Οι διμερείς σχέσεις Ουάσιγκτον – Τεχεράνης, σε επίπεδο ρητορικής, αλλά και πολιτικής με επίκεντρο το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δεν αναμένεται να βελτιωθούν με την επίσημη ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 2024 και ενώ η εκστρατεία του για τις προεδρικές εκλογές βρισκόταν στο τελικό της στάδιο, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προέβη σε βαρύτατες δηλώσεις εναντίον του Ιράν, λέγοντας πως «αν η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν κινηθεί ενάντια σε κάποιον εκ των υποψήφιων προέδρων ή πρώην πρόεδρο, θα πρέπει να ανατιναχθεί σε κομμάτια». Μάλιστα, ο Τραμπ έχει αφήσει υπονοούμενα ότι η απόπειρα δολοφονίας του συνδέεται με το Ιράν, τονίζοντας ότι η Τεχεράνη συνιστά μια απειλή για τις ΗΠΑ που δεν πρέπει να μείνει αναπάντητη.
Οι συγκεκριμένες δηλώσεις δεν συνιστούν μη αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς και κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του ο Τραμπ είχε προβεί σε σειρά αρνητικών αναφορών –ακόμα και απειλών– προς την Τεχεράνη. Με την επιστροφή του στον προεδρικό θώκο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το σενάριο της εκτράχυνσης των σχέσεων των δύο χωρών.
Ήδη, σε επίπεδο ρητορικής, η προηγούμενη θητεία Τραμπ είχε συνδεθεί με τη συνέχιση, με ακόμα σκληρότερους όρους τότε, της αναπαραγωγής οριενταλιστικού και νεο-οριενταλιστικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα, ο οριενταλισμός που αποπνέουν δηλώσεις όπως «πρέπει, επίσης, να συνάψουμε μια συμφωνία που θα επιτρέψει στο Ιράν να ευημερήσει και να αναπτυχθεί και να εκμεταλλευτεί το τεράστιο ανεκμετάλλευτο δυναμικό του. Το Ιράν μπορεί να γίνει μια μεγάλη χώρα» ή «πρέπει τώρα αφήσουμε τη συμφωνία με το Ιράν (την JCPOA) και πρέπει όλοι μαζί να εργαστούμε για να κάνουμε μια συμφωνία με το Ιράν που θα κάνει τον κόσμο ασφαλέστερο και πιο ειρηνικό» συνδέονται με μια αντίληψη της Δύσης ως λαμπρού πολιτιστικού παραδείγματος. Χρέος του παραδείγματος αυτού είναι να δείξει το δρόμο για τη διάδοση των αρχών και των αξιών του στην παρηκμασμένη Ανατολή, της οποίας το αρχαίο μεγαλείο χάθηκε με την ανακάλυψή της.
Παράλληλα όμως η Δύση και ειδικότερα οι ΗΠΑ, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να εφεύρουν έναν νέο μεγάλο «Άλλο» μέσα από τον οποίο θα μπορέσουν να επιτύχουν τον επαναπροσδιορισμό του εαυτού τους, καλλιέργησαν συστηματικά, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, την εικόνα της Ανατολής όχι μόνον ως ενός τόπου που χρήζει σωτηρίας, αλλά και ως μιας περιοχής που τρέφει άσβεστο μίσος για την επιτυχημένη Δύση, της οποίας τον πολιτισμό μέμφεται και επιδιώκει να καταστρέψει.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται οι δηλώσεις Τραμπ για το Ιράν, έναν από τους κρίκους του «άξονα του κακού», για το οποίο ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει δηλώσει: «Για πάρα πολύ καιρό –για την ακρίβεια από το 1979– τα έθνη ανέχθηκαν την καταστροφική και αποσταθεροποιητική συμπεριφορά του Ιράν στη Μέση Ανατολή και πέραν αυτής. Αυτές οι μέρες έχουν τελειώσει. Το Ιράν υπήρξε ο κύριος χορηγός της τρομοκρατίας, και η επιδίωξή του να αποκτήσει πυρηνικά όπλα απειλεί τον πολιτισμένο κόσμο. Δεν θα το επιτρέψουμε ποτέ αυτό». Αναφερόμενος στην αντίδραση των Ιρανών την ημέρα υπογραφής της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα, ανέφερε ότι «αντί να πουν “ευχαριστώ” στις Ηνωμένες Πολιτείες, φώναζαν “θάνατος στην Αμερική”», αναπαράγοντας το αφήγημα του προαιώνιου μίσους του άλλου, εν προκειμένω του Ιράν, για τον «πολιτισμένο κόσμο» και τον ένδοξο πολιτισμό του. Επιπλέον, δηλώσεις όπως «η ειρήνη και η σταθερότητα δεν μπορούν να επικρατήσουν στη Μέση Ανατολή όσο το Ιράν συνεχίζει να υποδαυλίζει τη βία, την αναταραχή, το μίσος και τον πόλεμο. Ο πολιτισμένος κόσμος πρέπει να στείλει ένα σαφές και ενιαίο μήνυμα στο ιρανικό καθεστώς: η εκστρατεία τρόμου, δολοφονίας και μακελειού σας δεν θα γίνει πλέον ανεκτή. Δεν θα επιτραπεί να συνεχιστεί» αναδιατυπώνουν το επιχείρημα περί απειλής που αποτελεί το Ιράν και περί της ανάγκης επέμβασης της Δύσης προκειμένου να σωθεί το ίδιο το Ιράν και η περιοχή από αυτό.
Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ, επί προεδρίας Τραμπ, προχώρησαν στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων σε βάρος των εξαγωγών του ιρανικού πετρελαίου, στο πλαίσιο του δόγματος της μέγιστης πίεσης (maximum pressure) που ξεκίνησε με την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2018 από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν την οποία είχε πετύχει η κυβέρνηση Ομπάμα. Επιπρόσθετα, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε κυρώσεις σε βάρος της μεταλλευτικής, κατασκευαστικής και εξορυκτικής δραστηριότητας του Ιράν ως απάντηση στην ιρανική επίθεση εναντίον δύο αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ το 2020. Στο ίδιο μοτίβο των οικονομικών κυρώσεων, η κυβέρνηση Τραμπ προχώρησε σε κυρώσεις σε βάρος του τραπεζικού τομέα, μποϊκοτάροντας 18 ιρανικές τράπεζες με στόχο να πλήξει την πρόσβαση του Ιράν στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η απόφαση αυτή συνδέεται και με πιέσεις στην ίδια την κοινωνία του Ιράν, καθώς εν μέσω της πανδημίας COVID-19 το Ιράν αποκόπηκε από την παροχή φαρμάκων και ανθρωπιστικής βοήθειας, παρά τις διαβεβαιώσεις των ΗΠΑ για το αντίθετο.
Επιπροσθέτως, επί προεδρίας Τραμπ, οι σχέσεις ΗΠΑ – Ιράν δοκιμάστηκαν από τη δολοφονία του στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί από αμερικανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος στον αερολιμένα της Βαγδάτης, που είχε ως αποτέλεσμα την προαναφερθείσα απάντηση του Ιράν με τον βομβαρδισμό δύο αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ, χωρίς να υπάρξουν θύματα. Η συγκεκριμένη ενέργεια, μάλιστα, προκάλεσε εσωτερικές αναταραχές τόσο εντός του Ιράν όσο και εντός του Ιράκ και οδήγησε σε νέα απάντηση της Τεχεράνης, η οποία στοίχησε τη ζωή σε τρεις στρατιώτες του συνασπισμού δυνάμεων που διοικείται από τις ΗΠΑ, έπειτα από επίθεση με ρουκέτες στην βάση Τάτζι κοντά στη Βαγδάτη. Ακόμη, το Ιράν απαγόρευσε στους επιθεωρητές του Παγκόσμιου Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας την επίβλεψη του πυρηνικού του προγράμματος.
Με τη νέα θητεία του προέδρου Τραμπ να πλησιάζει, ενώ οι συγκρούσεις στην περιοχή φαίνονταν να οδηγούνται σε αποκλιμάκωση μετά και τη συμφωνία Χεζμπολάχ και Ισραήλ για συζήτηση επί του θέματος της κατάπαυσης πυρός στο Νότιο Λίβανο, οι εξελίξεις στη Συρία με την πτώση του Άσαντ δημιουργούν νέα ανάφλεξη, με νέες πιέσεις προς την Τεχεράνη. Η νέα αυτή πραγματικότητα, σε συνδυασμό με την πιθανή επιστροφή του δόγματος της μέγιστης πίεσης σε βάρος του Ιράν, σε μια συγκυρία στην οποία το τελευταίο δεν θα συμμετέχει στη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ-Χεζμπολάχ, γεγονός που θα αναβάθμιζε τη σημασία του ως συνομιλητή, ενέχει το ρίσκο της περιπλοκής των σχέσεων στην περιοχή, οδηγώντας στην αδρανοποίηση προηγούμενων σημαντικών εξελίξεων, όπως η ανάδειξη του μετριοπαθούς και έτοιμου για διάλογο με τη Δύση Πεζεσκιάν στην ιρανική προεδρία ή η επανέναρξη των σαουδοϊρανικών σχέσεων έπειτα από κινεζική παρέμβαση. Τέλος, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η πολιτική του προέδρου Τραμπ απέναντι στο Ιράν να επηρεάσει τις ισορροπίες και εντός της ίδιας της Δύσης, καθώς η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία δεν συμμερίζονται τις αμερικανικές απόψεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, όπως δείχνουν οι πρόσφατες συνομιλίες των αντιπροσώπων τους στη Γενεύη.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, οι διμερείς σχέσεις Ουάσιγκτον – Τεχεράνης, σε επίπεδο ρητορικής, αλλά και πολιτικής με επίκεντρο το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δεν αναμένεται να βελτιωθούν με την επίσημη ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ.
Αλέξανδρος Παπαμιχαλόπουλος