίτ με νύχια και με δόντια, με την καθεμία να ακολουθεί το δικό της μετερίζι, να δημιουργεί μουσεία αγωνιστικότητας λίγο πριν φορέσει τις τιράντες της λησμονιάς και τα στρόγγυλα γυαλιά της πολιτικής απαξίωσης.

Γκρίνια, λοιπόν, για το ΠΑΣΟΚ και την ανυπόφορα μικροαστική ιδιότυπη προλετκουλτ που ολοένα και κέρδιζε έδαφος εντός του, γκρίνια για το ΚΚΕ και την κομματική πειθαρχία του, γκρίνια για τον ψηλομυτισμό και τις αποστασιοποιήσεις του ΚΚΕ Εσωτερικού, για τα «τσογλανιλίκια» της άκρας αριστεράς και της αναρχίας. Μια γκρίνια που κατά βάση δεν είναι τίποτα άλλο από την καπιταλιστική ψευδαίσθηση πως η κατάκτηση της ελεύθερης βούλησης και της (φιλ-)ελεύθερης σκέψης έρχεται μόνο μετά την ακύρωση της οποιασδήποτε πολιτικής ιδεολογίας, της απελευθέρωσης από τα κομματικά και συνδικαλιστικά δεσμά, την ανυποταξία απέναντι σε γραμμές και τόξα, ομπρέλες και μανδύες. Μια νάιλον σημαία πλαστική που υψώνεται για να χωρέσει εκείνους που «δεν χωρούν πουθενά», το αλουμινένιο φέσι που προστατεύει από τις κακοδαιμονίες και τις περιχαρακώσεις ενώ από πίσω κρύβει τις πιο σκληρές, τις πιο βίαιες ιδεολογικές στεγανοποιήσεις. Ο ετεροκαθορισμός που μετατρέπεται σε κεντρική ταυτότητα, που καλύπτει ένα όλον που απλά «δεν θέλει να μοιάσει με τους Άλλους» με κεντρομόλο δύναμη του μια αέναη επίκληση στο συναίσθημα που καταλήγει να ακυρώνει το ίδιο το συναίσθημα.

Νεορθοδοξία, εθνικές και γλωσσικές παλαβομάρες ή παρωχημένες βαλκανομπαρόκ κοινοτοπίες που προσπαθούν να ξεπεράσουν σε γραφικότητα και πνευματική στειρότητα το προαναφερθέν μικροαστικό προλετκουλτ, συνταγές ξαναζεσταμένες, πάμε τώρα με χιπ χοπ και νταούλια, σαν να ζούμε σε μια αέναη διαφήμιση μπύρας. Αντιλαϊκισμός και γλυκερή νοσταλγία για την κατασκευή ενός σωρού από φαντασιακά, όλα τα φαντασιακά που μπορούσαν να χωρέσουν μέσα στη Μεταπολίτευση, πασπαλισμένα με ατομικές ψυχογραφικές αυτοκριτικές και έναν καλπάζοντα ναρκισσισμό που τινάσσει σαν ηλεκτρικό ρεύμα τους πάντες και τα πάντα στον τοίχο. Ο όψιμος Σαββόπουλος πάλεψε με όλα τα μέσα για να ξαναβαφτιστεί στην εθνική κολυμβήθρα ως άξιος πατριώτης με βάση το δεξιό φαντασιακό για τον πατριωτισμό, ως άξιος Χριστιανός με βάση το συντηρητικό φαντασιακό για την θρησκεία, ως άξιος θεματοφύλακας της παράδοσης με βάση το δικό του, εντελώς προσωπικό φαντασιακό για την εννοιολόγηση της παράδοσης. Κάποιες φορές το πέτυχε, άλλες φορές δεν του βγήκε ούτε στο ελάχιστο, το καλλιτεχνικό διακύβευμα από ένα σημείο και έπειτα είχε πάψει να έχει ιδιαίτερη σημασία.

Στις αντιφάσεις μας πνιγόμαστε όλοι μας, και πόσο μάλλον οι καλλιτέχνες που θεωρούν πως η εκκεντρικότητα είναι ένα παραπάνω προνόμιο στην ύφανση της ταυτότητάς τους, του προσωπικού τους «στίγματος». Δεν θέλαμε ο Νιόνιος να μείνει στην αριστερά από τη στιγμή που αυτή δεν τον εξέφραζε πια πολιτικά. Δεν θέλαμε να γράφει παιάνες για το κίνημα και τις πλατείες που είναι γεμάτες από τη στιγμή που δεν ήταν μέρος τους πια. Τελείωσε η εποχή, τελείωσε και η ποίηση είχε γράψει ο Μανώλης Αναγνωστάκης, αλλά δεν χρειάζεται να προσπαθείς διαρκώς να ξυλώσεις το δέντρο που σου έδινε επειδή απέκτησες ξαφνική δυσανεξία στους καρπούς του.

Από την άλλη, όμως, λαμβάνει χώρα αρκετά συχνά, όπως και τώρα μετά τον θάνατο του, μια αξιέπαινη προσπάθεια από τους όψιμους ομοτράπεζους τους Σαββόπουλου να υπερτονιστεί η «γενναιότητα και η αφοβιά του λόγου του». Στο δικό τους υφαντό της πραγματικότητας, η ανοιχτή έκφραση του συστημικού λόγου μεταφράζεται ως κάποιου είδους ριζοσπαστισμός, ο συναγελασμός με την εξουσία και την ακροδεξιά ως τολμηρότητα και κοινή παραδοχή της κρυφής γοητείας της μπουρζουαζίας. Για κάποιον λόγο, εντελώς αδιανόητο, η κριτική οφείλει να σταματήσει γιατί «έτσι πρέπει», η απογοήτευση και τα παράπονα των παλιών του φίλων να σιγάσουν, οι απαιτήσεις να υποχωρήσουν μπροστά σε κάτι που μάλλον έχει μετατραπεί σε μεταφυσικό φαινόμενο, ένα σύμβολο που αποκαθηλώνεται κάθε ώρα και στιγμή για να ανυψωθεί σχεδόν αμέσως πριν καλά-καλά συμμαζευτούν τα προηγούμενα συντρίμμια του. Θα έλεγε κανείς πως από ένα σημείο και μετά το «Σαββόραμα» τρεφόταν από αυτή τη συνθήκη και αντίστοιχα αλληλοτροφοδοτούσε το κοινό του με αντιφάσεις και διχογνωμίες, αναμόχλευε εσκεμμένα κατά καιρούς τα κάθε λογής εμφύλια πάθη, προσπαθούσε να κάτσει με μια νεολαία που ταυτόχρονα θεωρούσε αλλήθωρη και τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική.

Είναι σίγουρο πως ζούμε σε μια κοινωνία που στην πλειονότητά της δεν συγκινείται, πλέον, από ένα τραγούδι για τον Νίκο Κοεμτζή, έναν λούμπεν προλετάριο που σκότωσε για μια «παραγγελιά». Είναι ακόμα πιο σίγουρο πως ανθρώπους σαν τον Νίκο Κοεμτζή τους αποστρέφονται και τους απεχθάνονται ως τον πυρήνα της γης οι ύστεροι φίλοι του Σαββόπουλου, αν κρίνουμε από τις πολιτικές της δεξιάς όσον αφορά τις φυλακές και τους κρατουμένους. Τα παιδιά που χάνονται στα σύγχρονα στοιχειωμένα δάση του Έβρου, στα σκοτεινά νερά της Μεσογείου με λαθρεμπόρους πειρατές, και φοβισμένα και ορφανά τα πιάνουν οι συνοριοφύλακες και η Frontex για να τα οδηγήσουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού, εκείνα που απειλούν να «αλλοιώσουν τον πολιτισμό» μας και δεν συμπεριλαμβάνονται στο φαντασιακό μας για την προσφυγιά. Το Κιλελέρ δεν είναι εκείνο του Μαρίνου Αντύπα, το σύμβολο χειραφέτησης της αγροτιάς αλλά ένα προάστιο για αγροτουρισμό και μασούλημα επιδοτήσεων ΟΠΕΚΕΠΕ. Η Μακρόνησος και η Γυάρος ίσως μετατραπούν σε τουριστικά θεματικά πάρκα, εκείνοι που αγαπάνε μπορούν να φάνε παντεσπάνι και όλος ο ακροδεξιός εσμός να τραγουδήσει με μια φωνή και μια ψυχή «Ισραήλ γιε-γιε».

Σε αυτή τη βάρβαρη αντιστροφή της πραγματικότητας, στους παράλογους αντικατοπτρισμούς της μεταπολιτικής έτσι όπως τους έφεραν η μοίρα και τα χρόνια, ο καθένας μπορεί να κρατήσει τον Διονύση Σαββόπουλο που εκείνος επιθυμεί, τον πρώιμο, τον ύστερο, τον όψιμο ή και τον καθόλου, μιας και υπήρξαν άνθρωποι ανάμεσά μας που δεν συγκινήθηκαν ποτέ ούτε από τα τραγούδια του Νιόνιου, ούτε από την περσόνα του. Σε κάθε περίπτωση, ο τεράστιος κύκλος των συναισθημάτων που μας προκάλεσε το «Σαββόραμα» δεν υπάρχει πια, ταξιδεύει πλέον σε θάλασσες μικρές και πλατιές που απολήγουν στα απόνερα μιας Μεταπολίτευσης που ποτέ δεν θέλαμε να τελειώσει, όπως ποτέ δεν θέλαμε να τελειώσει και η ποίηση.

Γι’ αυτό και προσωπικά τον αποχαιρετώ όχι με ένα δικό του τραγούδι, αλλά με τους στίχους και τη μουσική των παλιών του φίλων, του Μανώλη Ρασούλη και του Νίκου Παπάζογλου.

Γειά χαρά σου, Διονύση.

«Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
Και βαθιά σ’ ευχαριστώ
Γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
Ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
Να πεθαίνω όπου πατώ
Και να μην σε υποφέρω

Αχ Ελλάδα θα στο πω
Πριν λαλήσεις πετεινό
Δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
Μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
Σαν το νόθο με πετάς
Μα κι απάνω μου κρεμιέσαι».

Η ΕΠΟΧΗ