Ο δολοφόνος του Charlie Kirk δεν ήταν μαύρος. Δεν ήταν αριστερός, τρανς, μουσουλμάνος ή μετανάστης. Δεν είχε αφίσες του Malcolm X στο δωμάτιό του, ούτε φορούσε μπλουζάκια με τον Che Guevara όταν πήγαινε για μάθημα στο τεχνικό κολλέγιο «Saint George» στη Utah των ΗΠΑ, στο οποίο είχε περάσει με άριστα. Αντίθετα, ο Tyler Robinson ήταν μεγαλωμένος με συντηρητικά ιδεώδη, μέσα σε μια οικογένεια λευκών χριστιανών Μορμόνων (με τους οποίους οι Ευαγγελιστές χριστιανοί όπως ο Kirk φαίνεται να είναι σε ιστορική αντιπαράθεση), και με αγάπη για τα όπλα. Τα δε μηνύματα που ήταν χαραγμένα στον πολεμικό εξοπλισμό του δείχνουν βγαλμένα από video games τα οποία ήταν εστιασμένα στην εξύμνηση των όπλων και της βίας.
Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει η συζήτηση, χωρίς τελικά να χρειάζεται να εξηγήσουμε παραπάνω ότι η δολοφονία του Kirk έρχεται στην πραγματικότητα να δυναμώσει ηθικά την Ακροδεξιά στις ΗΠΑ και εκτός, και όχι να τη στοχοποιήσει.
Δεν αρκεί όμως αυτό. Πρέπει να βρούμε τα εργαλεία να κατανοήσουμε γιατί η πολιτική βία υπάρχει σε αυτή την κλίμακα στις ΗΠΑ, και να αναζητήσουμε απαντήσεις στα περίεργα ερωτήματα της εποχής μας. Για παράδειγμα, ποιος απειλεί την ελευθερία του λόγου στον κόσμο μας; Είναι η ατομική βία απάντηση της Αριστεράς ή της Δεξιάς σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας;
Ο Charlie Kirk ήταν αυτό που θα λέγαμε ένας έμπορος βίαιων ιδεών. Όσο πιο ακραίες απόψεις υιοθετούσε, τόσο πιο πολλά χρήματα κέρδιζε. Όταν το 2016 ξεκινούσε, λάμβανε μισθό 27.000 δολάρια, ενώ μόλις πέντε χρόνια μετά, όταν είχε χτίσει πλέον αρκετά πιο ακραίο και επιθετικό προφίλ, ο μισθός του ανερχόταν σε 407.000 δολάρια. Όντας μόλις 31 ετών και έχοντας παρατήσει το πανεπιστήμιο από πολύ νωρίς, η καθαρή περιουσία του φαίνεται σήμερα να ξεπερνά τα 12 εκατομμύρια δολάρια. Το Turning Point USA, το οποίο είχε ιδρύσει ο Kirk το 2012, είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με κεφάλαια δεκάδων εκατομμυρίων, του οποίου η αποστολή είναι «να εντοπίζει, να εκπαιδεύει και να οργανώνει φοιτητές για την προώθηση των αρχών της δημοσιονομικής ευθύνης, των ελεύθερων αγορών και της περιορισμένης κρατικής εξουσίας», σύμφωνα με την ιστοσελίδα του. Αυτό το προσεκτικά σχεδιασμένο όχημα του Kirk ήδη από νεαρή ηλικία ήταν η βασική πλατφόρμα του προκειμένου να επιτίθεται σε κάθε κοινωνική ομάδα που δεν του άρεσε και με αυτό τον τρόπο να δρα πολιτικά.
Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο δημόσιος διάλογος έχει πλημμυρήσει με δύο φράσεις. Πολιτική βία και ελευθερία του λόγου. Ίσως δεν είναι φυσιολογικό το 2025 να ξανανοίγει με τέτοια φόρτιση μια συζήτηση για κάτι που ο Ρουσσώ είχε ήδη εντοπίσει πριν από 280 χρόνια. Ενώ δηλαδή πίστευε ότι οι πολίτες πρέπει να έχουν το δικαίωμα να επικοινωνούν και να διαμορφώνουν γνώμη με βάση την ελευθερία του λόγου, είχε μιλήσει ήδη από τον 18ο αιώνα για όρια και περιορισμούς όταν ο λόγος κάποιου θα μπορούσε να υπονομεύσει το συλλογικό καλό ή το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο.
Η απειλή της Ακροδεξιάς επανεμφανίζεται
Όμως στις ΗΠΑ του 2025, η αμερικάνικη Ακροδεξιά, μεταξύ πολλών άλλων, επιχειρεί να νοηματοδοτήσει εκ νέου και την πολιτική βία ως εργαλείο υπεράσπισης της ατομικής ελευθερίας. Θα ήταν λάθος να χρησιμοποιήσουμε ένα γενικό αξίωμα για την πολιτική βία, ως κάτι αρνητικό ή ως κάτι θετικό, αν προηγουμένως δεν μελετήσουμε το πλαίσιο και την πολιτική παράδοση της χώρας μέσα στην οποία αυτή λαμβάνει χώρα. Δεν είναι ίδια η βία της Κου Κλουξ Κλαν (ΚΚΚ) με τη βία της RAF στη Γερμανία, ή της παλαιστινιακής PLO με τη δολοφονική επίθεση στο τζαμί του Christchurch στη Νέα Ζηλανδία το 2019 – η πολιτική βία της Ακροδεξιάς αφορά ιστορικά πρακτικές ατομικής τρομοκρατίας με ρατσιστικά και αντιδημοκρατικά κίνητρα, μακριά από συλλογικά κινήματα ή κοινωνικά αιτήματα ισότητας και δικαιοσύνης. Αυτό είχε πάντα σημασία – όπως και σήμερα.
Η αμερικάνικη ιστορία πάει πίσω αρκετά, και εκεί η ατομική πολιτική βία ήταν πάντα ακροδεξιά, λευκή και ρατσιστική. Σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS), μεταξύ 1994 και 2020, σημειώθηκαν 893 τρομοκρατικές επιθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 57% των επιθέσεων πραγματοποιήθηκε από δεξιούς τρομοκράτες, το 15% από θρησκευτικούς τρομοκράτες, το 3% από δηλωμένους εθνικιστές. Το 25% που το FBI κατηγοριοποιεί ως «αριστερή τρομοκρατία» αφορά κυρίως επιθέσεις και ακτιβισμούς που στοχοποιούσαν αντιπεριβαλλοντικά πρότζεκτς, υπεράσπιση δικαιωμάτων των ζώων κλπ.
Τα αμερικάνικα στατιστικά δείχνουν ότι η ακροδεξιά τρομοκρατία έχει ξεπεράσει σημαντικά την τρομοκρατία άλλων τύπων, με τις δεξιές επιθέσεις να αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα όλων των τρομοκρατικών περιστατικών στις ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό το ξέσπασμα ακροδεξιού αντικυβερνητικού εξτρεμισμού που ξεκίνησε το 2008, ακολουθούμενο από ένα κύμα λευκής χριστιανικής τρομοκρατίας που ξεκίνησε το 2016 με την εκλογή Trump, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι έχει συμβάλει στη δημιουργία μιας σταθερής ανόδου της ρατσιστικής τρομοκρατίας στις ΗΠΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αμερική είναι η χώρα στην οποία η οργανωμένη πολιτική βία έχει βαθιές ρίζες ήδη από τον 19ο αιώνα, ενώ η φυλετική βία πάει ακόμη πιο πίσω, στις πρώτες σφαγές των Ινδιάνων και των Αφρικανών δούλων από τους Ευρωπαίους. Για παράδειγμα, στα τέλη του 1800 και τις αρχές του 1900, οι ομάδες της ΚΚΚ χρησιμοποίησαν εκτεταμένη τρομοκρατία για να επιβάλουν το φυλετικό διαχωρισμό και να εμποδίσουν την ψήφο των Αφροαμερικανών. Στον 20ό αιώνα, η πολιτική βία δεν περιορίστηκε μόνο σε ατομικές πράξεις δολοφονίας (όπως η δολοφονία του Martin Luther King ή του Malcolm X), αλλά και σε οργανωμένες καμπάνιες βίας που συνδέονταν με την Ακροδεξιά, το φυλετικό ρατσισμό και το θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Η άνοδος των αντι-κομμουνιστικών κινημάτων, των αντι-μεταναστευτικών πολιτοφυλακών και των χριστιανικών εθνικιστικών ομάδων του ύστερου 20ού αιώνα κατέδειξε τη συνέχεια ενός μοτίβου: η βία λειτουργεί ως εργαλείο πολιτικής πίεσης και κοινωνικού ελέγχου. Έτσι, η σύγχρονη Ακροδεξιά και οι θρησκευτικο-ρατσιστικές οργανώσεις δεν εμφανίζονται ως ξαφνικό φαινόμενο, αλλά αποτελούν συνέχεια ενός μακρού ιστορικού κύκλου πολιτικής βίας που χαρακτήρισε τις ΗΠΑ σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας τους.
Όλα αυτά έχουν αφήσει ένα διαρκές αποτύπωμα στην πολιτική κουλτούρα της χώρας, και ο Charlie Kirk δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα παραπροϊόν της. Τα τελευταία χρόνια, στο όνομα της «ελευθερίας του λόγου» καλούσε σε λιντσαρίσματα και επιθέσεις πολιτών με βάση τα πολιτικά τους πιστεύω, το χρώμα του δέρματός τους, τη θρησκεία τους ή το σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Η ελευθερία του λόγου για την Ακροδεξιά παντού στον κόσμο με έναν περίεργο τρόπο πάντα αφορά την εξόντωση του «άλλου». Και εδώ ακριβώς είναι το παράδοξο: O δολοφονημένος Kirk, μέσα στην τραγικότητα των στιγμών, στην πραγματικότητα βγαίνει νικητής σε αυτό το περίεργο πολιτικό παιχνίδι που παίζεται σήμερα στις ΗΠΑ. Εξαιτίας της δολοφονίας του, η χώρα μπαίνει σε μια νέα φάση στην οποία η Αριστερά στοχοποιείται με εντελώς φυσικούς όρους και οι άνθρωποι που εργάζονται στα κοινωνικά κινήματα ενάντια στην φασιστική απειλή απειλούνται ευθέως από την δεξιά οργή που ξεσπά. Το δικαίωμα στα όπλα επανέρχεται εκ νέου ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, και οι Ρεπουμπλικάνοι παίζουν το ρόλο που ξέρουν καλά να παίζουν στη χώρα: θυματοποιούνται ώστε να κερδίσουν δύναμη και επιρροή, και καλούν σε νέο κύκλο πολιτικής βίας προκειμένου να επέλθει η «ισορροπία».
Ο κόσμος που ξημερώνει είναι ένας κόσμος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του κόσμου που οραματιζόταν ο Kirk. Ένας κόσμος όπου το δικαίωμα των ανθρώπων να υιοθετούν αντικοινωνικές απόψεις, να μαθαίνουν να χρησιμοποιούν βαρύ οπλισμό για να τις υπερασπιστούν, να εκπαιδεύονται για εμφύλιο πόλεμο σε συνθήκες ειρήνης, να ασκούν τρόμο και εξουσία πάνω στους άλλους, και μάλιστα με απόλυτα εξατομικευμένο τρόπο, πέρα και έξω από κοινωνικές διεργασίες, είναι αδιαπραγμάτευτο. Και αν πρέπει να πούμε με μια φωνή μόνο ένα πράγμα, αυτό είναι ότι η ακροδεξιά δράση, οι οργανωμένες φασιστικές ομάδες, τα πογκρόμ, τα λιντσαρίσματα, η ρατσιστική τρομοκρατία, το κάψιμο σπιτιών και γραφείων πολιτικών οργανώσεων και η φυσική βία δεν μπορούν και δεν πρέπει να νομιμοποιηθούν στο όνομα κάποιας υποτιθέμενης ατομικής ελευθερίας. Οι εν ψυχρώ δολοφονίες ανθρώπων και το θέαμα του θανάτου δεν πρέπει να γίνει αντικείμενο υπεράσπισης σε κανένα επίπεδο, πολύ απλά γιατί είναι σχεδιασμένα για να δικαιώσουν την Ακροδεξιά και τις ιδέες της. Η δουλειά να ηττηθούν αυτές οι ιδέες ήταν και παραμένει μια συλλογική υπόθεση της κοινωνίας, αρκετά πιο απαιτητική και δύσκολη, και σίγουρα πιο δίκαιη.