«Η γλώσσα έχασε το νόημά της όταν αποκαλέστηκαν “αντισημιτικά” τα αιτήματα να σταματήσουν οι σκοτωμοί αμάχων, όταν αποκαλέστηκε “ηθικός” ένας στρατός που απανθρωποποιεί τους εχθρούς του, όταν αποκαλέστηκε “απάντηση” μια επιχείρηση εξολόθρευσης, όταν αποκαλέστηκε “πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς” μια στρατιωτική επιχείρηση που στρεφόταν απερίφραστα ενάντια στους Παλαιστίνιους αμάχους» Ντιντιέ Φασέν
«Το σοκ που προκάλεσε η αποτρόπαιη επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 δεν πρέπει να μας κάνει να αποσιωπήσουμε την εγκατάλειψη ενός κομματιού της ανθρωπότητας, την αποδοχή, από μεγάλη μερίδα πολιτικών και διανοουμένων, της καταστροφής της Γάζας και του σφαγιασμού του πληθυσμού της, και τους διωγμούς κατά των κατοίκων της Δυτικής Οχθης, γεγονότα που θα αφήσουν ανεξίτηλο το ίχνος τους στη μνήμη των κατοίκων της.»
Σε αυτό το απόσπασμα θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε το περιεχόμενο του μικρού αλλά περιεκτικού βιβλίου του Γάλλου γιατρού, κοινωνιολόγου και ανθρωπολόγου Ντιντιέ Φασέν (Didier Fassin), με τον εύγλωττο τίτλο «Για τη συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας».
Ο Φασέν, έχοντας διατελέσει διδάκτωρ Ιατρικής και κοινωνικών επιστημών σε διάφορα πανεπιστήμια -με τρέχουσα έδρα του τα «Ηθικά προβλήματα και πολιτικά διακυβεύματα»- αλλά και έχοντας εργαστεί ως γιατρός και ανθρωπολόγος σε πληθώρα χωρών του Παγκόσμιου Νότου, δεν μασάει τα λόγια του: «Η συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας έχει προκαλέσει μια τεράστια πληγή στην ηθική τάξη του κόσμου». Διακρίνει μάλιστα την έννοια της (δυτικής) συναίνεσης σε δύο διαστάσεις: την παθητική (το να μην αντιτίθεσαι σε ένα σχέδιο, επιτρέποντας έτσι να υλοποιηθεί) και την ενεργητική (να εγκρίνεις αυτό το σχέδιο και να συνδράμεις στην υλοποίησή του).
«Περισσότερο και από την εγκατάλειψη ενός κομματιού της ανθρωπότητας […] η ιστορία θα συγκρατήσει την υποστήριξη που δόθηκε στην καταστροφή», εκτιμά ο συγγραφέας, επιχειρώντας μια ανάλυση σε οκτώ κεφάλαια για να κατανοήσει «τι είναι αυτό που κάνει πολιτικούς ιθύνοντες και προσωπικότητες της διανόησης των κυριότερων δυτικών χωρών […] να θεωρούν αποδεκτές τη στατιστική πραγματικότητα ότι οι ζωές των άμαχων Παλαιστινίων αξίζουν πολλές εκατοντάδες φορές λιγότερο από τις ζωές των άμαχων Ισραηλινών και τη θέση ότι ο θάνατος των πρώτων πρέπει να τιμάται λιγότερο απ’ ό,τι ο θάνατος των δεύτερων».
Η ανάλυσή του, βασισμένη στη συστηματική παρακολούθηση του γαλλικού και του διεθνούς Τύπου, από την επαύριον της 7/10/2023 μέχρι τα μέσα του 2024, αλλά και με αναφορές στον Οργουελ, τον Ζαν Αμερί και τον Πρίμο Λέβι, μοιάζει, τω όντι, με μια καταβύθιση στον ωκεανό του παραλόγου. Γιατί, τι διαφορετικό συνιστά ο χαρακτηρισμός ως «αντισημιτικού» οποιουδήποτε αιτήματος για άμεση κατάπαυση του πυρός, ώστε να παύσει η σφαγή χιλιάδων (επιπλέον) παιδιών; Τι άλλο παρά οπισθοδρόμηση του πολιτισμού είναι η εξομοίωση με ρητορική μίσους της οποιασδήποτε κριτικής σε μια ακροδεξιά κυβέρνηση, όπως αυτή του Ισραήλ, που απανθρωποποιεί και αρνείται έως και την ύπαρξη ενός ολόκληρου λαού; Πώς διαστρεβλώθηκαν τόσο οι λέξεις και οι έννοιες, διερωτάται ο Φασέν, ώστε η ιστορική ευθύνη των ευρωπαϊκών κρατών έναντι των Εβραίων, εξαιτίας των ανείπωτων διωγμών που οι δεύτεροι επί αιώνες υπέστησαν, να ευτελίζεται τόσο ώστε να μετουσιώνεται σε αδιαφορία ή και υποστήριξη στην απροκάλυπτη εξολόθρευση μιας περιοχής, της ιστορίας της, των μνημείων της, των νοσοκομείων, των σχολείων και των πανεπιστημίων της, των κατοικιών και των υποδομών της και φυσικά των κατοίκων της, με γενοκτονικές πρακτικές; Και το κυριότερο -ηθικό- ερώτημα με το οποίο αναμετράται ο συγγραφέας: τι είδος διανοητικής κατάρρευσης και αντιστροφής των αξιών είναι αυτό που κάνει τόσες και τόσους που θα μπορούσαν να αντιταχθούν σε όλα τα παραπάνω, να παραλύουν, να αυτολογοκρίνονται, να αποστρέφουν εν τέλει το βλέμμα από την εν εξελίξει σφαγή;
Στον αντίποδα της συναίνεσης στην εξόντωση ενός ολόκληρου λαού, όπως εκφράστηκε από τις κυβερνήσεις, τις ακαδημαϊκές ελίτ και τα μίντια της Δύσης, ο Φασέν αντιπαραβάλλει την τόλμη όλων εκείνων, φοιτητριών και φοιτητών, Εβραίων και μη, να υψώσουν τη φωνή τους υπέρ του δικαιώματος των Παλαιστινίων σε μια ζωή με αξιοπρέπεια, απορρίπτοντας συνάμα κάθε μορφή αντισημιτισμού. Ολοι αυτοί, γράφει προφητικά ο Φασέν, που αντιμετώπισαν τις απειλές, τον στιγματισμό, την καταστολή και τις απελάσεις, θα αναγνωριστούν στο μέλλον ως δίκαιοι που πρόταξαν τις αρχές της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης.
Το «Για τη συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας» αποτελεί ήδη ένα μνημειακό τεκμήριο για τη σιωπηλή νομιμοποίηση της ιδέας περί «ανισότητας των ζωών» (καθώς οι ζωές των Παλαιστινίων στη Γάζα και στη Δυτική Οχθη επί πολλές δεκαετίες αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμες, σε αντίθεση με τις ζωές των Ισραηλινών), μια προειδοποίηση για το όχι και τόσο ευοίωνο μέλλον ενός κράτους, όπως το ισραηλινό, διαποτισμένο από το ρατσιστικό μίσος, και εντέλει ένα καμπανάκι για την ηθική ήττα του δυτικού πολιτισμού.
Ενώ βρισκόμαστε σε μια νέα, επικίνδυνη κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και έχοντας πλήρη επίγνωση ότι σε κάθε πόλεμο το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια, το βιβλίο του Ντιντιέ Φασέν μάς βοηθά να μη χάσουμε όχι μόνο την ανθρωπιά μας, αλλά και τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε χωρίς τον φόβο της «αστυνομίας σκέψης», διατηρώντας ακέραια τη σύνδεση των λέξεων με τα νοήματά τους. Οπως τονίζει: «Η γλώσσα έχασε το νόημά της όταν αποκαλέστηκαν “αντισημιτικά” τα αιτήματα να σταματήσουν οι σκοτωμοί αμάχων, όταν αποκαλέστηκε “ηθικός” ένας στρατός που απανθρωποποιεί τους εχθρούς του, όταν αποκαλέστηκε “απάντηση” μια επιχείρηση εξολόθρευσης, όταν αποκαλέστηκε “πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς” μια στρατιωτική επιχείρηση που στρεφόταν απερίφραστα ενάντια στους Παλαιστίνιους αμάχους».
Παραθέτοντας τους στίχους του Παλαιστίνιου ποιητή Φάντι Τζούντα (2024): «Πότε πότε, η γλώσσα πεθαίνει./Πεθαίνει τώρα./Ποιος είναι ζωντανός για να τη μιλήσει;».
Γιάννης Δ. Αντωνόπουλος