Καθώς φτάνουμε προς το τέλος της φετινής καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου, πλησιάζει η στιγμή της αποτίμησης της. Πρόκειται για ένα φαινομενικά εύκολο εγχείρημα. Οι τίτλοι των ειδήσεων μιλούν για χρονιά ρεκόρ, τα στατιστικά στοιχεία εν μέρει το επιβεβαιώνουν και οι εικόνες που οι περισσότεροι από εμάς έχουν, αφορούν κυρίως ασφυκτικά γεμάτους θερινούς προορισμούς και σκηνικά απόλυτης ευημερίας. Η πραγματικότητα όμως μάλλον είναι πιο σύνθετη.
Ενώ, λοιπόν, είναι αλήθεια ότι τα έσοδα των μεγάλων επιχειρήσεων, έστω και οριακά, αυξήθηκαν και οι αφίξεις στα αεροδρόμια το ίδιο, για να σχηματίσει κάποιος μια πλήρη εικόνα για την πραγματικότητα πρέπει να εξετάσει πώς υπολογίζει το σύνολο της κοινωνίας την τουριστική περίοδο.
Αρχικά, αυτό που πάντοτε τείνει να υποτιμάται είναι ο απολογισμός που οι ίδιοι οι εργαζόμενοι κάνουν στο τέλος κάθε χρονιάς. Κάθε καλοκαίρι χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους νέοι, εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και μεταβαίνουν για να εργαστούν στους διάφορους τουριστικούς προορισμούς, συχνά με την προσδοκία ότι οι απολαβές τους θα καταφέρουν σε έναν βαθμό να τους συντηρήσουν για τον υπόλοιπο χρόνο. Αυτό ακόμη και αν κάποτε μπορούσε να συμβεί, σήμερα είναι μάλλον ακατόρθωτο. Όπως λέει ο Αργύρης, φοιτητής που εργάζεται για τρίτη χρονιά στον τουρισμό, οι μισθοί δεν έχουν αντιστοιχηθεί με τη ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί ούτε στο ελάχιστο να καλύψει τις ανάγκες του για τους επόμενους μήνες αν δεν δουλέψει παράλληλα με τις σπουδές του. Στην ερώτηση για τις συνθήκες εργασίας, απαντά ότι είναι καθαρά θέμα τύχης, καθώς μπορεί ο ίδιος να στάθηκε τυχερός φέτος αλλά γενικά είναι τέτοιο το κενό που υπάρχει από την πλευρά του κράτους, που τα 12ώρα ή η 7ήμερη εργασία τείνουν να είναι κάτι κοινά αποδεκτό ειδικά στις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, και αυτό, όπως μας εξηγεί, σίγουρα σχετίζεται με την έλλειψη προσωπικού που παρατηρείται, καθώς ουσιαστικά απαραίτητη προϋπόθεση για να εργαστεί κάποιος σεζόν είναι να δεχτεί να κάνει ένα «διάλειμμα» από οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, γιατί στο τέλος κάθε βάρδιας το μόνο που μένει είναι απέραντη εξάντληση.
Την ίδια εξάντληση πολλές φορές αισθάνονται και οι μόνιμοι κάτοικοι των τουριστικών περιοχών. Η ανάπτυξη του Airbnb έχει κάνει ακατόρθωτη την εύρεση στέγης, η σχεδόν μονοθεματική έμφαση που δίνεται στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων σχετιζόμενων με τον τουρισμό καθιστούν πιο δύσκολο το έργο όσων θέλουν να ασχοληθούν με κάποια πιο παραγωγική δραστηριότητα, ενώ η πέρα από τις δυνατότητες κάθε τόπου προσέλευση τουριστών οδηγεί τα νησιά μας σε απώλεια των ιδιαίτερων τους χαρακτηριστικών, και τους ανθρώπους στην ανυπόφορη αίσθηση ότι χάνουν τον τόπο τους.
Επίσης, κάτι το οποίο υπάρχει ως τάση καιρό, αλλά τα τελευταία χρόνια φαίνεται να ενισχύεται ακόμη περισσότερο, είναι η αδυναμία των μόνιμων κατοίκων της χώρας να πάνε διακοπές. Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες αδυνατεί να περάσει έστω και λίγες μέρες σε κάποιον τουριστικό προορισμό, με αποτέλεσμα η φιλοξενία από συγγενείς και φίλους να αποτελεί για πολύ κόσμο τη μόνη βιώσιμη λύση για λίγες μέρες ξεκούρασης. Αυτό, όπως εκτιμά, ο Αργύρης σχετίζεται τόσο με τους μισθούς που είναι αντικειμενικά χαμηλοί, όσο όμως και από τις τιμές στους βασικούς προορισμούς, που είναι πολύ υψηλές, με αποτέλεσμα πολλές φορές να είναι πιο βιώσιμη οικονομικά η επιλογή κάποιου προορισμού στο εξωτερικό παρά ένα ελληνικό νησί.
Παράλληλα, έχει ξεκινήσει να υπάρχει ένας προβληματισμός για το κατά πόσο το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που έχει υιοθετηθεί, μπορεί να συνεχιστεί με τρόπο κοινωνικά αλλά και οικονομικά ωφέλιμο. Οι καταστροφικές πυρκαγιές και φέτος, ως απότοκο της κλιματικής κρίσης αλλά και της υπολειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, η έλλειψη νερού και υποδομών, η υπερδόμηση και η απώλεια του ξεχωριστού χαρακτήρα κάθε περιοχής, σε συνδυασμό με την εξάντληση των ανθρώπων από τις συνθήκες εργασίας σε ένα καθεστώς αδικίας και εκμετάλλευσης, κλιμακούμενα κάθε χρόνο που περνάει, προοιωνίζονται τον κίνδυνο η λεγόμενη «βαριά βιομηχανία» της χώρας να συναντήσει τα όρια της.