Προς το τέλος του 2014, ήταν σαφές, ότι το δεύτερο μνημόνιο δεν έκλεινε. Το Δ.Ν.Τ το είχε διατυπώσει σαφώς στη δημοσιευμένη ´έκθεση του, το Σεπτέμβριο του 2014. Θα χρειαζόταν και τρίτο μνημόνιο, ή άλλως νέοι δανειακοί πόροι, προκειμένου να καλυφθούν οι δανειακές υποχρεώσεις, ειδικά το δεύτερο εξάμηνο του 2015. Τα θέματα εκτός τροχιάς ήταν το πλεόνασμα του προϋπολογισμού, που θα απαιτούσε νέα μέτρα της τάξης των 8-10 δις, τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών, που θα απατούσαν νέα ανακεφαλαιοποίηση της τάξης των 10-20 δις, το συνταξιοδοτικό, που παρά τος τεράστιες περικοπές παρέμενε μη βιώσιμο και το χρέος, που παρά το PSI, ήταν εξόφθαλμα μη βιώσιμο.
Η κυβέρνηση Σαμαρά, προσπάθησε να κλείσει το μνημόνιο με «πολιτική συμφωνία», ενόψει του «μπαμπούλα» του ΣΥΡΙΖΑ και πρότεινε «πιστοληπτική γραμμή» στο Δ.Ν.Τ για να καλύψει την τρύπα του δεύτερου μνημονίου με νέο δανεισμό από τις αγορές. Μόνο που το ΔΝΤ δεν το συζήτησε καν.
Με την εκλογή ΣΥΡΙΖΑ ήταν γνωστό ότι υπήρχε ένα εξάμηνο προκειμένου να επιτευχθεί νέα συμφωνία. Ζήτησε, αλλά δεν έλαβε «δάνειο γέφυρα». Έτσι οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις Βρυξέλλες, μετά την αρχική συμφωνία της 12ης Φεβρουαρίου, υπό ασφυκτικές συνθήκες καθώς η κυβέρνηση θα κάλυπτε τις τρέχουσες ανάγκες από τα τρέχοντα έσοδα, γεγονός που έγινε εφικτό μόνο με την ενεργοποίηση των διαθεσίμων των δημόσιων φορέων.
Οι διαπραγματεύσεις είχαν δύο φάσεις. Μέχρι τα μέσα Απριλίου έγιναν υπό τον Βαρουφάκη. Το επόμενο διάστημα υπό τον Τσακαλώτο. Η βάση της διαπραγμάτευσης ήταν το αρχικό 70/30 του Βαρουφάκη, η ιδέα δηλαδή συμψηφισμού του ανολοκλήρωτου μνημονίου με την ατζέντα της κυβέρνησης. Αλλά οι διαπραγματεύσεις είχαν διακυμάνσεις. Ο Βαρουφάκης απέπεμψε το Χουλιαράκη από συντονιστή στα τεχνικά κλιμάκια και δεν είχε σταθερή διαπραγματευτική τακτική. Ο Σόιμπλε, μέσω του Νταιζελμπλουμ και του Βιζερ, μετατόπιζε συνεχώς την ατζέντα. Παρ´ όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις είχαν προχωρήσει αρκετά. Σε ένα κατάλογο 44 σημείων συμφωνίας, σημαντική πρόοδος είχε γίνει στα 39 από αυτά.
Το Μάιο όμως υπήρξε αντιστροφή. Οι Ευρωπαίοι ήταν αναβλητικοί, ενώ το ΔΝΤ επανέφερε κάθε τόσο το χωριστό δικό του πρόγραμμμα, που δεν ήταν στην ατζέντα. Τον Απρίλιο η κυβέρνηση αποπλήρωσε τις δόσεις του Δ.Ν.Τ, μέσω ενός μηχανισμού ενεργοποίησης αποθεματικών της Ελλάδας στο ίδιο το Δ.Ν.Τ. Το μήνα Ιούνιο όμως ήταν αδύνατον να πληρωθεί. Με τρεις δόσεις ύψους 1,6 δις, η κυβέρνηση επέλεξε τη «μη πληρωμή», θεωρώντας, και σωστά, ότι αυτό δεν αποτελεί «πιστωτικό γεγονός».
Το αδιέξοδο ήταν εμφανές. Οι Ευρωπαίοι, για άγνωστους ακόμα, προφανώς πολιτικούς λόγους, επεδίωκαν τη μη συμφωνία, και την κλιμάκωση της κρίσης. Επικαλούνταν στα Eurogroup την «αναξιοπιστία» της ελληνικής πλευράς, αρχής γενομένης στη Ρήγα στα τέλη Απριλίου. Ο Σόιμπλε αναθέρμανε την ιδέα της εξόδου από το ευρώ, του ανύπαρκτου «σχεδίου Κροατία». Αυτό ως γνωστόν δεν υπήρχε. Οι αναθέσεις σε ομάδα επιστημόνων, είχε καταλήξει σε ανολοκλήρωτο φιάσκο. Ανάλογο ήταν και το περίφημο Plan B, που υποτίθεται ότι ετοίμαζε ο Γκαλμπραίηθ, και κατά καιρούς εμφανιζόταν ως «ιδέες Βαρουφάκη» για «παράλληλο νόμισμα», αλλά που ποτέ δεν παρουσιάστηκε σε οποιαδήποτε γραπτή εκδοχή στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Κοινώς ο «πόλεμος των φαντασμάτων» καλά κρατούσε.
Μόνο που η διέξοδος δεν υπήρχε. Το δημοψήφισμα (ή νέες εκλογές) φάνταζε ως μονόδρομος, αν το διακύβευμα ήταν η ίδια η «παραμονή ή μη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση» και από ότι φαίνεται αρκετοί ευρωπαίοι φλέρταραν με την ιδέα αυτή. Το «τελεσίγραφο Γιουνκέρ» επιτάχυνε τα πράγματα. Το «εκφοβιστικό» δημοψήφισμα θα ήταν μία κάποια λύση και για τις δύο πλευρές. Και αντίθετα από ότι είναι πιστευτό, αυτό διάλεξαν και οι δύο πλευρές. Η κυβέρνηση ρητά και οι εταίροι σιωπηλά. Ήταν χαρακτηριστικό ότι το «δημοψήφισμα Παπανδρέου» πολεμήθηκε και ακυρώθηκε στη στιγμή, ενώ το δημοψήφισμα του 2015 αντιμετωπίστηκε με ψύχραιμες δηλώσεις από όλους του εταίρους.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φυσικά θα έκλεινε τις Τράπεζες, καθιστώντας υποτίθεται το δίλημμα πιο εκβιαστικό. Μόνο που η ζωή επέλεξε άλλες ατραπούς.
ΤΑ ΝΕΑ