Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από εκείνους των οποίων τα βιβλία, τους συλλογικούς τόμους ή ακόμα και τα άρθρα στα Ενθέματα έχει επιμεληθεί ο Στρατής Μπουρνάζος, συγκινήθηκαν στην είδηση ότι εκείνος έγραψε το δικό του βιβλίο.
Βλέπετε μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο βιβλίο, έχοντας εργαστεί ως επιμελητής σε εκατοντάδες από αυτά. Ποιος είπε ότι οι άνθρωποι του βιβλίου είναι μόνο οι συγγραφείς;
Πριν λίγο καιρό, λοιπόν, εξέδωσε την Ιστορία Μίας Ματαίωσης: Το CCF και ο πολιτισμικός ψυχρός πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967) (εκδ. Αντίποδες). Πρόκειται για την πρώτη μονογραφία του και σίγουρα ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός.
Στο βιβλίο του αυτό, το οποίο έγραψε με την ιδιότητά του ιστορικού αλλά εκμεταλλευόμενος, όπως μου είπε, και εκείνη του δημοσιογράφου και μέλους των πολιτικών ομάδων. Σε αυτό, ο Στρατής ασχολείται με την περίπτωση του CCF, ενός οργανισμού υπό τη σκιώδη χρηματοδότηση της CIA, που προώθησε τις τέχνες και τον πολιτισμό στο πλαίσιο του λεγόμενου Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου.
Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή το βιβλίο για τη CCF, για τα πλάνο να μοιράσει η CIA προφυλακτικά σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, για την προσωπική αλλά και την πολιτική του πορεία αλλά και τα επόμενα πλάνα του για το μέλλον.
Πρόκειται ένα βιβλίο που βασίστηκε στη διατριβή σου. Με τι κριτήρια επέλεξες το θέμα;
Έκανα χρόνια ιστορία των ιδεών. Ξεκινώντας από τη Μακρόνησο, είχα ασχοληθεί με τον ελληνικό αντικομμουνισμό. Πόσο μακριά να πας όμως αναλύοντας τα «κόκκινα τσακάλια» και τους «εαμοβούλγαρους»; Το Cοngress for Cultural Freedom (CCF) ήταν για μένα αποκάλυψη. Ανακάλυπτα ένα εντελώς διαφορετικό είδος αντικομμουνιστών: φιλελεύθεροι, προοδευτικοί, σκληρά αντισοβιετικοί, πρώτης τάξης διανοούμενοι.
Ένιωθα ότι βρισκόμουν σε άλλη πίστα, ότι μ’ αυτούς άξιζε να αναμετρηθείς. Τους αισθανόμουν αντιπάλους και ταυτόχρονα οικείους. Θα σου πω γιατί. Το CCF εξέδωσε κορυφαία περιοδικά ιδεών (όπως το βρετανικό Encounter και οι γαλλικές Preuves) και στήριξε άλλα (όπως οι ελληνικές Εποχές), που προγραμματικά δεν απευθύνονταν στο πλατύ κοινό αλλά στις ελίτ.
Εγώ, κάποια από τα πιο δημιουργικά μου χρόνια τα πέρασα στον Πολίτη, την Εποχή και τα «Ενθέματα» της Αυγής: έντυπα ιδεών, παρεμβατικά και, αν το καλοσκεφτείς, απευθύνονταν κι αυτά, εντέλει, σε ελίτ. Το μείγμα αυτό αντιπαλότητας και εγγύτητας το βρήκα γοητευτικό. Έμοιαζε, ακόμα, με γρίφο υψηλών απαιτήσεων. Γιατί η CIA, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη σοβιετική επιρροή, σχεδίασε κρυφά έναν οργανισμό με αριστερό προφίλ και ανεξαρτησία, που στελεχώθηκε με πρώτης τάξης διανοούμενους; Ήταν μεγάλη πρόκληση, διανοητικά και πολιτικά, να αναζητήσω τις απαντήσεις.
Θέλεις να μας εξηγήσεις, λοιπόν, με λίγα λόγια, τι ήταν το Congress for Cultural Freedom (CCF);
Παρότι ονομάζεται Συνέδριο (Congress), ήταν ένας οργανισμός μόνιμος. Σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε μυστικά από τη CIA, ωστόσο έχαιρε μεγάλης αυτονομίας. Στελεχώθηκε από εξέχουσες προσωπικότητες, συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενους όπως ο Άρθουρ Καίσλερ, ο Ινιάτσιο Σιλόνε, ο Μάικλ Πολάνυι, ο Έντουαρντ Σιλς, ο Ραιυμόν Αρόν, ο Ντάνιελ Μπελ.
Το εγχείρημα ήταν πρωτοφανές. Κρατάω τρία στοιχεία. Πρώτον, το τεράστιο εύρος του: αποκτά τμήματα σε 48 χώρες, σε όλες τις ηπείρους, και οργανώνει πάμπολλα συνέδρια, εκθέσεις ζωγραφικής, εκδόσεις. Δεύτερον, ενώ έχει ευθέως πολιτική στόχευση (να αντιπαρατεθεί στην ΕΣΣΔ και να υπερασπιστεί το δυτικό μοντέλο), δρα στο πεδίο των ιδεών και του πολιτισμού. Τρίτον, τίποτα από όσα παράγει δεν θυμίζει προπαγάνδα.
Το μεγάλο φεστιβάλ του στο Παρίσι, το 1952, περιλαμβάνει συναυλίες με μουσική του Στραβίνσκι και του Ντεμπισί, εκθέσεις με έργα Ματίς, Σαγκάλ και Καντίνσκι, συζητήσεις με τον Μαλρό και τον Φόκνερ. Και οι μετέχοντες κάθε άλλο παρά «μαριονέτες» της CIA είναι. Όλο αυτό συνιστά ένα ρηξικέλευθο μοντέλο προπαγάνδας και άσκησης επιρροής.
Στην Ελλάδα, ποιο είναι το αποτύπωμά του;
Η παρουσία του ελληνικού CCF είναι εντελώς καχεκτική. Το έχει δείξει η Τζένη Λιαλιούτη, η ιστορικός που πρώτη το μελέτησε συστηματικά. Δεν δημιουργείται ελληνική επιτροπή, δεν υπάρχει πρωτότυπη διανοητική παραγωγή, οι παρεμβάσεις του είναι λιγοστές και σκόρπιες, δεν αποκτά σχέση με κάποια σημαντική πολιτική ομάδα – ενώ στη Βρετανία συνδέεται με τους Εργατικούς και στη Δυτική Γερμανία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Το αποτύπωμά του στον πολιτικό και διανοητικό χάρτη της χώρας είναι εντελώς αχνό.
Γιατί δεν ευδοκίμησε;
Γιατί δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να αποκτήσει ουσιαστικούς δεσμούς με τις πραγματικότητες της χώρας. Ποια φερεγγυότητα και απήχηση μπορεί να έχει ένας οργανισμός που μιλάει για ελευθερία του πνεύματος, αλλά ασχολείται αποκλειστικά με τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό και δεν λέει κουβέντα για τις διώξεις ή τη λογοκρισία στην Ελλάδα του ’50 και του ’60; Το ίδιο και στη Λατινική Αμερική.
Στην Ευρώπη το CCF είναι μια συμμαχία φιλελεύθερων με αριστερούς της Μη Κομμουνιστικής Αριστεράς (ΜΚΑ), καθώς και με λίγους συντηρητικούς. Στην Ελλάδα έχει σοβαρό πρόβλημα και με τις τρεις αυτές ομάδες
Η ΜΚΑ είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Στην ελληνική Αριστερά κυριαρχεί πλήρως η κομμουνιστική τάση – οι λόγοι ανάγονται στα χρόνια της Αντίστασης και στο εαμικό κίνημα. Ακόμα χειρότερα για το CCF, οι ομάδες της ΜΚΑ δεν είναι μόνο μικρές, αλλά και φιλοκομμουνιστικές.
Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί και διανοούμενοι, όσο απομακρυνόμαστε από τον Εμφύλιο, έρχονται σε ρήξη με τη Δεξιά και συμμαχούν με τους αριστερούς – και «αριστεροί» στη μεταπολεμική Ελλάδα σημαίνει κομμουνιστές ή φιλοκομμουνιστές. Δες τον ιδεοτυπικό φιλελεύθερο διανοούμενο, τον Γιώργο Θεοτοκά. Το 1965 αρθρογραφεί μαχητικά κατά του Παλατιού και των αποστατών, και τα σχετικά κείμενά του τα εκδίδει στο Θεμέλιο, τον οίκο της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Οι συντηρητικοί, τέλος, ακόμα και μετά τον Εμφύλιο, συνεχίζουν να μιλάνε για τα «κονσερβοκούτια». Ο πιο προωθημένος θεωρητικός του αντικομμουνισμού, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, τον θεμελιώνει σε ένα είδος πολιτισμικού ρατσισμού. Yπάρχει χάσμα με το CCF που είναι σκληρά αντισοβιετικό αλλά ταυτόχρονα βαθιά φιλελεύθερο, εμπνέεται από τη θεωρία του ολοκληρωτισμού της Άρεντ ή την ανοιχτή κοινωνία του Πόπερ.
Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον ότι η Μη Κομμουνιστική Αριστερά χρησιμοποιήθηκε εν μέρει και ως ανάχωμα. Θέλεις να μας το εξηγήσεις αυτό;
Η Μη Κομμουνιστική Αριστερά είναι ένας όρος-ομπρέλα. Περιλαμβάνει από τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες και τους Βρετανούς Εργατικούς μέχρι αντισταλινικούς ή ανένταχτους αριστερούς. Το αμερικανικό κράτος, ιδίως η CIA, αποφασίζει να την πριμοδοτήσει, καθώς πιστεύει ότι ένας σοσιαλιστής είναι πολύ πιο πειστικός από έναν κλασικό δεξιό όταν κριτικάρει τη Σοβιετική Ένωση. Και, επίσης, ότι μπορεί να είναι πιο ελκυστικός όταν απευθύνεται στη νεολαία ή τους προοδευτικούς εργαζόμενους.
Αποτελεί λοιπόν μια καλή εναλλακτική όταν η Δεξιά –η οποία είναι η πρώτιστη αμερικανική επιλογή– δεν τραβάει. Βέβαια, όταν λέμε «σοσιαλιστές» ας μην σκεφτόμαστε το ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ του ’70 και του ’80 που είναι φουλ αντιαμερικανικό, με τα συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» κλπ. Οι μεταπολεμικοί Ευρωπαίοι σοσιαλιστές είναι αντικομμουνιστές, ευρωπαϊστές και αντλαντιστές.
Για τη ΜΚΑ, ας ακούσουμε τον Τομ Μπρέιντεν, ανώτατο αξιωματούχο της CIA και άνθρωπο-κλειδί για το CCF: «Γιατί η Mη Kομμουνιστική Αριστερά ήταν τόσο σημαντική; Επειδή, σ’ αυτήν, ανάμεσα στους πατριώτες και τους δημοκράτες, δεν υπήρχαν ένα σωρό τραπεζίτες, δικηγόροι ή κερδοσκόποι του χρηματιστηρίου. […] Στον Β΄ Παγκόσμιο η Αριστερά ήταν εκείνη που ξεσηκώθηκε ενάντια στην Κατοχή, όχι η αστική τάξη, που υποστήριζε τον Πεταίν».
Κατά την έρευνά σου βρήκες κάτι που να σε εντυπωσίασε/να σε έκανε να γελάσεις ως προς τη δράση της CIA στον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο;
Πάρα πολλά! Θα σου πω ένα-δυο. Το ότι η CIA και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προωθούσαν τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και οργάνωναν περιοδείες του Ντίζυ Γκιλέσπι ανά τον πλανήτη για να αναδείξουν τις ΗΠΑ ως πολιτισμική πρωτοπορία. Ότι ο Τομ Μπρέιντεν, που ανέφερα προηγουμένως, προτού ενταχθεί στη CIA ήταν εκτελεστικός διευθυντής του περίφημου ΜοΜΑ, του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ότι ο Κορντ Μάιερ, ένας άλλος υψηλόβαθμος της CIA, στην αυτοβιογραφία του παραθέτει ποιήματα που έγραψε με τον τρόπο του Ουόλτ Ουίτμαν ή στίχους του e.e.cumminngs.
Την ίδια στιγμή, εδώ, αρχηγός της αντίστοιχης υπηρεσίας, της ΚΥΠ, είναι ο Αλέξανδρος Νάτσινας, φίλος του μετέπειτα δικτάτορα Παπαδόπουλου και συγγραφέας του πονήματος Συμπεράσματα και παρατηρήσεις επί του διεξαχθέντος εν Ελλάδι αγώνος κατά των κομμουνιστοσυμμοριτών…
Και υπάρχει κάτι που αληθινά με ενθουσίασε: το σχέδιο της CIA να ρίξει από αέρος στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μπαλόνια γεμάτα όχι με προπαγανδιστικά φυλλάδια αλλά με προφυλακτικά. Θα είχαν μέγεθος XL (Εxtra Large), ωστόσο θα έγραφαν M (Medium) και «made in USA», ώστε να προβάλλουν τα ακαταμάχητα ανατομικά προσόντα των Αμερικανών ανδρών!
Γιατί θέλει μία υπερδύναμη να κερδίσει στο πολιτισμικό πεδίο τον μεγάλο της αντίπαλο; Υπήρχαν αντίστοιχες προσπάθειες από τη Σοβιετική Ένωση;
Παρότι υπάρχουν σοβαρές περιφερειακές συγκρούσεις, όπως ο Πόλεμος της Κορέας ή του Βιετνάμ, ο Ψυχρός Πόλεμος δεν διεξάγεται κεντρικά στα πεδία των μαχών. Η αντιπαράθεση γίνεται σε άλλα πεδία, όπως το οικονομικό και το διπλωματικό. Ο πολιτισμός είναι ένα από τα κυριότερα, στην προσπάθεια κάθε στρατοπέδου να κερδίσει «την καρδιά και των νου» των ανθρώπων.
Οι Σοβιετικοί, αντίστοιχα, προωθούν τα μπαλέτα και την κλασική μουσική, διεκδικούν τη μεγάλη ευρωπαϊκή πολιτισμική παράδοση. Ο αντίπαλος, για κάθε πλευρά, είναι «βάρβαρος». Η καρικατουρίστικη μορφή του Αμερικάνου που προβάλλει η σοβιετική προπαγάνδα είναι ο «καουμπόης» που διαβάζει μίκι μάους και βλέπει γουέστερν, καταναλώνοντας κουβάδες ποπ κορν και Coca-Cola. Για τους Αμερικάνους, αντίστοιχα, οι Σοβιετικοί στρατιώτες είναι τόσο άξεστοι, που, μπαίνοντας στο Βερολίνο το 1945, περνάνε τα σωληνάρια της οδοντόκρεμας για κρέμα και τα αλείφουν στο ψωμί τους!
Πάω στα πιο προσωπικά… Πολλοί μιλούν για ένα εκδοτικό γεγονός, με την έννοια ότι ένας άνθρωπος που έχει επιμεληθεί εκατοντάδες βιβλία παρουσίασε τώρα και δική του φωνή. Καταλαβαίνω ότι αυτό το βιβλίο έχει πολλή μεγάλη σημασία για σένα. Ισχύει αυτό;
Το πρώτο βιβλίο είναι τεράστια χαρά για τον συγγραφέα. Έχω γράψει άλλα δυο βιβλία, αλλά όχι μόνος μου. Το ένα (με το ψευδώνυμο «Στράτος Μπουλαλάκης) μαζί με τον «Ξένο Μάζαρη» τιτλοφορείται Ο Πάγος ή πώς να απολαμβάνετε τα αγαθά του καπιταλισμού χωρίς να χάνετε από τα μάτια σας το όραμα της αταξικής κοινωνίας (εκδ. Καστανιώτης). (Είναι μια φάρσα από την αρχή ώς το τέλος, που συνεχίστηκε και μετά την έκδοση, αφού, εξαιτίας του υπότιτλου, σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη το έβαλαν στα ράφια της κοινωνιολογίας…).
Το δεύτερο είναι οι Έντεκα συναντήσεις (εκδ. Πόλις), μια μεγάλη συνέντευξη με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη. Και τα δυο τα αγαπάω πολύ, αυτό όμως είναι το πρώτο ολόδικό μου. Θα σου πω δυο πράγματα ακόμα. Στον κόσμο των παιδικών μου χρόνων, το βιβλίο ήταν το ύψιστο αγαθό.
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, ενώ στον κήπο του πατρικού μου, στους Αρμένους Χανίων, θυμάμαι τους φίλους των γονιών μου να τσακώνονται ώρες για το αν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν μέγας αντιδραστικός, μέγας φιλόσοφος ή μέγας ντενεκές (!), αν η Αλέκα Κανελλίδου κατέστρεψε τη Σαπφώ τραγουδώντας άσματά της, και μετά να ομονοούν, διαβάζοντας τον «Επικήδειο» του Κονδυλάκη και ξεσπώντας σε ομηρικούς γέλωτες.
Έπειτα, την Ιστορία μιας ματαίωσης, τυπογραφικά και εκδοτικά, την καμαρώνω – είμαι υπόχρεος στους Αντίποδες γι’ αυτό. Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, μπορεί να είναι… ένα μικρό ή μικροσκοπικό βήμα για την ιστοριογραφία, αλλά ένα τεράστιο άλμα για μένα.
Πόσο εύκολο είναι για κάποιο άτομο που ενδιαφέρεται να συνδέσει τη δουλειά με την ολοκλήρωση μιας διατριβής;
Μόνο αν αυτά τα δύο ταυτίζονται. Αν η δουλειά σου είναι η διατριβή, και η διατριβή είναι η δουλειά σου. Αν έχεις μια υποτροφία. Ειδάλλως, είναι βάσανο ή και σισύφειο έργο να κάνεις μια άλλη, αλλότρια (πολλώ δε μάλλον αλλοτροιωμένη) δουλειά, προσπαθώντας στα περιθώρια του χρόνου να γράψεις διατριβή. Και όμως, είναι η συνθήκη για πολλούς και πολλές.
Προσωπικά τα κατάφερα χάρη στη στήριξη κάποιων ανθρώπων (ο Χρήστος Χατζηιωσήφ, ως διευθυντής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, μου βρήκε μια μικρή υποτροφία, ενώ διάφοροι φίλοι και φίλες μου πρόσφεραν κωδικούς, σπίτια για να μείνω στη Βιέννη, το Βερολίνο και το Μόναχο, χρήματα). Και για έναν ακόμα λόγο: επειδή με συνάρπασε το CCF. Μόνο αν σε συνεπάρει το θέμα σου, τόσο που να κλέβεις απ’ τον ύπνο και τον ξύπνο σου για να γράψεις, θα αντέξεις να δουλεύεις και να κάνεις διατριβή μαζί. Δεν το λέω διόλου ως προτροπή αλλά ως διαπίστωση.
Μέσα σου βαραίνει περισσότερο ο δημοσιογράφος, ο επιμελητής ή ο ιστορικός;
Γράφοντας το βιβλίο, ο ιστορικός. Ωστόσο, για να μπορέσω να κατακτήσω διανοητικά το θέμα, δυο άλλες ιδιότητες στάθηκαν καθοριστικές: του μέλους πολιτικών ομάδων και του αρχισυντάκτη (των «Ενθεμάτων»). Έτσι μπόρεσα να αντιληφθώ το μοντέλο του CCF. Να καταλάβω, λ.χ., τι σημασία έχουν τα χρήματα – όχι ως μέσο εκμαυλισμού αλλά ως εργαλείο για να προβάλλεις σε όλο τον πλανήτη τις ιδέες σου, χωρίς την τεράστια τροχοπέδη και τυραννία που συνιστά η έλλειψή τους.
Να σκεφτώ πώς επιδρούν, πολιτικά και ψυχολογικά, για όσα λες και όσα δεν λες, οι μηχανισμοί της στράτευσης και της αυτολογοκρισίας. Να καταλάβω γιατί η CIA άφηνε τα στελέχη του CCF να λένε ό,τι ήθελαν. Γιατί αν υπάρχουν άνθρωποι που τους ενώνει η παθιασμένη βεβαιότητα ότι ο αντίπαλος (η ΕΣΣΔ εν προκειμένω), είναι το Απόλυτο Κακό, δεν χρειάζεται να τους υπαγορεύσεις τι να πουν.
Σκεφτόμουν την εποχή της λύσσας κατά του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2012 και μετά, όλους εκείνους (διανοούμενους, δημοσιογράφους, πρώην αριστερούς) που πίστευαν ολόψυχα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί τη χώρα στα τάρταρα. Υπήρχε ανάγκη να τους ποδηγετήσει κάποιο κέντρο; Όχι. Θα αρκούσε να τους φέρει σε επαφή μεταξύ τους και να τους προσφέρει πόρους. Ένα τέτοιο κέντρο δεν θα πόνταρε στους κλασικούς δεξιούς, αλλά στους πρώην αριστερούς.
Και μια βασική του παρέμβαση θα ήταν να τους υποδεικνύει να κάνουν και κάποια κριτική στη Δεξιά για να ακούγονται πειστικότεροι (όπως έκανε ο εμψυχωτής του CCF, Μάικλ Τζόσελσον, στην αμερικανική επιτροπή). Χωρίς να υποπίπτουμε σε εύκολες αναλογίες, αυτή είναι μια πόρτα για να εισέλθουμε διανοητικά και ψυχικά στην επικράτεια του θέματός μας, να αντιληφθούμε μηχανισμούς, αντιλήψεις και τρόπους λειτουργίας.
Διόρθωσε με αν διαφωνείς, αλλά νιώθω ότι για καιρό οι παρεμβάσεις σου είχαν έναν χαρακτήρα συνομιλίας με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι της αριστεράς. Μπορείς να έχεις σήμερα αυτόν τον ρόλο με την πολυδιάσπαση που επικρατεί στον χώρο;
Όπως το λες. Η πλατιά απεύθυνση και συνομιλία αποτελεί σταθερή επιλογή μου εδώ και χρόνια. Σήμερα, ναι, υπάρχει πολυδιάσπαση, απογοήτευση, ήττες, σε έναν αλληλοτροφοδοτούμενο κύκλο. Και η πολυδιάσπαση, ιδίως σε συνθήκες κρίσης, είναι διαλυτική. Στο πλαίσιο αυτό, το να συνδιαλέγεσαι με όρους διαπαραταξιακού φόρουμ, απευθυνόμενος σε φαντασιακούς εκπροσώπους συνιστωσών και ομάδων, είναι μάλλον μάταιο.
Ωστόσο, αν απευθύνεσαι όχι στις κομματικές προσδέσεις αλλά κινητοποιώντας άλλα δυναμικά (κινηματικά, προσωπικά, πολιτισμικά), αν καταθέτεις με ειλικρίνεια αυτά που σε εμπνέουν, αναζητώντας θετικές προτάσεις και εφικτές νίκες (η γκρίνια και η καταστροφολογία δεν θυμάμαι ποτέ να έδωσαν καρπούς), τότε υπάρχει πεδίο. Σκέψου, άλλωστε, ότι οι κομματικές εντάξεις είναι πολύ πιο χαλαρές σήμερα, τους χιλιάδες ανθρώπους, στις παρυφές και εκτός πολιτικής, με ενδιαφέροντα, ταλέντα και ουσιαστικό προβληματισμό.
Θυμάμαι τη δεκαετία του 1990. «Μειοψηφική δράση με πλειοψηφική απεύθυνση», χαρακτήριζε ο αγαπημένος και σπουδαίος σύντροφος Νίκος Γιαννόπουλος τις παρεμβάσεις μας, για τα δικαιώματα των μεταναστών, ενάντια στην «αλβανοφαγία» κράτους και κοινωνίας ή τα διεθνιστικά ταξίδια μας στη Βόρεια Μακεδονία. Ξέραμε ότι όλα αυτά ήταν πολύ μειοψηφικά ως άποψη, κι ωστόσο τα κάναμε στην προοπτική της πλειοψηφικής απεύθυνσης. Τρεις δεκαετίες μετά, θεωρώ ότι είχαν σημαντικό πολιτικό νόημα, «δεν άνθησαν ματαίως».
Το βιβλίο έχει ως τίτλο την «ιστορία μιας ματαίωσης», δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω γιατί επέλεξες τη λέξη «ματαίωση»;
Είναι η λέξη που μας ξεκλειδώνει την ιστορία του ελληνικού CCF. Στη χώρα μας υπάρχουν οι πόροι, υπάρχει πλούσια πνευματική ζωή, υπάρχει δυναμική φιλελεύθερη διανόηση, και όμως, το CCF κάνει μια τρύπα στο νερό – τους λόγους προσπάθησα να τους εξηγήσω παραπάνω. Οι πρωταγωνιστές βίωσαν με απογοήτευση τη ματαίωση αυτή, ωστόσο εμείς, που μελετάμε και διαβάζουμε γι’ αυτήν, δεν έχουμε λόγους να αισθανθούμε έτσι. Αντιθέτως.
Η ιστορία της ματαίωσης μπορεί να μας πει πολλά και σημαντικά. Για το χάσμα ανάμεσα στους φιλελεύθερους προοδευτικούς αντικομμουνιστές του CCF και τους οργανικούς διανοούμενους του «κράτους των εθνικοφρόνων», τις δυσχέρειες της εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα του 1950, για τη σημασία της ρήξης του Κέντρου με την εθνικοφροσύνη, στον χώρο της διανόησης, των τεχνών και της νεολαίας, κατά την εκρηκτική δεκαετία του 1960.
Η ελληνική (μη κομμουνιστική) αριστερά έζησε και αυτή τη δική της ματαίωση. Πώς την έχεις βιώσει σε προσωπικό επίπεδο;
Φαντάζομαι μιλάς για την άνοδο και την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, τη μετεωρική του πορεία, τη διακυβέρνηση και τη σημερινή συντριβή. Μια ματαίωση που αγγίζει πάρα πολλούς και πολλές, και εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Όπως η πτώση του Τείχους το 1989 συμπαρέσυρε τους πάντες στην Αριστερά, ακόμα και όσους δεν πίστεψαν ποτέ στον «υπαρκτό σοσιαλισμό».
Πώς τη βίωσα; Με μεγάλη στεναχώρια και ταραχή, ως προσωπική και πολιτική αποσταθεροποίηση. Και μετά, ως προσπάθεια ανασυγκρότησης, αναζητώντας τι πετάμε και τι κρατάμε. Προσπαθώντας την αποτυχία να μην τη φορτώσω σε άλλους, να βρω πώς η ματαίωση να μη γίνει καθήλωση, αλλά διερώτηση, τρόπος να σκεφτόμαστε διαυγέστερα και να δρούμε πιο αποτελεσματικά. Όλο αυτό έχει βαθιά προσωπικά στοιχεία, αλλά όχι μόνο. Η διαδικασία της υπέρβασης είναι και προσωπική και συλλογική.
Nα περιμένουμε και άλλες τέτοιες δουλειές από εσένα;
Το θέλω πολύ. Έχουμε ήδη συζητήσει με τον εκδότη μου, τον Κώστα Σπαθαράκη και τον διευθυντή της σειράς, τον Κωστή Καρπόζηλο. Μια ιδέα είναι το Eλληνικό Πρόγραμμα Επαναπατρισμού της CIA τη δεκαετία του 1950. Όσοι επιστρέφουν από τις «λαϊκές δημοκρατίες» πρέπει να απαντήσουν σε εκτενή ερωτηματολόγια για τη ζωή τους εκεί. Τα έχει καταρτίσει η CIA με τη βοήθεια ειδικών, εμπλέκοντας μετωπικές οργανώσεις της και αξιοποιώντας τεχνογνωσία της IBM. Στην Ελλάδα το διαχειρίζεται η ΚΥΠ. Το ενδιαφέρον είναι η σύμπλευση πανεπιστημίων και μυστικών υπηρεσιών, η αλληλοτροφοδοσία των ανθρώπων της CIA και των επιστημόνων.
Η άλλη ιδέα είναι το στρατόπεδο της Μακρονήσου. Διαβάζοντας τις μαρτυρίες καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιους λοχίες που δέρνουν ή κάνουν καψώνια. Είναι ένα οργανωμένο εγχείρημα ψυχολογικού πολέμου, που συνδυάζει σωματικό και ψυχικό βασανισμό με προπαγάνδα. Ποιο είναι το πρότυπο; Θα μπορούσε να είναι –κάποιες σκέψεις έχει διατυπώσει ο Χάγκεν Φλάισερ– τα αμερικανικά προγράμματα αποναζιστικοποίησης στη μεταπολεμική Γερμανία. Ένα τέτοιο βιβλίο θα ήθελα να γράψω: Όχι χρονικό της Μακρονήσου αλλά μια μελέτη για να καταλάβουμε πώς οργανώθηκε και λειτούργησε αυτό το προχωρημένο πείραμα ψυχολογικού πολέμου.
Νίκος Σταματίνης
READER