Macro

ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ: ΣΩΜΑΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ

Το μνημείο είναι αφιερωμένο στους ανώνυμους πεσόντες, τα κεριά ανάβουν για επώνυμους αδικοχαμένους.
Οι ανώνυμοι έπεσαν για την πατρίδα, οι επώνυμοι κάηκαν από την ακηδία της πατρίδας.

::::

Βρίσκομαι ενώπιον του Πάνου Ρούτσι, ενώπιον των 57 κεριών, των 57 καντηλιών που ανάβουν μπροστά από το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Πίσω από τους απεργούς πείνας, τους γονείς των θυμάτων των Τεμπών, βρίσκεται το εθνικό μνημείο, χτισμένο μετά τους μεγάλους πολέμους, το 1932.

Στα ριζά της Βουλής, του πρώην βασιλικού ανακτόρου, θυμάμαι τον Μπένεντικτ Άντερσον, τι λέει για τα μνημεία του Αγνώστου Στρατιώτου: «Αν και οι τάφοι αυτοί δεν περιεχουν λείψανα θνητών ή αθάνατες ψυχές, που μπορούν να ταυτιστούν με συγκεκριμένα πρόσωπα, είναι παρ’ όλ΄αυτά διαποτισμένοι με εθνικές φαντασιώσεις». Ο Άντερσον γενεαλογεί και ερμηνεύει τα εθνικά μας κενοτάφια, στο ρηξικέλευθο για την εποχή του έργο «Φαντασιακές κοινότητες» (ελλην. Έκδ. Νεφέλη)

ΕΠΩΝΥΜΑ ΘΥΜΑΤΑ

Το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου είναι αφιερωμένο στους ανώνυμους πεσόντες· τα κεριά ανάβουν για επώνυμους αδικοχαμένους. Οι ανώνυμοι έπεσαν για την πατρίδα, θυσιάστηκαν· οι επώνυμοι κάηκαν στην πατρίδα, χωρίς κανείς να τους ζητήσει να θυσιαστούν ― ας πούμε, κάηκαν από την ακηδία της πατρίδας.

Τι μετατόπιση… Τα αγήματα, οι αξιωματούχοι, οι ξένοι επίσημοι, αποδίδουν τιμή στους ανώνυμους τεθνεώτες, δικαιώνουν τις θυσίες των πολλών, των ανώνυμων, για να φτιαχτεί η εθνική μνήμη, η συλλογική ταυτότητα. Για να ελαφρύνει ο πόνος, να πάρει νόημα η απώλεια, να δοθεί νόημα στις θυσίες.

Στον ίδιο χώρο, σήμερα, η διοίκηση του έθνους των αφανών ηρώων αρνείται τη δικαιοσύνη στα επώνυμα θύματα, στα ακούσια θύματα της αβελτηρίας της, αρνείται να αποδώσει δικαιοσύνη ακόμη και με τους πιο τυπικούς όρους, κυρίως αρνείται να τιμήσει τη μνήμη των νεκρών, αρνείται το πένθος των οικείων, υβρίζει το εθνικό πένθος.

ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ

Ο Ρούτσι, οι άλλοι γονείς, οι μαθητές που συρρέουν, ο κόσμος που παραστέκεται, βάζουν το σώμα τους απέναντι στο τυφλό κουφό αναίσθητο, μα λαλίστατο, δικαστικό σύστημα, βάζουν το σώμα τους απέναντι στην μοχθηρή ποταπή διοίκηση, την υβρίζουσα τη ζωή. Ο γονιός βάζει το σώμα του, γιατί δεν του έχει μείνει κανένα άλλο μέσον, τους έχουν αποκλείσει τα ένδικα μέσα, τον έχουν αποκλείσει από τη λογική, του έχουν αποστερήσει την αξιοπρέπεια, του έχουν κλέψει το πένθος.

Οι άνθρωποι που συρρέουν μπροστά στο εθνικό κενοτάφιο δεν ζητούν να φέρουν πίσω στη ζωή τα παιδιά, τα αδέλφια, τους συντρόφους. Ζητούν δικαιοσύνη, τυπική και ουσιαστική, για τους νεκρούς. Ζητούν σεβασμό προς τους πενθούντες, αξιοπρέπεια για τους επιζώντες. Ζητείται, κυρίως, μια δέσμευση, μια επαναβεβαίωση ότι η ζωή είναι πράγματι ιερή, είναι το υπέρτατο αγαθό.

Αυτό δεν δίδεται. Κι αυτή η πεισματική, η ανίερη άρνηση, η Ύβρις, σφραγίζει σαν πυρωμένο μέταλλο τη συλλογική ψυχή, την εθνική φαντασία· την κατακαίει και τη ρευστοποιεί. Προκαλεί ένα πελώριο κενό νοήματος.

ΚΑΚΟΓΕΡΑΣΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πολύ περισσότερο από κάθε οικονομικό και ηθικό σκάνδαλο, πολύ περισσότερο από κάθε φανερωμένη λεηλασία και κλοπή, πολύ περισσότερο από κάθε Predator και κάθε ΟΠΕΚΕΠΕ, κάθε αντικοινωνική μεταρρύθμιση, κάθε φανέρωση ανικανότητας και διαφθοράς, η Ύβρις των Τεμπών διαπερνά σαν διαρκής ανατριχίλα το κοινωνικό σώμα, είναι το Μεγάλο Αδιανόητο. Είναι υπαρξιακό σοκ. Δεν «επικοινωνιάζεται», δεν είναι διαχειρίσιμο από τα συστήματα προπαγάνδας και μετα-αλήθειας, δεν γίνεται αποδεκτό σαν μια ακόμη ασχημούτσικη πραγματικότητα, σαν μια ακόμη διαχρονική παθογένεια, που θα συμποσούται με άλλα δυστυχήματα, πυρκαγιές πλημμύρες θεομηνίες.

Διότι στα Τέμπη δεν χάθηκαν μόνο ζωές. Χάθηκαν ζωές νέων: δηλαδή, επλήγη ο πιο ευαίσθητος, ο πιο πολύτιμος βλαστός μιας κοινωνίας κακογερασμένης εν καταθλίψει, που όμως ακόμη ελπίζει στα νιάτα, στο σφρίγος και τη λάμψη που βάζουν σε κάθε σπιτικό.

ΓΥΜΝΕΣ ΥΠΑΡΞΕΙΣ, ΜΕ ΟΝΟΜΑ

Μαζί με αυτή την ήδη τρομερή ψυχική απώλεια, χάθηκε, συντρίφτηκε, η εμπιστοσύνη στο κράτος, στην πολιτεία, σε κάθε εξουσία. Και όλες οι διακριτές εξουσίες έκαναν τα πάντα για να κουρελιάσουν την εμπιστοσύνη του πολίτη προς την πολιτεία του, τη δική του πολιτεία. Οι εξουσίες είπαν στον πολίτη ότι η πολιτεία είναι δική τους, τους ανήκει, τους ανήκει και η λογική και ο νόμος, αυτοί βάζουν τους κανόνες όπως τους βολεύει, αυτοί αθωώνουν χωρίς δίκη. Ο πολίτης δεν έχει τίποτε, ούτε αξίωση δικαιοσύνης ούτε δικαιώματα ούτε πολιτεία ούτε πολιτειότητα· είναι εκτός πολιτείας, ένας κολίγος, ακτήμων και νομάς, έχει μόνο το σώμα του.

Αυτά τα σώματα στέκονται μπροστά στο εθνικό κενοτάφιο. Αυτές οι γυμνές υπάρξεις. Που όμως έχουν όνομα, πρόσωπο και σπίθα. Το έκαναν στην Κατοχή, το έκαναν στην Απελευθέρωση, στα Ιουλιανά, το έκαναν στον 21ο αιώνα της κρίσης. Το κάνουν και τώρα.

::::
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ