Macro

Γιάννης Αλμπάνης: Τέσσερις παρατηρήσεις για την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι

1. Αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ο πατέρας ενός από τα θύματα των Τεμπών κάνει απεργία πείνας, αποδεικνύει την εκκωφαντική αποτυχία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Η απεργία πείνας συνιστά μια οριακή επιλογή που την κάνει κάποιος/α μόνο όταν θεωρεί ότι έχει κλείσει κάθε θεσμική οδός προς τη δικαιοσύνη. Βάζει σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή του γιατί θεωρεί ότι δεν μπορεί να ακουστεί αλλιώς.
Τι είδους «κράτος δικαίου» είναι αυτό στο οποίο το θύμα ενός εγκλήματος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να βρει το δίκιο του παρά μόνο με την απεργίας πείνας; Πόσο μάλλον που την ευθύνη για αυτό το έγκλημα τη φέρει το ίδιο το κράτος.

2. Η άρνηση του αιτήματος της εκταφής των νεκρών των Τεμπών γεννάει τεράστια ερωτήματα. Κανονικά ο ανακριτής θα έπρεπε να αποδεχτεί το αίτημα των συγγενών, ακόμα και αν είναι βέβαιος ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνει η εκταφή. Ποτέ μια υπόθεση δημόσιου ενδιαφέροντος (και τα Τέμπη είναι η πιο σημαντική δικαστική υπόθεση των τελευταίων ετών) δεν κρίνεται με «στενό» τυπολατρικό τρόπο.
Η αποδοχή του αιτήματος της εκταφής θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποδειχτεί ότι δεν υπήρχε ξυλόλιο στην εμπορική αμαξοστοιχία καθώς και ότι παραδόθηκαν όντως στους συγγενείς οι σοροί των δικών τους ανθρώπων. Αντιθέτως, η άρνηση της εκταφής ενισχύει την πεποίθηση των συγγενών και πολύ μεγάλου αριθμού πολιτών ότι «κάτι μας κρύβουν.

3. Η πεποίθηση αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τις πράξεις και τις παραλείψεις της κυβέρνησης και της δικαιοσύνης. Το μπάζωμα του τόπου του εγκλήματος λόγω του οποίου καταστράφηκαν κρίσιμα στοιχεία, έχει συζητηθεί διεξοδικά. Δεν έχει όμως αναδειχθεί επαρκώς η σημασία των αντιφατικών κρατικών πορισμάτων. Πώς να πιστέψουν οι πολίτες την οποιαδήποτε επίσημη εκδοχή για το έγκλημα όταν το ίδιο το κράτος απέρριψε το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, του κρατικού φορέα που ίδρυσε η κυβέρνηση ακριβώς για να βγάλει το επίσημο και τελεσίδικο πόρισμα για τα Τέμπη; Όταν το κράτος διαψεύδει τον εαυτό του, χάνει ολοκληρωτικά την αξιοπιστία του και παροξύνει την «κρίση αλήθειας» που χαρακτηρίζει τους καιρούς μας.
Το βεβαρημένο ιστορικό της διερεύνησης συνιστά έναν επιπλέον λόγο για να γίνει αποδεκτό το αίτημα Ρούτσι.

4. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το ζήτημα της εκταφής δεν είναι μόνο νομικό και πολιτικό. Σχετίζεται με θεμελιώδεις πολιτισμικούς κανόνες της κοινωνίας μας για το θάνατο, το πένθος και τη γονεϊκότητα. Ακόμα και αν οι δικαστικές αρχές θεωρούν ότι οι γονείς παραλογίζονται, δεν γίνεται να μην τους επιτρέπουν να βεβαιωθούν ότι όντως έθαψαν τα παιδιά τους. Πώς μπορεί να ζήσει ένας γονιός με αυτήν την τρομακτική αμφιβολία; Είναι δυνατόν να κάνει το πένθος τον κύκλο του όσο μένει σε εκκρεμότητα αυτό το αβάσταχτο «μήπως;»; Δεν καταλαβαίνουν άραγε οι αρχές ότι το ζήτημα της εκταφής ανήκει σε μια σφαίρα που βρίσκεται πέρα από τη δικαιοδοσία του κράτους;
Από ένα σημείο και μετά, η αναλγησία γίνεται ύβρις.