Οι διατάξεις του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), που ακύρωσε πριν από λίγες μέρες το Συμβούλιο της Επικρατείας, επέτρεπαν σημαντικά μεγαλύτερη αξιοποίηση των οικοπέδων στοχεύοντας, στην πλειονότητά τους, στην περιβαλλοντική αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος και τη βελτίωση των συνθηκών στις πόλεις. Απέδιδαν, συγκεκριμένα, περισσότερα τετραγωνικά μέτρα δόμησης και μεγαλύτερο ύψος, όταν το νέο κτίριο κάλυπτε μικρότερο ποσοστό της επιφάνειας του οικοπέδου, όταν ήταν ενεργειακά πιο αποδοτικό ή όταν προέβλεπε φυτεμένο δώμα. Οι διατάξεις αυτές, εκτός από την αύξηση του ύψους, που έχει κυριαρχήσει στη δημόσια συζήτηση, προωθούσαν και την αύξηση της δόμησης, στις ήδη πυκνοδομημένες ελληνικές πόλεις. Περισσότερη δόμηση συνδέεται με την αύξηση των πυκνοτήτων, δημιουργεί μεγαλύτερες ανάγκες σε κοινωνικό εξοπλισμό, δημόσιο χώρο και χώρους στάθμευσης – ανάγκες που ήδη δεν καλύπτονται στις πυκνοδομημένες γειτονιές της πόλης. Αρκετές, όμως, από τις διατάξεις του ΝΟΚ που αύξαναν τα δομημένα τετραγωνικά στα νέα κτίρια, όπως αυτές που αφαιρούσαν από τον υπολογισμό της δόμησης τα κλιμακοστάσια και τα πατάρια, δεν είχαν καν περιβαλλοντική στόχευση.
Τα αποτελέσματα στην εικόνα της πόλης από την εφαρμογή των παραπάνω είναι ήδη ορατά, καθώς όλες οι οικοδομές που κατασκευάστηκαν πρόσφατα φαίνεται να υπερβαίνουν κατά αρκετούς ορόφους τα ύψη των κτιρίων της περιοχής. Δεδομένου ότι τα περιβαλλοντικά κίνητρα του ΝΟΚ δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν σε ιστορικούς τόπους, οι μεγάλες διαφορές στα ύψη δεν εμφανίστηκαν στα ιστορικά κέντρα, αλλά στις αθέατες πυκνοδομημένες γειτονιές, που στερούνται πρασίνου, ταυτότητας και γενικότερα φροντίδας, επιβαρύνοντας τες περεταίρω. Εμφανίστηκαν επίσης σε γειτονιές που δεν είναι καν πυκνοδομημένες και δεν παρουσιάζουν ελλείψεις σε χώρους πρασίνου, υπονομεύοντας το αστικό τοπίο και την ποιότητα ζωής.
Τα κίνητρα του ΝΟΚ ενδεχομένως να μπορούσαν να συμβάλλουν στη μείωση της κατανάλωσης συμβατικών καυσίμων και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και άρα στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Όμως, δεν είναι σαφές γιατί η πισίνα στο δώμα υπολογίζεται ως επιφάνεια φυτεμένου δώματος και άρα προσδίδει περισσότερα τετραγωνικά δόμησης και επιπλέον ύψος. Επίσης, δεν είναι σαφές γιατί προωθείται ως περιβαλλοντικά βιώσιμη και επίσης αποδίδει μπόνους ύψους και δόμησης, η «απόσυρση», δηλαδή η κατεδάφιση, υφιστάμενων κτιρίων «ενεργειακής κατηγορίας χαμηλότερης του επιτρεπόμενου ορίου». Η επανάχρηση υφιστάμενων κτιρίων με όρους περιβαλλοντικού σχεδιασμού και ενεργειακής αναβάθμισης θα συνέβαλε με συνολικό τρόπο στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και φυσικών πόρων, ενώ θα διατηρούσε τη μνήμη και την κλίμακα της αρχιτεκτονικής παλαιότερων εποχών που είναι τόσο σπάνια στις πόλεις μας.
Είναι επίσης αμφισβητήσιμο ότι η μείωση της επιφάνειας που καλύπτει το κτίριο στο έδαφος θα μπορούσε να συμβάλει στο πρασίνισμα μιας πυκνοδομημένης γειτονιάς. Δεδομένων των μικρών ιδιοκτησιών της ελληνικής πόλης είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που ο υπαίθριος χώρος που προκύπτει είναι αξιοποιήσιμος. Εξάλλου, ο παραγόμενος αδόμητος χώρος, ακόμη και όταν είναι προσβάσιμος από το κοινό, μετακινείται από το παραδοσιακό πρότυπο του δημόσιου χώρου δημόσιας ιδιοκτησίας και διαχείρισης προς διαφορετικά υβριδικά πρότυπα των οποίων ο δημόσιος χαρακτήρας είναι αμφιλεγόμενος.
Οι νόμιμες υπερβάσεις της δόμησης και του ύψους που επέτρεπε ο ΝΟΚ επιχειρούσαν να προωθήσουν την ενεργειακή μετάβαση, τον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Το περιβάλλον, όμως, δεν είναι μόνο πλανητικό και μετρήσιμο, αλλά και τοπικό και βιωμένο. Αθροιστικά, οι διατάξεις αυτές απειλούσαν το αστικό τοπίο, όπως διαμορφώθηκε μεταπολεμικά, με κύτταρο τη μεσαίου ύψους πολυκατοικία της αντιπαροχής, υπονόμευαν την εικόνα της πόλης στις γειτονιές όπου οι κάτοικοι ζουν την καθημερινή τους ζωή, αλλά και τις περιβαλλοντικές συνθήκες του άμεσου αστικού περιβάλλοντος, την πρόσβαση στον ήλιο, τον αέρα και τη θέα. Προδιέγραφαν νέα ασυνάρτητα αστικά τοπία που θα χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ελέγχου, συνοχής και συνέχειας και θα διανθίζονταν απρόβλεπτα από «τοπόσημα πράσινης αρχιτεκτονικής».
Ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός δεν είναι τόσο νέος. Εισήχθει το 2012, δηλαδή μέσα στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Στις διατάξεις του, όπως και σε άλλα πολεοδομικά εργαλεία της ίδιας περιόδου (βλέπε Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια), ο στόχος της βελτίωσης των περιβαλλοντικών συνθηκών στις πόλεις συνδέθηκε άρρηκτα με την αναγκαιότητα της επιτάχυνσης των διαδικασιών αξιοποίησης της γης και της βελτίωσης του «επιχειρηματικού κλίματος» στη χώρα. Η αναθέρμανση της παγωμένης τότε οικοδομικής δραστηριότητας ήταν ανάμεσα στις αδήλωτες στοχεύσεις. Τώρα, που η οικοδομή έχει ξεκινήσει τα δυσμενή αποτελέσματα των διατάξεων του ΝΟΚ είναι πλέον ορατά. Για όλα τα παραπάνω, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ευοίωνη. Δίνεται τώρα μια ευκαιρία η κοινότητα των μηχανικών, που εγγυάται την ποιότητα των κατασκευών, να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός πλαισίου που θα προωθεί την περιβαλλοντική αναβάθμιση των πόλεων, με τρόπο δίκαιο και βιώσιμο, χωρίς να καταφεύγει στο γνωστό μεταπολεμικό πρότυπο της αύξησης της δόμησης.
Ευαγγελία Αθανασίου