Τα Δεκεμβριανά αποτελούν την επιτομή αυτού που ονομάζουμε ιστορικό γεγονός. Ένα ιστορικό γεγονός διαταράσσει την προβλεπόμενη ιστορική εξέλιξη και δημιουργεί νέα δεδομένα, συνθήκες και προτεραιότητες −αλλάζει, με δυο λόγια, τον ρου της ιστορίας. Ένα ιστορικό γεγονός τόσο σημαντικό όπως τα Δεκεμβριανά, δεν προκύπτει ξαφνικά αλλά οι αφετηρίες του ανάγονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος χρόνου. Επίσης, σε αντίθεση με τα συμβάντα που απλά γίνονται, τα γεγονότα δημιουργούνται από τα υποκείμενα. Την ίδια στιγμή, συχνά τα υποκείμενα που δημιουργούν τα γεγονότα, δεν μπορούν να προεξοφλήσουν την τελική έκβασή τις, η οποία μπορεί να είναι διαφορετική από την αρχική πρόθεση του υποκειμένου. Τέλος, τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα έχουν μεγάλη διάρκεια, με την έννοια ότι περνούν στη συλλογική μνήμη και μπορούν να επηρεάζουν την κοινωνία για τις δεκαετίες. Είναι αδύνατο να αποσυνδέσουμε τα γεγονότα από τα σημασιολογικό φορτίο που απέκτησαν στη συνέχεια. Τα 80 χρόνια από τα Δεκεμβριανά του 1944 αποτελούν μια ευκαιρία να αποτιμήσουμε ιστορικά τι συνέβη τότε, πώς επηρέασαν τις εξελίξεις τις επόμενες δεκαετίες και γιατί αποτέλεσαν το παρελθόν στο οποίο διαρκώς επανερχόταν μέχρι πρόσφατα η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα.
Το ιστορικό γεγονός
Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν την τελευταία «πράξη» της Κατοχής και της Αντίστασης και δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά εάν δεν τεθούν στο ιστορικό πλαίσιο των όσων συνέβησαν στην Ελλάδα και την Αθήνα το 1944. Χωρίς να υποτιμά κανείς τις συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας και το πλαίσιο που αυτές διαμόρφωσαν, καθοριστικές για τις εξελίξεις υπήρξαν οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική κοινωνία. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, η κατάσταση ήταν από κάθε άποψη εκρηκτική λόγω του συνδυασμού δύο παραγόντων: ο πρώτος ήταν η κλιμάκωση της βίας κατά της εαμικής Αντίστασης μετά την άνοιξη του 1944 και, ο δεύτερος, η οικονομική εξαθλίωση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της πρωτεύουσας στα χρόνια της Κατοχής.
Η περιγραφή της κατάστασης στην κατεχόμενη Αθήνα το 1944 θα μπορούσε να πάρει τη μορφή ενός μακρύ καταλόγου σχεδόν καθημερινών βίαιων επιθέσεων στις λαϊκές συνοικίες, με πρωταγωνιστές τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους (Τάγματα Ασφαλείας, μηχανοκίνητο της Αστυνομίας Πόλεων, Ειδική Ασφάλεια, κ.ά.). Επιδρομές, αντίποινα, μπλόκα, εκτελέσεις αγωνιστών του ΕΑΜ, συλλήψεις ομήρων, ξυλοδαρμοί σημάδεψαν την καθημερινότητα χιλιάδων ανδρών και γυναικών σε Καισαριανή, Γούβα, Παγκράτι, Υμηττό, Νέο Κόσμο, Δάφνη, Καλλιθέα, Περιστέρι και πολλές άλλες συνοικίες. Αποκορύφωμα της μαζικής βίας των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν το μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944. Όσο πλησίαζε η Απελευθέρωση, τόσο πιο βίαιη γινόταν η επίθεση κατά του ΕΑΜ στην Αθήνα, με στόχο να εξουδετερωθεί πλήρως και να μην απειλήσει το καθεστώς μετά την Απελευθέρωση.
Η κατάσταση επιδεινωνόταν από την απόλυτη αποδιάρθρωση της οικονομικής δραστηριότητας και την εξαθλίωση των περισσότερων κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο λιμός του 1941-1942 δεν επαναλήφθηκε χάρη στη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, αλλά ήταν η αφετηρία για ξαφνικές κοινωνικές αλλαγές και τη βίαιη φτωχοποίηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, που συνεχίστηκε μέχρι την Απελευθέρωση. Η μαύρη αγορά, ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, η ανεργία, η διαρκής απειλή μιας νέας επισιτιστικής κρίσης, προκαλούσαν την οργή των εξαθλιωμένων πολιτών εναντίον όσων είχαν πλουτίσει παράνομα στη διάρκεια της Κατοχής. Οι προοπτικές δεν ήταν ευοίωνες, όπως παρατηρούσε και ο αμερικανός πρέσβης Λίνκολν ΜακΒή στα τέλη Οκτωβρίου 1944: «Όμως δεν έχω ελπίδες ότι θα γίνουν πολλά πράγματα και προβλέπω επιδείνωση της κατάστασης, η οποία θα προκαλέσει πραγματικές εξεγέρσεις και αιματοχυσία στην Αθήνα και στις επαρχίες».[1]
Η κατοχική βία και η ταξική πόλωση δημιούργησαν ένα εκρηκτικό υπόβαθρο, το οποίο δυναμίτισε η αιματηρή καταστολή της ειρηνικής διαδήλωσης του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου. Όλοι είχαν προετοιμαστεί για μια πιθανή στρατιωτική αναμέτρηση, αλλά κανένας από τους πρωταγωνιστές της εποχής δεν μπορούσε να φανταστεί την έκταση που τελικά έλαβε η μάχη της Αθήνας. Η κλιμάκωση και η βιαιότητα των ένοπλων συγκρούσεων στο κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας ήταν πρωτόγνωρες. Ο αποφασιστικός παράγοντας που έκρινε την έκβαση της μάχης της Αθήνας ήταν η βρετανική στρατιωτική επέμβαση, χωρίς την οποία η νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη ήταν. Τα Δεκεμβριανά και η μετέπειτα συμφωνία της Βάρκιζας (με τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ που προέβλεπε) σηματοδότησε μια στρατηγική ήττα για το εαμικό κίνημα, αλλά και για την Αριστερά. Η Αριστερά απέτυχε να ολοκληρώσει την κοινωνική επανάσταση που είχε ξεκινήσει στο πλαίσιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Επιπλέον, η ήττα προκάλεσε ένα ρήγμα στο εσωτερικό του εαμικού κινήματος ανάμεσα στην εαμική και την κομμουνιστική Αριστερά, και για πολλές δεκαετίες δεν μπόρεσε να διεκδικήσει ξανά την εξουσία με πλειοψηφικούς όρους. Τέλος, τα Δεκεμβριανά προκάλεσαν ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Η Δεξιά ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει να απειληθεί ξανά το καθεστώς και επέλεξε τη βίαιη περιθωριοποίηση της Αριστεράς (και ειδικά του Κομμουνιστικού Κόμματος), οδηγώντας την χώρα σε ένα νέο κύκλο βίας και, τελικά, στον εμφύλιο πόλεμο.
Νικητές και ηττημένοι
Πολύ γρήγορα οι δύο αντίπαλοι ανέπτυξαν ανταγωνιστικές αφηγήσεις σχετικά με τα Δεκεμβριανά: η Δεξιά πρόβαλε τη βία της Αριστεράς, ενώ στον λόγο της Αριστεράς τα Δεκεμβριανά ταυτίστηκαν με την ξένη επέμβαση και την ήττα. Ήδη από τις ημέρες της διεξαγωγής των μαχών στον αντιεαμικό Τύπο εμφανίζονταν ειδήσεις για τη δράση των «τρομοκρατών του ΕΛΑΣ», οι οποίοι «λεηλατούν, συλλαμβάνουν, απάγουν, βασανίζουν ανθρώπους και θανατώνουν».[2] Το αφήγημα για τις «θηριωδίες» των κομμουνιστών εμπεδώθηκε τον Φεβρουάριο του 1945, με τη λεγόμενη έκθεση της επιτροπής Σιτρίν, η οποία διαπίστωσε ότι οι νεκροί ήταν θύματα οργανωμένης δολοφονίας από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.[3] Η αμηχανία του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν έκδηλη, αφού στην περίπτωση των εκτελέσεων από την Πολιτοφυλακή προτίμησε τη σιωπή ή μίλησε για «υπερβασίες», ενώ καταδίκασε τη σύλληψη ομήρων από τον ΕΛΑΣ.[4] Πολύ σύντομα τα θύματα του ΕΛΑΣ στη διάρκεια των Δεκεμβριανών αποκόπηκαν από το πλαίσιο της συγκεκριμένης σύγκρουσης και έγιναν μετωνυμία για την εγκληματική βία που χαρακτηρίζει γενικότερα την ιδεολογία και τη δράση της Αριστεράς. Και βέβαια το γεγονός ότι μερικούς μήνες μετά η ελληνική κοινωνία βυθιζόταν σε έναν εμφύλιο πόλεμο, συνέτεινε στην εντατική εργαλειοποίηση των Δεκεμβριανών.
Οι εικόνες άγρια δολοφονημένων ανδρών και γυναικών που συνοδεύονταν από λέξεις-κλειδιά όπως «στάσις», «σφαγείς», «αιμοσταγείς κομμουνιστές» εγκαταστάθηκαν στη δημόσια σφαίρα ήδη από το 1945 και αποτέλεσαν τα «υλικά» της μνήμης στον κόσμο της εθνικοφροσύνης για τις επόμενες δεκαετίες. Θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι με το πέρασμα του χρόνου, η εργαλειοποίηση των Δεκεμβριανών θα αποδυναμωνόταν. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντίθετα, τα Δεκεμβριανά επανέρχονταν στη δημόσια σφαίρα όποτε η Δεξιά ήθελε να συσπειρώσει τον κόσμο της εθνικοφροσύνης απέναντι στην Αριστερά. Στις εκλογές του 1956 (όταν η ΕΡΕ και ο Κ. Καραμανλής βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν εκλογικό συνδυασμό που περιλάμβανε όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης) τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας Ακρόπολις επανέφεραν στην επικαιρότητα την «Δεκεμβριανήν τραγωδίαν» με φωτογραφίες κατακρεουργημένων πτωμάτων που, κατά την εφημερίδα, ανήκαν σε «Έλληνες που εσφάγησαν από τους κομμουνιστάς».[5] Η στόχευση ήταν προφανής: να στραφεί εναντίον όλων εκείνων των κομμάτων που είχαν εγκαταλείψει το στρατόπεδο της εθνικοφροσύνης και συνεργάζονταν με την ΕΔΑ. Με την ίδια λογική, η επίσημη θέσπιση τελετής μνήμης για τα Δεκεμβριανά θα γίνει δεκαεπτά χρόνια μετά τα γεγονότα. Το 1961, με βασιλικό διάταγμα, η 3η Δεκεμβρίου ορίστηκε ως «ημέρα επισήμου τελετής επί τη επετείω των μαχών των Σωμάτων Ασφαλείας δια την καταστολήν της κομμουνιστικής ανταρσίας του Δεκεμβρίου του 1944». Έκτοτε και για τα επόμενα είκοσι χρόνια, το ετήσιο μνημόσυνο στου Μακρυγιάννη θα αποτελέσει πόλο έλξης για βουλευτές, υπουργούς, την ηγεσία του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, ενώ σε κάποιες τελετές παρευρέθηκε και ο βασιλιάς.[6] Τα Δεκεμβριανά στη συμβολική σφαίρα ήταν η ευκαιρία για την πολιτική εξουσία να διατρανώσει τον αντικομμουνισμό ως το θεμέλιο της μετεμφυλιακής πολιτικής ιδεολογίας των «νικητών».
Για την Αριστερά, αντίθετα, τα Δεκεμβριανά και η συμφωνία της Βάρκιζας αποτέλεσαν τη μετωνυμία της ήττας, στα οποία ήλθε να προστεθεί λίγα χρόνια αργότερα η ήττα στον εμφύλιο πόλεμο. Παρά το γεγονός ότι η ήττα στον εμφύλιο πόλεμο ήταν από πολλές απόψεις βαρύτερη, ο κόσμος της Αριστεράς διαρκώς επέστρεφε στα Δεκεμβριανά. Πιθανότατα γιατί αντιλαμβάνονταν ότι εκείνη ήταν η ήττα που καθόρισε όλες τις κατοπινές εξελίξεις –με δυο λόγια, ότι το 1944 ήταν η επαναστατική «στιγμή» της Αριστεράς στην Ελλάδα. Ωστόσο, ήταν μια ήττα πολιτική και πολύ λιγότερο ιδεολογική. Μπορεί τα αίτια της ήττας το 1944 και μετά το 1949 να τροφοδότησαν συζητήσεις και διαμάχες, να έγιναν αντικείμενο αποφάσεων συνεδρίων της κομμουνιστικής Αριστεράς, να αποτέλεσαν θέμα βιβλίων και μαρτυριών, αλλά η ήττα δεν λειτούργησε διαλυτικά. Παρά το ασφυκτικό κλίμα που δημιουργούσαν οι απαγορεύσεις και οι πολιτικές διακρίσεις μετεμφυλιακά, κινούμενη διαρκώς μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, με χιλιάδες μέλη και στελέχη στην υπερορία, η Αριστερά κατάφερε να ανασυγκροτηθεί στην Ελλάδα λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο και να πρωταγωνιστήσει ξανά στις πολιτικές εξελίξεις. Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά εγκατέλειψε το όραμα της επανάστασης, κάτι που αποτελούσε μια σημαντική ιδεολογική αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν. Η ιδεολογική αλλαγή ήταν απότοκη των διαδοχικών ηττών της Αριστεράς στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1940, αλλά ταυτόχρονα απηχούσε και άλλες, ευρύτερες αλλαγές. Πουθενά στη μεταπολεμική Ευρώπη η κομμουνιστική Αριστερά δεν επαγγελλόταν πλέον την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας˙ διεκδικούσε για την εργατική τάξη το μερίδιο που της αναλογούσε από την οικονομική ανάπτυξη. Μεταπολεμικά το «εργαστήριο» της επανάστασης είχε μεταφερθεί στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και η «ειρηνική συνύπαρξη» στη διαιρεμένη Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου δεν άφηνε χώρο για επαναστατικά σχέδια.
Ένα παρελθόν διαρκώς παρόν
Τόσο μετά τον Εμφύλιο, όσο και στα χρόνια της μεταπολίτευσης, η Αριστερά προτίμησε να προβάλει την Αντίσταση ως το ηρωικό, πατριωτικό παρελθόν της και να μην μιλήσει για τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Υιοθετώντας την πολιτική της «εθνικής συμφιλίωσης» και το ενωτικό αφήγημα της Εθνικής Αντίστασης, το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά μπόρεσαν να καλλιεργήσουν ένα πνεύμα που υπερέβαινε τον διαχωρισμό μεταξύ «νικητών» και «ηττημένων» που ήταν για δεκαετίες ταυτοτικό στοιχείο της Δεξιάς.[7] Η μνήμη της Αντίστασης και η λήθη των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια νέα βάση συναίνεσης για το διαιρετικό παρελθόν που έγινε σταδιακά αποδεκτή από όλους. Με τον νόμο για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου το 1989 (που σημειωτέον αφορούσε την περίοδο 1944-1949), ο εμφύλιος πόλεμος ήταν προορισμένος να περάσει στη λήθη. Αλλά όχι για πολύ.
Σταδιακά ήδη από τη δεκαετία του 1990 και κυρίως μετά το 2000, ο εμφύλιος πόλεμος επέστρεψε στη δημόσια και την ακαδημαϊκή συζήτηση. Για άλλη μια φορά επιβεβαιωνόταν ότι ο εμφύλιος πόλεμος αποτέλεσε το φίλτρο μέσα από το οποίο ερμηνευόταν συνολικά η δεκαετία του 1940 και ότι εξακολουθούσε να αποτελεί σημείο αναφοράς για τις πολιτικές ταυτότητες.[8] Διαφορετικοί χώροι για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικές προθέσεις επέστρεψαν στις εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του 1940. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στην προσπάθειά να αναδείξει το επαναστατικό παρελθόν του, αναγόρευσε τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) ως την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και ανέλαβε να αναγείρει σειρά μνημείων για τον ΔΣΕ. Πιο παράδοξο ήταν ότι ένα τμήμα του αντιεξουσιαστικού χώρου ανακάλυψε το επαναστατικό παρελθόν στην ένοπλη βία των κομμουνιστών κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας και των δωσιλόγων στη διάρκεια της Κατοχής και των Δεκεμβριανών. Χωρίς να υπάρχει συνάφεια ή αναλογία, η επίκληση της επαναστατικής βίας απέναντι στη βία των αντιπάλων και την υποχωρητικότητα της ηγεσίας κωδικοποιήθηκε στο σύνθημα «Βάρκιζα τέλος».
Ωστόσο, η επιστροφή στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο συνδέθηκε κυρίως με τον ιστορικό αναθεωρητισμό. Ο Εμφύλιος είχε επιστρέψει για να επισκιάσει την Αντίσταση και να αναδείξει (ξανά) ως επίμαχο ζήτημα τη βία της Αριστεράς. Εάν για την Αριστερά η Αντίσταση και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κατοχή αποτέλεσε τον ιδρυτικό μύθο, το «νέο κύμα», όπως ονομάστηκε τότε, ήλθε να υποστηρίξει ότι στην πραγματικότητα η Αντίσταση ήταν δευτερεύουσας σημασίας και επικαθορίστηκε από την προσπάθεια του ΕΑΜ/ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία δια της βίας. Σε μια επιστροφή στα ερμηνευτικά σχήματα της Δεξιάς των μετεμφυλιακών χρόνων η βία παρουσιάστηκε ως καταστατικό στοιχείο της ιδεολογίας και της δράσης της Αριστεράς σε σημείο, μάλιστα, που κάποιοι να την χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα για να δικαιολογήσουν τον ένοπλο δωσιλογισμό. Όχι τυχαία, η βία της Αριστεράς στη δεκαετία του 1940 έγινε το αγαπημένο θέμα δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων από τον χώρο της Δεξιάς και της άκρας Δεξιάς στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν ένα από τα πιο διαιρετικά και τραυματικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα και ένα παρελθόν που κατά μια έννοια ήταν διαρκώς παρόν. Σε όλες τις δεκαετίες που μεσολάβησαν μετά το 1944 τα Δεκεμβριανά δεν έπαψαν να επιστρέφουν στη δημόσια συζήτηση και να τροφοδοτούν συχνά αντιπαραθέσεις. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου, τα διακυβεύματα, τα υποκείμενα, οι συνθήκες άλλαξαν ριζικά. Ογδόντα χρόνια μετά, μπορεί να εξακολουθούμε να συζητάμε για το τι συνέβη τότε αλλά, ταυτόχρονα, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είμαστε πλέον «δέσμιοι της ιστορίας» των Δεκεμβριανών.
Σημειώσεις:
1. John O. Iatrides (επιμ.), Ambassador MacVeagh Reports. Greece, 1933-1947, Πρίνστον, 1980, σ. 636.
2. Εφημερίδα Η Ελλάς, 7 Δεκεμβρίου 1944.
3. Έκθεσις της επιτροπής Sir Walter Citrine, Τι είδομεν εις την Ελλάδαν, Αλεξάνδρεια, 1945.
4. Απόφαση της 11ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, 1940-1945, Αθήνα, 1974.
5. Ακρόπολις, 15 και 19 Φεβρουαρίου 1956.
6. Ελένη Κούκη, «Το νόημα των Δεκεμβριανών και η Χούντα: Η περίπλοκη πορεία της τελετουργικής αποτύπωσης των Δεκεμβριανών (1952-1974)», στο Π. Βόγλης, Ι. Παπαθανασίου, Τ. Σακελλαρόπουλος, Μ. Χαραλαμπίδης (επιμ.), Δεκέμβρης 1944. Το παρελθόν και οι χρήσεις του, Αθήνα, 2017, σ. 261-280.
7. Μ. Φυτιλή, Μ. Αυγερίδης, Ε. Κούκη, Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης. Ορακτικές αναγνώρισης και αποκλεισμού, 1944-2006, Αθήνα, 2022.
8. Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα, Τα Ιστορικά, τ. 47, 2007, σ. 437-456.
Πολυμέρης Βόγλης