Ο Μιχάλης Γκανάς υπήρξε δημοφιλής ποιητής, γεγονός μάλλον σπάνιο για ποιητές. Βάση γι’ αυτό δεν αποτέλεσαν μόνο οι γνωστοί στίχοι των τραγουδιών που έγραψε, που ουσιαστικά δεν εξυπηρέτησαν με την εμμετρότητά τους μόνο την προοπτική της σύζευξης με τη μουσική, αλλά λειτούργησαν σχεδόν στο ίδιο επίπεδο της ποίησής του. Πέτυχαν δηλαδή αυτό που ο Γκανάς κατόρθωσε και στο ποιητικό του έργο: την ευθεία, αδιαμεσολάβητη πρόκληση συγκίνησης χωρίς να προδίδεται η λογοτεχνικότητα. Κι εδώ, νομίζω, στηρίζεται η δημοφιλία του.
Η πρώτη συλλογή του Ακάθιστος δείπνος εκδίδεται το 1978, τοποθετώντας τον συνεπώς στους χρονικά τελευταίους της πολυδύναμης γενιάς του ’70, όταν ο ίδιος, 34 ετών, μπορεί να καταθέσει ώριμο λόγο έχοντας ήδη ολοκληρώσει την προετοιμασία που θα οδηγήσει σύντομα στην παγίωση της ποιητικής του. Η τελευταία συλλογή, Αψινθος κυκλοφορεί το 2012 κλείνοντας τον ατομικό ποιητικό του κύκλο αλλά ανοίγοντας έναν άλλο, διαλογικό αλλά εξίσου ποιητικό: το 2016 εκδίδει την ελεύθερη, προσωπική του εκδοχή της Οδύσσειας για παιδιά και νέες/νέους και το 2019 της Ιλιάδας και συνδυάζοντας πεζά και έμμετρα μέρη επιδιώκει μια νέα, φρέσκια ματιά, συμβατή με το ηλικιακό φάσμα των αναγνωστών στους οποίους απευθύνεται. Στα χρόνια που μεσολαβούν εκδίδονται τα: Μαύρα λιθάρια (1980), Γυάλινα Γιάννενα (1989), Παραλογή (1993), Τα μικρά (2000), Ο ύπνος του καπνιστή (2003), το αυτοβιογραφικό πεζό Μητριά πατρίδα (2007) και η συλλογή σύντομων πεζών Γυναικών (2010). Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του κυκλοφορεί το 2013.
Είναι προφανής ακόμη και από τους τίτλους των βιβλίων η στροφή του ποιητή τόσο προς την τοπική παράδοση (Γιάννενα-Θεσπρωτία-Ηπειρος ως ιδιαίτερη πατρίδα), κυρίως θεματικά, όσο και γενικά προς την ποιητική παράδοση αναφορικά με τους τρόπους. Η τελευταία αποτυπώνεται και με τη συστηματική καλλιέργεια έμμετρων μορφών έτσι που ορίζει τον Γκανά ως έναν από τους θεμελιωτές της επανόδου τους στη σύγχρονη ποίηση, γεγονός που θα ενισχυθεί από τη συμμετοχή του στη συλλογή έμμετρων ποιημάτων Ανθοδέσμη (1993) όπου συνομιλεί με τους Δ. Καψάλη, Γ. Κοροπούλη και Η. Λάγιο. Ωστόσο, ο Γκανάς δεν παραμένει πεισματικά στην έμμετρη ποίηση, αλλά, ανάλογα με τη στόχευση του ποιήματος, είτε εμπλουτίζει τον ελεύθερο στίχο του με διαφορετικούς βαθμούς εμμετρότητας, κυρίως με δεκαπεντασύλλαβους ανακαλώντας το δημοτικό τραγούδι, είτε συνθέτει αμιγώς έμμετρο ποίημα είτε επιλέγει πεζόμορφες φόρμες (ενότητα «Τα άγρια και τα ήμερα» από τα Μαύρα λιθάρια αφιερωμένη μάλιστα «Στον Κώστα Κρυστάλλη μικρότερο αδελφό» ή πεζά στον Υπνο του καπνιστή) είτε συμπυκνώνει υφολογικά τα θέματά του σε εξαιρετικά ευθύβολα ολιγόστιχα δίστιχα ή μονόστιχα ποιήματα.
Η βίαιη απομάκρυνση από τον γενέθλιο τόπο το 1948, η επιστροφή το 1954 σε μια πατρίδα που αλλάζει, με ακόμη νωπές τις τραυματικές πρόσφατες εμφυλιακές και κατοχικές μνήμες, με κύριο γνώρισμα τη μετανάστευση και τον εξαστισμό, οι βιοτικές δυσκολίες και η δυσφορία για την αστική ζωή ως όλως αντίθετη και περιοριστική με τη ζωή στη φύση/ύπαιθρο μορφώνουν την ποίησή του, που στις πρώτες ιδίως συλλογές συμπυκνώνει το συλλογικό, εθνικό θα έλεγα, βίωμα. Αφ’ ενός η σταθερή σχέση του Γκανά με την ιδιαίτερη πατρίδα του όχι μόνο ως φυσικό πεδίο αλλά και ως καταγωγική/καταστατική συνθήκη με επανερχόμενα μοτίβα από τη ζωή στο χωριό, τη δική του και των γονιών του, αφ’ ετέρου η συχνά δύσκολη σχέση με την πατρίδα Ελλάδα αποβαίνουν γενικά συγκροτητικά στοιχεία του έργου του, ό,τι ο Ευριπίδης Γαραντούδης ονόμασε «βίωμα της ιθαγένειας ή εντοπιότητας». Λυρισμός αλλά και ευθύβολη ειρωνεία (ιδίως όπου σχολιάζεται η σύγχρονη Ελλάδα), άλλοτε σχεδόν εξομολογητικοί πρωτοπρόσωποι μονόλογοι, άλλοτε ένταξη διαλογικών μερών στο ποίημα, άλλοτε πυκνωμένη αφηγηματικότητα με συνύπαρξη προσώπων που δρουν σε μικρές ιστορίες. Συχνά στηρίζει το νόημα του ποιήματος σε στίχους κοφτούς ή στον μετεωρισμό των διασκελισμών αλλά ιδίως στις πυκνές μεταφορές: «Μάνα, ας είναι/ελαφρύς ο πόνος μας/που σε σκεπάζει» (Τα μικρά). Ολα αυτά είναι στοιχεία μιας ποίησης επικοινωνιακής που σχεδόν μετατρέπει τον στοχασμό σε συναίσθημα αναδύοντας άμεσα την ένταση χωρίς μελοδραματισμό.
Από τον Υπνο του καπνιστή και μετά εντάσσεται συστηματικά η απώλεια αγαπημένων προσώπων ωθώντας τον ποιητή στην επαναφορά τους και στον διάλογο με αυτά, ισότιμα με τους ζωντανούς. Επίσης εμφανίζονται σταθερά το φάσμα του θανάτου («Ο θάνατος παλιό μπροστογεμές./Μ’ όλες του τις αφλογιστίες,/πιάνει κάποτε») και ως αντίδοτο ο έρωτας μεταλλαγμένος σε βαθιά αγάπη («ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης»), κυρίαρχο από δω και πέρα συναίσθημα των ποιημάτων του Γκανά. Στην Αψινθο επιστρέφει στη φύση και στα στοιχεία της, με την αίσθηση όχι τόσο ενός ατομικού τέλους όσο μιας κοντινής συντέλειας αυτού του φυσικού κόσμου. Κλείνει εν τούτοις τη συλλογή ελπιδοφόρα με τη σωτήρια επιμονή στην αγάπη, παρότι το βλέμμα του στρέφεται και στο παρελθόν, με επίκληση αγαπημένων νεκρών που «φεύγουν και πάνε χωρίς τον πολιούχο τους/πέρα στις πέρα θάλασσες των ματιών σου/στις πράσινες λιμνούλες της μνήμης» και που πηγαίνει τώρα να τους ξανασυναντήσει.
Βαρβάρα Ρούσσου
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις