Μια γενναιότητα παραδομού χρειάζεσαι, ν’ αφεθείς στην πτώση, να πέσει ο μονάκριβος εαυτούλης ο εγωιστής μες στις αόρατες αγκάλες του κοινού αισθήματος.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ 1
Στο καθημερινό πρωινό βάδην, δύο συναπαντήματα, τακτικά, με συνέπεια, μου φτιάχνουν τη διάθεση.
Ένα, η νεαρή μητέρα που επιστρέφει ήδη από τον πρωινό περίπατο, χαμογελαστή σπινταριστή, σπρώχνοντας αποφασιστικά το καρότσι με το μωρό και κρατώντας το λουράκι με το σβέλτο σκυλάκι. Ακτινοβολεί ζωτικότητα, κέφι, θέληση. Σε μια γερασμένη πόλη, όπου οι νεότεροι βγαίνουν τέτοια ώρα είτε με τις φόρμες και τ’ ακουστικά για το gym είτε με στενό κουστουμάκι φούστα-μπλούζα χαρτοφύλακα ροβολάνε για γραφεία μεσιτών νομικών λογιστών, η εικόνα μιας ζωηρής μητέρας με μωρό και σκυλάκι είναι σάλπισμα στο πρωί του κόσμου, κάλεσμα χαράς, υπόκλιση στη ζωή.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ 2
Δύο: η κοπέλα που σφουγγαρίζει επιμελώς, μα κάθε πρωί, το πεζοδρόμιο μπροστά από το μικρό κατάστημά της. Συχνά φορά ακουστικά, ίσως ακούει μουσική: Μότσαρτ; Βιβάλντι; Θανάση; Αδιάφορο, τη βλέπω προσηλωμένη στην πάστρα, να κάνει πιο ανθρωπινό το τοσοδά τμήμα του κόσμου που της αναλογεί. Προσεκτικά, παρακάμπτω τα φρεσκοσφουγγαρισμένα. Τον τελευταίο καιρό μου έρχεται να της μιλήσω, ίσως όχι με τον προσήκοντα έπαινο, απλώς με μια ουσιώδη καλημέρα.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΟ
Σταμάτα, ρε σκατόψυχε, να βρίζεις τον χαροκαμένο γονιό. Φτύσε τον ουρανό.
Σταμάτα, ρε φθονερέ κακόχνωτε, να ξερνάς χολή για τους ακτιβιστές που έκαναν κρουαζιέρα με σέλφις.
Πώς γεννιέται τόση μοχθηρία; Πού κρυβόταν τόση μνησικακία; Τη φανέρωσαν τα σόσιαλ; Ή μήπως τα σόσιαλ τη γεννούν και την πολλαπλασιάζουν, όταν ο καθείς πικράντερος μοναχιασμένος ερεθισμένος από bot και μηχανές ψευδοακάουντ βρίσκει πάτημα να βεβαιώσει μεγεθυμένη την κακοψυχιά του, βρίσκει μια μετωνυμία κι ένα ψηφιακό μπαλκονάκι να αμολήσει φαρμάκι;
Μπορεί τα bot να ερεθίζουν και να πυροδοτούν, αλλά ο φθόνος, η μοχθηρία, η μνησικακία, ο μιξ πολτός προϋπάρχει, είναι εδώ γύρω μας και μας τυλίγει.
Είναι το νέο μεγάλο πολιτικό: η εξίσωση προς τα κάτω, προς τον πάτο των συναισθημάτων, στον πάτο των συμπεριφορών, η ανάποδη άμιλλα, κανείς να μην φανταστεί τον εαυτό του υπερβατικό, ανιδιοτελή, μαχητή, τολμητία, δονκιχώτη.
ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΕΙ ΠΡΩΤΟΣ
Στην τράπεζα έχω μόλις εκτονωθεί με μάταιο λογύδριο κατά της ψηφιακής γραφειοκρατίας, κατά των τραπεζών, εναντίον του καπιταλισμού, ζητώντας επανειλημμένως συγγνώμη από την υπάλληλο, «ξέρω, εσείς δεν φταίτε γι΄ αυτό το χάλι..» Αισθάνομαι ηττημένος υπερ-μπούμερ, και είμαι.
Όμως υπάρχουν κι άλλοι. Κυριούλης ηλικιωμένος με κοντοβράκι και πέδιλο πεζοπορίας, μπλούζα λακόστ, τσαντάκι χιαστί, απευθύνεται σε κυρία αναλόγου ηλικίας, παρέα του, με φλοράλ πουκαμίσα και υποψία έκτακτου πρωινού μακιγιάζ. Είναι αποφασιστικός, σφυρίζει τις λέξεις μία μία:
― Σε αυτό το βιβλιάριο δεν μπαίνει κανένας άλλος, μόνο εσύ! Δεν ακουμπάει κανείς τί-πο-τε, να χτυπιούνται, καλά φάγανε, αυτά είναι για την κηδεία, όποιος πάει πρώτος…
ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ
Ποια τραγούδια μπορούν άραγε να στηρίξουν τον σημερινό παραζαλισμένο; Τον πένητα και τον ταλαίπωρο, τον ενδεή; Ποιο τραγούδι θα υψωνόταν πάνω από ΄να τραπέζι, να μετουσιώσει την οινοποσία συντρόφων; Ακούω τον Σκαρίμπα:
«Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν’ να μου λείπει—
τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-
μου όλες.»
Ένα τοσοδά κοινό υπόβαθρο χρειάζεσαι, ούτε καν εμπειριών καταγωγής ή μόρφωσης, μια γενναιότητα παραδομού χρειάζεσαι, ν’ αφεθείς στην πτώση, να πέσει ο μονάκριβος εαυτούλης ο εγωιστής μες στις αόρατες αγκάλες του κοινού αισθήματος. Να αφεθείς να λιώσεις.
«Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου . . .»
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
εικόνα: Georg Scholz, Die Wucherbauernfamilie, 1920, χρωμολιθογραφία 26,6 x 35,5 cm.