Macro

Τάσος Κορωνάκης: Αν είναι να μπλέξουμε, ας το κάνουμε για το ρημάδι το καλό

Υπάρχει ένα ερώτημα που επανέρχεται, σχεδόν ως φάντασμα, πάνω από τμήματα της Αριστεράς. «Τι να κάνουμε για να διώξουμε τον Μητσοτάκη;» Ο τρόπος που τίθεται νομίζω είναι λάθος και έτσι γεννά λάθος απαντήσεις.

Δεν αμφισβητώ την κοινωνική αγωνία. Όσοι όμως οδήγησαν την Αριστερά στο αδιέξοδο και κατασπατάλησαν το ηθικό της πλεονέκτημα, όχι μόνο δείχνουν να μην κατάλαβαν τι έφταιξε, αλλά ισχυρίζονται ότι έχουν και πάλι τη λύση. Μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, που θα κάνει ό,τι μπορεί και θα διώξει τον Μητσοτάκη.

Κι αν αυτή είναι η λύση, όπως περιγράφεται από κάποια στελέχη του χώρου, τότε θα πει κάποιος γιατί να μην ηγηθεί ο Τσίπρας; Είναι μόλις 51 ετών, έχει εμπειρία πρώην πρωθυπουργού και έβγαλε και τη χώρα από τα μνημόνια…

Είναι ο εθισμός στον κυβερνητισμό και στην πίστη ότι ένας ηγέτης – ταχυδακτυλουργός, μέσω ελιγμών και τακτικών κινήσεων, καθώς και της αδιαμεσολάβητης σχέσης του με τον λαό, μπορεί να αλλάζει την πραγματικότητα. Από πού μας προέκυψε, όμως, και πότε επαληθεύτηκε;

Στη δική μου πορεία στην Αριστερά, θεωρούσαμε αντίστοιχα επιχειρήματα προορισμένα να οδηγηθούν στην αγκαλιά του αντιπάλου. Ίσως φταίει πως ήταν η περίοδος μετά την Δαμανάκη, και στη Νεολαία Συνασπισμού είχαμε οριοθετηθεί απέναντι σε αυτό. Ή έτσι νόμιζα.

Την τελευταία φορά που διώξαμε τη Δεξιά πάντως μόνο με τρικ δεν ήταν. Στιγματίστηκε από τα σημάδια της κρίσης στο σώμα της κοινωνίας και από μεγαλειώδεις αγώνες που έκαναν τη Δεξιά να παραμιλάει μέχρι και σήμερα. Χαρακτηρίστηκε από το άπλωμα στο κοινωνικό πεδίο κινηματικών πρωτοβουλιών, κινημάτων πόλης και δομών αλληλεγγύης, από τα φόρουμ στο Δεκέμβρη, από το Άρθρο 16 στις πανεργατικές απεργίες και στις πλατείες με τόνους δακρυγόνων και ακραίας καταστολής. Και βέβαια, από μια εξαιρετικά κοπιώδη διεργασία πολιτικής ενότητας στο εσωτερικό της Αριστεράς, μέχρι να αναδειχθεί σε βασικό πολιτικό ανταγωνιστή μετά τη ρευστοποίηση του ΠΑΣΟΚ. Με πολλά νέα πρόσωπα, ριζοσπαστικό πρόγραμμα, αξιακή γλώσσα και με τον Αλέξη Τσίπρα φυσικά και τα χαρίσματά του, αλλά και τα μειονεκτήματά του. Αλλά όχι μόνο αυτόν.

Ποια όμως αντίστοιχη διαδικασία έχει συμβεί στην παρούσα συγκυρία και τι ρόλο έχει παίξει η Αριστερά για να νιώθει τόσο πιεστικά το ερώτημα ποιος θα είναι πρωθυπουργός;

Στην πραγματικότητα έχουμε ένα πολιτικό σύστημα σε κρίση. Μια τραμπική νεοδεξιά με υπεροπλία αλλά χωρίς αφήγημα και με τεράστια φθορά, και μια Κεντροαριστερά επίσης χωρίς αφήγημα αλλά και αναξιόπιστη, που μοιάζει να συζητάει πώς θα γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη.

Σε αυτή τη συνθήκη, το σχέδιο να διώξουμε τον Μητσοτάκη δεν είναι ένα σχέδιο επανόδου της Αριστεράς. Είναι μια προσπάθεια συγκρότησης μιας συστημικής αντιπρότασης στο πλαίσιο της δικομματικής εναλλαγής, τώρα που το φρούτο είναι έτοιμο να πέσει.

Όσοι ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο μπορούν να προχωρήσουν και ήδη ετοιμάζονται από καιρό, γράφουν βιβλία και χαράζουν τακτικές. Όπως έλεγε ο Ελεφάντης για το ΠΑΣΟΚ και τον λαϊκισμό του, από την οπτική της Αριστεράς μας αφήνει παγερά αδιάφορους.

Τα παραπάνω ουδόλως δεν σημαίνουν πως δεν θα έπρεπε να έχουμε ήδη ρίξει αυτή την κυβέρνηση, που συνεχώς εκτρέπεται σε νέα επεισόδια κυνισμού, ακραίας εκμετάλλευσης, διαφθοράς και αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς. Απλά τη στιγμή που εξελίσσονται τα παραπάνω, εμάς δεν μπορεί να μας αφορά το business as usual και το rebranding όσων θέλουν να κάνουν καριέρα στο όνομα της κοινωνίας.

Το παλλαϊκό κίνημα για δικαιοσύνη μετά το αδιανόητο έγκλημα των Τεμπών βέβαια, είναι μια σημαντική παρακαταθήκη, αν και δεν συμβάλαμε όσο θα έπρεπε για να ριζώσει, να διεκδικήσει τον δημόσιο χαρακτήρα του σιδηροδρόμου, να σηκώσει το μέτωπο απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις. Το παράδειγμα του Ρούτσι επίσης και της νίκης του, με μόνο του όπλο το σώμα του, αλλά και η αλλοπρόσαλλη αντιμετώπιση από την κυβέρνηση, μας ξαναδείχνει τον δρόμο. Τον δρόμο της κοινωνικής πάλης με τα σώματά μας, τον δρόμο της ενότητας στη βάση του κοινού σκοπού. Τον δρόμο της ανυποχώρητης μάχης για το αυτονόητο, το δίκιο, τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη.

Για σχεδόν 15 χρόνια υπήρξαμε χιλιάδες άνθρωποι που εμπνευστήκαμε, παλέψαμε, συνδιαμορφώσαμε, οραματιστήκαμε ότι μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς. Δεν καταφέραμε ίσως πάρα πολλά. Ας μάθουμε από τα λάθη μας, αλλά ας κρατήσουμε και όσα κερδίσαμε επιχειρώντας αυτή τη διπλή συνάντηση στο κοινωνικό και το πολιτικό.

Με ορατότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα, με ενωτική αντίληψη, χώρους υποδοχής και αξιακό φορτίο που θα αλλάζει συνειδήσεις. Με γλώσσα σημερινή και απαντήσεις στα θέματα που σηκώνουν τα ίδια τα υποκείμενα, με το βλέμμα στην τάξη μας, και όσες και όσους υφίστανται διακρίσεις. Με δουλειά μυρμηγκιού και με νέα πρόσωπα μπροστά.

Μια τέτοια αντίληψη είδα στα παιδιά από το March to Gaza και μου φάνηκε ό,τι πιο ελπιδοφόρο στους καιρούς μας απέναντι σε μια γενοκτονία σε ζωντανή σύνδεση.

Αν είναι να μπλέξουμε, να το κάνουμε για κάτι μεγαλύτερο από το μπόι μας, να ξαναμπλέξουμε στον κοινωνικό ανταγωνισμό και την έκφρασή του στο πολιτικό επίπεδο. Όχι με μεγαλοστομίες, αλλά επί της ουσίας. Χωρίς μικρομεγαλισμούς και περσόνες, αλλά με καθαρές κουβέντες και σαφή όρια, με ποιες, για ποιους και πώς.

Με συγκρούσεις με τους πλούσιους, με την εκκλησία, με τους ρατσιστές, με τους φασίστες και τους εχθρούς του ανθρώπου (όπως έγραφε σε ένα σημείωμα ο Τσαλαπάτης και μου άρεσε), τραβώντας την πλάστιγγα προς τα Αριστερά.

Αν είναι να μπλέξουμε, να το κάνουμε για να στήσουμε μια Αριστερά που δεν ξέρω αν θα μπορεί να γίνει κυβέρνηση αύριο, αλλά που θα μπορεί να ρίχνει κυβερνήσεις σαν τη σημερινή χτες. Να μπλέξουμε για να φτιάξουμε μια Αριστερά για την οποία θα είμαστε περήφανες και περήφανοι, γιατί θα αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων προς το καλύτερο. Γιατί όπως έλεγε κάποτε ο Χαρίλαος, εκτός από το λιγότερο κακό υπάρχει και το ρημάδι το καλό.

Η ΕΠΟΧΗ