Macro

Κωστής Καρπόζηλος: Να μπλέξουμε

Στη χώρα μας, παρά του περί αντιθέτου διακηρύξεις, η Αριστερά δεν συζητά και δεν επιδιώκει τη συζήτηση. Αυτό δεν αφορά μόνο τα πολιτικά κόμματα ή τους χώρους που συνηθίζουμε να περιγράφουμε ως οργανωμένους. Αφορά και τους ανθρώπους και κυρίως τις ιδέες ή τους προβληματισμούς που καταθέτουν-η ανταλλαγή εξυπνάδων και προσβολών στο Facebook δεν είναι διάλογος. Το ότι έχω γράψει τα παραπάνω είναι από μόνο του ένδειξη του προβλήματος: αναγκάζομαι να εξηγήσω γιατί θέλω να συζητήσω ένα κείμενο -σχόλιο ημέρας- στην Εποχή σαν να είναι κάτι το ασυνήθιστο.

Το κείμενο είναι αυτό του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου με τίτλο «Σχεδόν καλοκαιρινές ιστορίες». Ο κεντρικός του προβληματισμός αφορά κάτι σημαντικό: τι κάνει η Αριστερά απέναντι στο ερώτημα ποια θα μπορούσε να είναι εκείνη η κίνηση που θα οδηγήσει στην ήττα της Νέας Δημοκρατίας και κυρίως ποια μπορεί να είναι η «επόμενη μέρα». Το κύριο παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Δημοσθένης είναι χρήσιμο. Μέσα από την ιταλική εμπειρία υπενθυμίζει ότι η σύμπλευση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης με τον Μάριο Πρόντι απέναντι στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι εντέλει οδήγησε στην εξαΰλωση της Αριστεράς και κυρίως -φαντάζομαι αυτό είναι που μας ενοχλεί- σε μια κυβερνητική εμπειρία που δεν θυμάται κανείς για τις βαθιές της τομές ή ριζοσπαστικές πολιτικές. Έτσι είναι. It is what it is.

Αυτή η ιστορική εμπειρία δεν έχει καμία σημασία όμως στο κύριο ερώτημα που φαίνεται να ενδιαφέρει δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Φαντάζομαι ότι όλοι και όλες μας συναντάμε ανθρώπους που μας λένε «κάντε κάτι να φύγει ο Μητσοτάκης». Αυτό που με προβληματίζει – ο καθένας προφανώς προσκομίζει στη συζήτηση τον κόσμο μέσα στον οποίο κινείται- είναι τη φράση αυτή την έχω ακούσει από ανθρώπους με πάρα πολύ διαφορετικές αναφορές και βαθμούς πολιτικοποίησης. Και από ανθρώπους που μια κλασική ανάγνωση θα τους τοποθετούσε στην «κοινωνική Αριστερά» – που το παράδειγμά τους μας δείχνει τι είναι η Αριστερά στην πράξη- και από ανθρώπους που μπορεί κανείς να φανταστεί να αγανακτούν μπροστά στην τηλεόρασή τους. Δεν είναι συνεννοημένοι μεταξύ τους. Και αυτό κάτι λέει. Το απροσδιόριστο «κάτι» συνήθως παραπέμπει σε μια λογική ενότητας ενός εξίσου απροσδιόριστου χώρου -θα επανέλθω σε αυτό- και απηχεί από τη μία κάτι εξαιρετικά υλικό –«δεν την παλεύω»- και από την άλλη τις εξαιρετικά μειωμένες προσδοκίες της στιγμής. Το αδιέξοδο είναι αυτό που οδηγεί στην αναζήτηση μιας λύσης, της όποιας λύσης. Να φύγει ο Μητσοτάκης και βλέπουμε.

Τι θα δούμε; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το ερώτημα -και εδώ νομίζω είναι ο πυρήνας της διαφωνίας μου με τις «καλοκαιρινές ιστορίες»- είναι αν θέλουμε να μάθουμε και κυρίως να εμπλακούμε στη διαμόρφωση της περίφημης «επόμενης μέρας». Νιώθω ότι σε πολλούς και πολλές που ταυτίστηκαν με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και υπερασπίστηκαν δημόσια επώδυνους συμβιβασμούς -πολύ πριν το 2015- έχει αναπτυχθεί μια ιδεολογική και πολιτική επιφύλαξη σε κάθε προοπτική του μπλεξίματος -γιατί όντως περί μπλεξίματος πρόκειται- στο ρευστό πεδίο της διεκδίκησης της κυβέρνησης. Είναι λογικό. Οι ιστορικές μας εμπειρίες καθορίζουν το πώς διαβάζουμε το μέλλον. Και όντως αν ακολουθήσουμε τη συλλογιστική του Δημοσθένη -το ιταλικό παράδειγμα- κάθε συζήτηση για ένα συμμαχικό σχήμα απέναντι στη Δεξιά μοιάζει να εμπεριέχει τη νομοτελειακή πορεία προς τη φθορά και την απαξίωση: μια Αριστερά που στριμώχνεται και στριμώχνει τον εαυτό της ως διακοσμητική δύναμη σε μια πολιτική όπου κυριαρχεί ο κυνισμός της εξουσίας και εντέλει δεν αλλάζει και κάτι στη ζωή μας- αυτό δηλαδή που μας ενδιαφέρει πάνω από όλα.

Τα πράγματα όμως γίνονται πιο πολύπλοκα όταν διευρύνουμε τα παραδείγματά μας. Κατά τη γνώμη μου ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον παράδειγμα είναι αυτό της Ισπανίας. Για κάποιο λόγο πολύ συχνά καταφεύγουμε σε αυτήν για να πούμε «παιδιά, αυτό που λέμε εδώ μπορεί να γίνει πράξη»: για το στεγαστικό, για τη μείωση του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης, για τη φτώχεια περιόδου, για την απόρριψη των επιθυμιών του Τραμπ, για την επιβολή κυρώσεων στο Ισραήλ. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η ατζέντα εφαρμοσμένων πολιτικών σχετίζεται με την ύπαρξη του Sumar. Του κόμματος της Αριστεράς -που σε αντίθεση με το κάποτε κραταιό Podemos- που επέλεξε να συνεργαστεί με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (για να μην παρεξηγηθώ -δείγμα και αυτό της κουλτούρας διαλόγου που έχουμε- διευκρινίζω ότι δεν ταυτίζω το ισπανικό ΣΚ με το ΠΑΣΟΚ). Το Sumar δεν εμφανίστηκε στην ισπανική πολιτική ως ένα κόμμα που κλίνει τη λέξη Αριστερά -και τα συνοδευτικά της επίθετα- σε όλες τις πτώσεις. Συγκροτήθηκε μέσα από μια ριζοσπαστική -στο περιεχόμενο- ατζέντα και πήρε το ρίσκο να προσπαθήσει να την εφαρμόσει. Έμπλεξε. Και σήμερα αυτό το μπλέξιμο έχει αναστατώσει την Ευρώπη.

Δεν είναι όλα τέλεια στην Ισπανία. Και είναι πολύ πιθανό ότι η συμμαχία Σοσιαλιστών και Αριστεράς να ηττηθεί αύριο από το -έξαλλο- Λαϊκό Κόμμα και την αναγεννημένη άκρα Δεξιά. Ελπίζω -αν συμβεί αυτό- να είμαστε ειλικρινείς στο εξής: ο συνασπισμός αυτός δεν θα έχει ηττηθεί επειδή δεν έκανε αυτό που θα θέλαμε -η γνωστή εύκολη ανάγνωση «α, ξέρετε δεν ήταν αρκετά αριστεροί και για αυτό το πόπολο στράφηκε στα Δεξιά»- αλλά επειδή έκανε πολλά και συγκρούστηκε εκεί που κρίνονται όλα: στο πεδίο της πράξης. Και νομίζω εκεί βρίσκεται το κλειδί. Στη σύγκρουση, η οποία -προφανώς- προϋποθέτει ανάλογες προγραμματικές θέσεις, τεχνοκρατική ικανότητα εφαρμογής αυτών και συγκεκριμένες κοινωνικές εκπροσωπήσεις. Μια τέτοια πολιτική αποκλίνει από δύο τάσεις που αποτελούν εντέλει όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς δεν οδηγούν σε εφαρμοσμένες πολιτικές που αλλάζουν τα πράγματα: την ασφάλεια του αριστερού αναχωρητισμού άνευ όρων και την ασφάλεια του αριστερού κυβερνητισμού επίσης άνευ όρων.

Καταλήγω στο εξής. Ο κύκλος της καταγγελίας της Νέας Δημοκρατίας έχει κλείσει. Κανείς πια δεν περιμένει την επισήμανση των ανακολουθιών, των επιπτώσεων των πολιτικών της, των προσβλητικών συμπεριφορών που εκπέμπει το Μέγαρο Μαξίμου. Αυτά είναι δεδομένα. Το ποιος θα είναι ο επόμενος κύκλος σχετίζεται με το αν θα μπορέσουμε να φανταστούμε και να σχεδιάσουμε μια «επόμενη μέρα» που δεν θα είναι η μέρα της μαρμότας. Στα δικά μου μάτια, αυτή η διαδικασία συνεπάγεται μια ατζέντα άμεσων εφαρμοσμένων πολιτικών που η κάθε μία από αυτές σηματοδοτεί έναν οραματικό στόχο για το πώς μπορεί να είναι αυτή η χώρα. Και αυτό με τη σειρά του, ως διαδικασία και ως εμπειρία, συνδέεται με την εμφάνιση μιας κοινωνικής και πολιτικής τελικά παράταξης -προτιμώ τη λέξη αυτή από τη συγγενή του «χώρου»- που θα στεγάζει διαφορετικές εκδοχές, αλλά θα συγκλίνει στο κύριο: ότι η πολιτική είναι σύγκρουση. Και η σύγκρουση έχει μέσα της το μπλέξιμο. Επώδυνο πιθανά, αλλά και δυνάμει απελευθερωτικό.

Η ΕΠΟΧΗ