Macro

Νίκος Κωστολιάς: Το κρίσιμο σταυροδρόμι της (Νέας) Αριστεράς

Στην πορεία προς το συνέδριο της Νέας Αριστεράς γίνεται ολοένα και περισσότερο προφανές ότι το κόμμα ταλανίζεται εκ της συγκρότησης του από ένα σοβαρό και μέχρι τώρα άλυτο πρόβλημα: οι λόγοι της αποχώρησης από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν για όλες/ους όσες/ους αποχώρησαν ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα. Ένα σημαντικό τμήμα μελών και στελεχών έφυγαν κυρίως για λόγους αξιοπρέπειας. Ως εκ τούτου, βρέθηκαν στο ίδιο, μικρό, κόμμα κάποια που έκαναν σκληρή κριτική, από αριστερά, στον Τσίπρα και στις επιλογές της στροφής στο κέντρο, με άλλα, που τις επιλογές αυτές τις ανέχονταν, όταν δεν τις χειροκροτούσαν.

Στη βάση αυτής της διάκρισης, αμέσως μετά την εκπαραθύρωση Κασσελάκη (και δεδομένου του αρνητικού αποτελέσματος των ευρωεκλογών), προέκυψαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την επιθυμητή πορεία του κόμματος:

Σύμφωνα με την πρώτη, ας πούμε τη “δεξιά” προσέγγιση, η Ν.Αρ. οφείλει, στο πλαίσιο της απόφασης του συνεδρίου για το λεγόμενο Λαϊκό Μέτωπο, να επιδιώξει συνεργασίες με τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα της ευρύτερης κεντροαριστεράς, ακόμα και μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την, απαραίτητη και επιτακτική, κυβερνητική αλλαγή.
Στην κατεύθυνση αυτή, και παρά την αρνητική σχετική απόφαση της Κ.Ε, συνεχίστηκε η κοινή συμμετοχή στελεχών της ΝεΑρ με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ σε εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων κλπ. που συνοδεύτηκαν από συνεχή δημοσιεύματα για παρασκηνιακές συζητήσεις για τη συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη δημιουργία, τουλάχιστον αρχικά, κοινής κοινοβουλευτικής ομάδας.
— Διαφήμιση —

Τα σενάρια αυτού του τύπου φαίνεται να αναζωπυρώνονται τελευταία στο πλαίσιο της συνεχούς φθοράς και απαξίωσης της κυβέρνησης, της αδυναμίας όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης να εισπράξουν πολιτικά κέρδη από την κατρακύλα της Ν.Δ. και, κυρίως, από την επανεμφάνιση Τσίπρα ως αδιαφιλονίκητου «ηγέτη», του μόνου που μπορεί να αποτελέσει αντίπαλο δέος στην κυριαρχία Μητσοτάκη.

Το επιχείρημα φαίνεται ισχυρό και αρχίζει να κερδίζει σταθερά έδαφος ανάμεσα στα μέλη των δύο κομμάτων ( ΝεΑρ, ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και σε ευρύτερα ακροατήρια απογοητευμένων ψηφοφόρων της Αριστεράς: η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι επικίνδυνη και καταστροφική για τα λαϊκά συμφέροντα και πρέπει να πέσει με κάθε τρόπο. Αν σε αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλλει ο Τσίπρας, ακόμα και με ένα ξεκάθαρα κεντρώο, πολιτικό προφίλ, ας είναι (ή, για κάποιες/ους, ακόμα καλύτερα).

Απέναντι σε αυτό το αφήγημα, η κριτική της δεύτερης, της “αριστερής” προσέγγισης, όπως εκφράζεται από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας των οργάνων του κόμματος αλλά και τοποθετήσεις κορυφαίων στελεχών, είναι δικαιολογημένη:
– οι “κεντροαριστερές” κυβερνήσεις στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ είναι, ιστορικά, εξίσου υπεύθυνες για την εφαρμογή και την εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων, αντιλαϊκών πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών.
– Η υιοθέτηση από τα κόμματα της ευρύτερης κεντροαριστεράς κεντρικών συστημικών επιλογών στην οικονομία οδήγησε στην πολιτική τους απαξίωση και την αποξένωσή τους από τα λαϊκά στρώματα, τμήμα των οποίων, αναζητώντας αντισυστημική διέξοδο, δείχνει να γοητεύεται ολοένα και περισσότερο από την επικίνδυνη εθνικιστική, ρατσιστική και ακόμα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερη ρητορική ακροδεξιών τσαρλατάνων τύπου Τραμπ, Μιλέι κ.ά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η διαδοχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη από κάποια άλλη, η όποια δεν θα συγκρουστεί με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στα ζητήματα της φορολόγησης του πλούτου, των υπερεξοπλισμών, των εργασιακών δικαιωμάτων και των μισθών, των ιδιωτικοποιήσεων, της ενέργειας κλπ. δεν θα μπορέσει, εκ των πραγμάτων, να ανταποκριθεί στις λαϊκές ανάγκες επιταχύνοντας, εν τέλει, την εξέλιξη θλιβερών φαινομένων όπως αυτά που συναντάμε αλλού. Αυτό, λοιπόν, που χρειάζεται δεν είναι, γενικά, μια “προοδευτική” κυβέρνηση που θα αντικαταστήσει αυτή της Ν.Δ. αλλά η εφαρμογή ενός αριστερού προγράμματος που θα αμφισβητεί και θα ανατρέπει κρίσιμες επιλογές του κεφαλαίου προς όφελος του κόσμου της εργασίας.

Ως εδώ, η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι, σε γενικές γραμμές, σωστή. Στις ίδιες, άλλωστε, διαπιστώσεις έχουν καταλήξει, πάνω -κάτω, οι περισσότεροι θεωρητικοί της Αριστεράς εδώ και χρόνια. Ωστόσο, όταν η συζήτηση αφορά πολιτικό κόμμα, που θέλει να παρέμβει καταλυτικά στη συγκυρία, οι διαπιστώσεις δεν είναι αρκετές.
Απαιτείται να απαντηθούν τα εξής κρίσιμα ερωτήματα:
– τι πρέπει να γίνει ώστε να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ποιες πολιτικές δυνάμεις θα την αντικαταστήσουν,
– πώς θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να εκλεγεί κυβέρνηση με αριστερό πρόγραμμα,
– με ποιους άλλους πολιτικούς φορείς θα επιδιωχθεί η συνεννόηση και η συνεργασία,
– ποιες είναι οι προγραμματικές θέσεις για τα κρίσιμα ζητήματα της αντιστροφής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και, κυρίως,
– με ποιους τρόπους θα αντιμετωπιστούν οι πιέσεις που δημιουργούν οι κεντρικές πολιτικές επιλογές της Ε.Ε., όπως π.χ η αύξηση των δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

Αν για τα δύο τελευταία ερωτήματα, θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι γίνεται μια προσπάθεια να απαντηθούν, και στο πλαίσιο των κειμένων των θέσεων του επικείμενου συνεδρίου, οι απαντήσεις της αριστερής προσέγγισης στα αλληλένδετα μεταξύ τους ερωτήματα “τώρα τι κάνουμε;”, του τρόπου με τον οποίο θα μπορέσει να βρεθεί η Αριστερά στην κυβέρνηση και των συνεργασιών, είναι, το λιγότερο, ανεπαρκείς.

Οι γενικόλογες επικλήσεις στην “ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς” δεν έχουν καμία πρακτική αξία εφόσον δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προσέγγισης των αριστερών πολιτικών δυνάμεων με τις οποίες υπάρχει κοινός τόπος για διάλογο σε προγραμματικό επίπεδο.
Όσες πρωτοβουλίες έχουν παρθεί μέχρι τώρα, όπως π.χ αυτές της Εποχής, είναι σε σωστή κατεύθυνση αλλά χωρίς την ανάλογη δυναμική και συνέχεια. Σίγουρα αυτού του είδους οι προσεγγίσεις δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας έχουν αφήσει βαθιά σημάδια και πληγές ώστε χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να επουλωθούν. Όπως είναι, επίσης, δύσκολο να ξεπεραστούν προσωπικές πικρίες, ματαιώσεις, εγωισμοί που συχνά οδηγούν τμήματα της Αριστεράς σε εμμονική προσκόλληση στο 2015 και σε δαιμονοποίηση, με όρους «προδοσίας», των διαφορετικών εκτιμήσεων και πολιτικών επιλογών για την περίοδο που ακολούθησε.

Ωστόσο, πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους, και κυρίως όσους έχουν θέσεις ευθύνης, ότι αν δεν υπάρξουν σύντομα πειστικές πρωτοβουλίες με αριστερό πρόσημο που θα δώσουν ξανά ελπίδα και προοπτική, η λύση της “κεντροαριστεράς” θα είναι η μόνη που θα υπάρχει, πραγματικά, “στο τραπέζι” για όσους οι υλικές συνθήκες της ζωής τους δεν τους επιτρέπουν να αντέξουν άλλη μια τετραετία Μητσοτάκη και ενδιαφέρονται να δουν τα πράγματα να αλλάζουν σύντομα.
Οι ευθύνες βαραίνουν όχι μοναχά τη Νέα Αριστερά, αλλά και το ΜΕΡΑ25 αλλά και άλλους, μικρότερους πολιτικούς σχηματισμούς.

ΚΑΜΙΝΙ