Ο Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί δεν έλεγε απλώς ιστορίες. Τις χρησιμοποίησε για να εξερευνήσει βαθιές φιλοσοφικές ιδέες για τη ζωή, την ύπαρξη, την αγάπη, τη σημασία τού να είσαι άνθρωπος.
«Δεν ξέρω τι συμβαίνει μέσα μου. Τούτη η βαρύτητα με δένει με το χώμα την ίδια ώρα που μαγνητίζονται τόσα και τόσα άστρα. Μια άλλη βαρύτητα με ξαναφέρνει στον εαυτό μου. Νιώθω το βάρος μου να με τραβά προς ένα σωρό πράγματα. Τα όνειρά μου είναι πιο αληθινά από αυτούς τους αμμόλοφους, από αυτό το φεγγάρι, από αυτές τις παρουσίες. Α! Το θαύμα του σπιτιού δεν είναι ότι μας δίνει στέγη ή ζεστασιά, ούτε και ότι οι τοίχοι του μας ανήκουν. Αλλά ότι έχει σιγά σιγά αποθησαυρίσει μέσα μας αυτά τα αποθέματα της τρυφεράδας. Οτι σχηματίζει, στο βάθος της καρδιάς, αυτή τη σκοτεινή οροσειρά όπου γεννιούνται, σαν τα νερά της πηγής, τα όνειρα…»
Κυκλοφόρησε πρόσφατα μια νέα έκδοση της «Γης των ανθρώπων», του «μάγου» συγγραφέα των αιθέρων, Αντουάν Σεντ-Εξιπερί, από τις εκδόσεις Κίχλη, σε μετάφραση του Βάιου Λιάπη και επίμετρο της Λίζυς Τσιριμώκου. Η παρούσα έκδοση εμπεριέχει το κεφάλαιο «Βαρκελώνη και Μαδρίτη», που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά και το οποίο γράφτηκε από τον Εξιπερί ειδικά για την αμερικανική έκδοση του έργου που έχει τον τίτλο «Ανεμος, άμμος κι αστέρια».
Παρά το γεγονός ότι ο Γάλλος συγγραφέας, αεροπόρος και ρεπόρτερ έχει ταυτιστεί στο μυαλό όλων με τον «Μικρό Πρίγκιπα» που διαβάζεται διαχρονικά, παγκοσμίως, από αναγνωστικό κοινό όλων των ηλικιών γιατί υπερβαίνει τα όρια ενός παιδικού παραμυθιού εμβαθύνοντας σε θέματα αγάπης, απώλειας και ανθρώπινης σύνδεσης, όλα τα βιβλία του ξεπερνούν τα είδη και τις εποχές και η συγγραφική του κληρονομιά είναι τεράστια και πολύπλευρη. Σήμερα, στην εποχή της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου, μας υπενθυμίζει πως οι άνθρωποι με την τόλμη και τη δύναμη της φαντασίας τους μπόρεσαν να κατακτήσουν τη γη που τους δόθηκε.
Ο Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί επηρεάστηκε βαθιά από τη γαλλική λογοτεχνική παράδοση, ιδιαίτερα από τα έργα του Μαρσέλ Προυστ. Η εξερεύνηση της μνήμης και του χρόνου από τον Προυστ στο «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» αντηχούσε στην ενδοσκοπική και στοχαστική φύση του Σεντ-Εξιπερί. Επηρεάστηκε όμως βαθύτατα και από τα έργα του Φρίντριχ Νίτσε και του Μπλεζ Πασκάλ σχετικά με την ανθρώπινη φύση, την ύπαρξη και το άπειρο.
Στο αυτοβιογραφικό του έργο «Γη των ανθρώπων», που κυκλοφόρησε το 1939, αφηγείται διαφορετικές ιστορίες που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της καριέρας του ως πιλότου, με αποκορύφωμα την ιστορία όπου αυτός και ο μηχανικός-πλοηγός του έπεσαν με το αεροπλάνο τους στην έρημο Σαχάρα, κατάφεραν να επιβιώσουν σε πολύ δύσκολες συνθήκες και τελικά σώθηκαν από έναν βεδουίνο. Πρόκειται για το τέταρτο βιβλίο του, έχουν προηγηθεί η νουβέλα «Ο αεροπόρος» (1926), «Το ταχυδρομείο του νότου» (1931) και η «Νυχτερινή πτήση» (1931).
Η «Γη των ανθρώπων» είναι ένα βιβλίο-ύμνος στους πρωτοπόρους της αεροπορίας που ρίσκαραν τη ζωή τους για να χαράξουν αεροπορικές διαδρομές σε διάφορα μέρη του κόσμου, σε εξαιρετικά δύσκολες και ακραίες καιρικές συνθήκες, και σε μια εποχή που τα αεροπλάνα δεν είχαν ακόμη γίνει τα υπερσύγχρονα αεροσκάφη με τα οποία ταξιδεύουμε σήμερα. Ο Εξιπερί το αφιερώνει στον μέντορά του πιλότο και προϊστάμενό του στην Αεροποστάλ, Ανρί Γκιγιομέ. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα όπου ο συγγραφέας θυμάται το ατύχημα του φίλου του κατά την πτήση του πάνω από τις Ανδεις, όταν σε ημιθανή κατάσταση περπατούσε πέντε μέρες μέσα στα χιόνια όπου και τον βρήκαν συνάδελφοί του διασώστες:
«Μα τι απόμενε από σένα, Γκιγιομέ; Σε ξαναβρήκαμε, βέβαια, αλλά καρβουνιασμένο, μαραγκιασμένο, ζαρωμένο σαν γριά! Το ίδιο εκείνο βράδυ σε πήγα με το αεροπλάνο στη Μεντόσα, όπου τα λευκά σεντόνια κύλησαν πάνω σου σαν βάλσαμο. Μα δεν μπορούσαν να σε γιάνουν. Το ίδιο το μουδιασμένο σου κορμί σού είχε γίνει βάρος∙ το γυρνούσες ολοένα μα δεν κατάφερνες να το βολέψεις μες στον ύπνο. […] Κοίταζα το πρόσωπό σου, μαυριδερό ακόμα, πρησμένο, ίδιο φρούτο παραγινωμένο, γεμάτο χτυπήματα. Ησουνα πανάσχημος και δυστυχισμένος, γιατί είχες χάσει πια τα ωραία εργαλεία της δουλειάς σου: τα χέρια σου απόμεναν νωθρά, κι όταν, για να ανασάνεις λίγο, καθόσουνα στην άκρη του κρεβατιού, τα παγωμένα ποδάρια σου κρέμονταν σαν νεκρά βαρίδια».
Εκτός από την περιγραφή των κινδύνων του επαγγέλματός του κατά τη διάρκεια εκείνων των πρώτων ημερών, κάτι που κάνει με απλή, σχεδόν ρεπορταζιακή γλώσσα, μιλάει επίσης για τις εμπειρίες του που προκύπτουν από την άμεση και στενή επαφή με τους ντόπιους κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Με αυτόν τον τρόπο ο Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει τα έθιμα, τις συνήθειες, τις αξίες και τον τρόπο ζωής ανθρώπων σε τόσο διαφορετικές και μακρινές περιοχές του κόσμου όπως η Αφρική και η Νότια Αμερική.
Ως αποτέλεσμα, καταλήγει να αποκτήσει μια βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, την οποία πιθανότατα δεν θα αποκτούσε ποτέ αν έκανε κάποια άλλη δουλειά. Αλλά σύντομα ο αναγνώστης θα συνειδητοποιήσει πως το παθιασμένο ενδιαφέρον για την πτήση με αεροπλάνο χρησιμεύει μόνο ως πρόσχημα. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο να γνωρίσει τις λεπτές, βαθιές λεπτομέρειες της ανθρώπινης φύσης που έρχονται στην επιφάνεια σε δύσκολες συνθήκες, όπως ακριβώς οι συνθήκες που αντιμετώπισαν ο ίδιος, ο συνάδελφός του και το αεροπλάνο του ενώ πετούσε.
Ο Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί δεν έλεγε απλώς ιστορίες. Τις χρησιμοποίησε για να εξερευνήσει βαθιές φιλοσοφικές ιδέες για τη ζωή, την ύπαρξη, την αγάπη, τη σημασία τού να είσαι άνθρωπος. Εξαφανίστηκε στις 31 Ιουλίου 1944, κατά τη διάρκεια μιας αναγνωριστικής αποστολής. Η μοίρα του παρέμεινε μυστήριο για πάνω από 50 χρόνια. Το 1998, ένας ψαράς βρήκε το ασημένιο βραχιόλι ταυτότητάς του στα ανοιχτά των ακτών της Μασσαλίας. Αυτή η ανακάλυψη οδήγησε στην εύρεση των συντριμμιών του αεροπλάνου του στη Μεσόγειο Θάλασσα. Καθώς πλοηγούμαστε στις πολυπλοκότητες του σύγχρονου κόσμου, τα έργα του μένουν διαχρονικά, αναδεικνύουν την ικανότητά μας για θάρρος, την αναζήτησή μας για σύνδεση με το σύμπαν, αλλά κυρίως μας υπενθυμίζουν πως τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η αγάπη και η αλληλεγγύη.
Κυριακή Μπεϊόγλου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ