Σαν μέσα σε ένα ατμοσφαιρικό ημίφως, που έχει τεχνηέντως διαμορφωθεί, σαν μέσα σε μια σκηνή θεάτρου βυθισμένη στο μισοσκόταδο, ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος αφοσιώνεται σε μια σειρά εξομολογήσεων που έχουν στόχο όχι τόσο να ανασυνθέσουν το παρελθόν όσο να το ζωογονήσουν, να του εμφυσήσουν πνοή, να του δώσουν κάτι από τη ζωντάνια του παρόντος. Εξομολογήσεις για πρόσωπα, γεγονότα και ημέρες, για όλα εκείνα που στάθμευσαν μέσα στη ζωή του για να την τροφοδοτήσουν με τη χάρη τους, κυρίως όμως με τη δημιουργική εκείνη δύναμη, την τόσο απαραίτητη για την τέχνη της ποίησης.
Έχει ενδιαφέρον να δει και να διαπιστώσει κανείς εδώ τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρκόπουλος προσέλαβε, ερμήνευσε και κράτησε βαθιά μέσα του τις συναντήσεις, τις διασταυρώσεις, τις σχέσεις του με τους ανθρώπους, σαν να πρόκειται για πολύτιμες πηγές έμπνευσης, για ανεξάντλητες δεξαμενές του αισθήματος εκείνου δίχως το οποίο καμία ζωή δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί και να αποκτήσει αξία –της αγάπης. Και είναι πράγματι το αίσθημα αυτό που δίνει τον ρυθμό και τον τόνο σε όλα τα κείμενα που συγκεντρώνονται εδώ και που αποκαλύπτουν δύο από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του καλλιτέχνη, αυτά που δίνουν στον λόγο του, είτε ποιητικό είτε πεζό, την ιδιαίτερη ποιότητα και το στίγμα του: τη γνησιότητα και την ηδύτητα.
Δεν είναι όμως μόνο η αναγνώριση του προσανατολισμού και του ορίζοντα στον οποίο είναι σταθερά στραμμένη η γραφή του Μαρκόπουλου. Είναι πολύ περισσότερο η αίσθηση ότι ο ποιητής κινήθηκε μέσα στη ζωή όπως ακριβώς μέσα στην τέχνη του, με βαθιά ριζωμένη την πίστη στον άνθρωπο και στην ανθρωπιά ως συστατικό στοιχείο της δημιουργικής πράξης είτε αυτή διοχετεύεται στο εγκόσμιο είτε στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Έτσι, εκείνο που αποκομίζει και διδάσκεται κανείς από όλη αυτή την περιήγηση είναι η πολύτιμη γνώση του τρόπου με τον οποίο ένας δημιουργός κατορθώνει να δώσει καλλιτεχνική, αισθητική υπόσταση στη ζωή του και βιωματική υπόσταση στην τέχνη του. Ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο ισορροπεί ανάμεσά τους και επιτρέπει την ώσμωση και τον συσχετισμό κάτι που, ασφαλώς, λειτουργεί προς όφελος της ζωής από τη στιγμή που η καλλιτεχνική ιδιότητα φωτίζει διαφορετικά τα πράγματα και τους ανθρώπους, τους απομακρύνει από τα πάθη και τους κάνει να φαίνονται πιο οικείοι, πρόθυμοι και αυτοί να δημιουργήσουν σχέσεις αγαπητικές, διαρκείς, ζεστές και ανιδιοτελείς.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρονική περίοδος την οποία καλύπτουν τα κείμενα τα οποία είναι γραμμένα με αφετηριακό έτος το 1968 και καταληκτικό το 2023. Και το ενδιαφέρον αυτό δεν εντοπίζεται μόνο στην οικείωση με το παρελθόν, το ιστορικό παρελθόν όχι όμως μόνο στην επίσημη όψη του αλλά και στην ανεπίσημη. Σε όλες εκείνες δηλαδή της πτυχές της καθημερινότητας, είτε της αθηναϊκής είτε της επαρχιακής (είναι συχνές οι αναφορές του Μαρκόπουλου στον γενέθλιο τόπο, τη Μεσσηνία), κυρίως όμως σε όλες εκείνες τις πλευρές του λογοτεχνικού γίγνεσθαι που καλούν σε σύγκριση και συσχετισμό με τη συγχρονία και την παρούσα λογοτεχνική συνθήκη. Αξίζει ανάμεσα σε αυτές να αναφέρω την εμπλοκή και των λογοτεχνών στα ιστορικά γεγονότα, τη θέρμη των σχέσεων μεταξύ τους, το απροσποίητο της συμπεριφοράς τους, την εγγύτητά τους με τους (σαφώς λιγότερους) εκδότες, τη γνωριμία, ειλικρινή και βαθιά, με καλλιτέχνες προερχόμενους από άλλους χώρους, όπως για παράδειγμα τους ζωγράφους, κυρίως όμως την αίσθηση ότι η λογοτεχνική κοινότητα ήταν μάλλον πιο συσπειρωμένη, πιο συγκεντρωμένη, πιο κοντά στην έννοια της κοινότητας και στους δεσμούς που τη συγκροτούν και τη συνέχουν. Και αυτό βέβαια εντείνει και πυροδοτεί τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις σχετικά με το σύγχρονο λογοτεχνικό τοπίο και τους ανθρώπους του, συγκεκριμένα τον βαθμό στον οποίο οι δεσμοί πνεύματος, που οπωσδήποτε υπάρχουν, λειτουργούν και ως δεσμοί «αίματος» όπως τους βλέπουμε και τους θαυμάζουμε στην περίπτωση του Μαρκόπουλου και των ομοτέχνων του.
Ευσταθία Δήμου
Η ΕΠΟΧΗ