Μιάμιση μέρα μετά τις Αμερικανικές εκλογές έφυγα για ένα σύντομο ταξίδι στην Ελλάδα. Καθ’ οδόν προς το αεροδρόμιο, κοιτάζοντας τα κτίρια που ξέρω τόσο καλά, σκέφτηκα ότι με την εκλογή Τραμπ ακόμη και το τοπίο της Νέας Υόρκης θα αλλάξει ανεπίστρεπτα. Βλέποντας τον πορφυροκόκκινο ουρανό την ώρα της απογείωσης σκέφτηκα ότι θα μου πάρει καιρό να αποδεχτώ την δεύτερη νίκη Τραμπ στις εκλογές. Όχι να την καταλάβω, αλλά να αποδεχτώ την ηθική δυσπραγία που οδήγησε σ’ αυτό το αποτέλεσμα.
Τώρα, μια εβδομάδα μετά τις εκλογές, κι έχοντας δει αναλύσεις επί αναλύσεων, θα ήθελα να καταθέσω δύο σκέψεις, αλληλένδετες, που βρίσκονται σε αντίθεση με την πληθώρα των μέχρι τώρα προσεγγίσεων. Η πρώτη είναι ότι δεν έχω πεισθεί ότι η νίκη του Τραμπ οφείλεται στην κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή ότι τον ψήφισε η εργατική τάξη γιατί έχει εναποθέσει επάνω του τις ελπίδες της για βελτίωση της οικονομικής της κατάστασης. Αυτή η ανάλυση αποδίδει στους ψηφοφόρους που ψήφισαν τον Τραμπ τουλάχιστον διανοητική ανικανότητα και, σίγουρα, αφέλεια. Ο Τραμπ ποτέ δεν παρουσίασε πρόγραμμα ανάκαμψης της οικονομίας, ούτε τώρα ούτε το 2016. Το μόνο που παρουσίασε είναι ένα πρόγραμμα δασμών που με μαθηματική ακρίβεια θα φέρει πληθωρισμό και θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη οικονομική δυσχέρεια. Επομένως δεν μπορεί άνθρωπος που ζει κάτω από φοβερή οικονομική πίεση να ψηφίσει υποψήφιο που δεν αποκαλύπτει το πως θα βοηθήσει είτε την χώρα, γενικώς, είτε συγκεκριμένες οικονομικές ομάδες, ειδικώς, με την ελπίδα ότι κάπως θα βοηθηθεί, παραβλέποντας το μοναδικό οικονομικό προσδόκιμο που έχει αναγγελθεί.
Πιστεύω, όμως, ότι, ήδη από την πρώτη μέρα που έχασε τις εκλογές του 2020,ο Τραμπ επιστράτευσε μια τακτική που κατεύθυνε το θυμικό των ψηφοφόρων του προς το θέμα της οικονομίας, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό τους έπεισε ότι τα προβλήματά τους είναι οικονομικά και ότι αυτά τα προβλήματα είναι απόρροια της φιλελεύθερης πορείας που έχει πάρει η χώρα δίνοντας παροχές σε ειδικές ταυτοτικές ομάδες. Έτσι, προσανατόλισε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος εναντίον ομάδων που η διαφορετικότητά τους καθιστά την Αμερική αυτό που είναι: την πιο πολυπολιτισμική χώρα του κόσμου. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Τραμπ κατάφερε να κινητοποιήσει μάζες, επαναφέροντας στο επίπεδο του συνειδητού τούς πολιτισμικούς πολέμους (culture wars) που είχε ξεκινήσει ο Ρήγκαν αλλά σε επίπεδα, ένταση, και μένος που ξεπερνούν κατά πολύ εκείνους της δεκαετίας του ΄80. Η εικόνα της χώρας που προτείνει ο Τραμπ (και που την είδαμε στην πρώτη του προεδρία) μοιάζει πολύ περισσότερο με τον Μακαρθισμό του ’50 απ’ ότι με τον συντηρητισμό του ’80. Ας σκεφτούμε ότι πριν λίγες μέρες ο Bill Ackman έγραψε στο Χ ότι το Γέιλ είναι πιο επικίνδυνο από την Χαμάς, γιατί η Χαμάς κάποια στιγμή θα ηττηθεί ενώ το Γέιλ, και όλα τα πανεπιστήμια της Λίγκας του Κισσού [Ivy League], θα συνεχίσει να παράγει αποφοίτους που θα δηλητηριάζουν τη σκέψη του κόσμου σε πλανητικό επίπεδο, γιατί θα είναι σκέψη κριτική και συγκροτημένη. Ο Άκερμαν είναι δισεκατομμυριούχος χρηματιστής και ο κύριος μοχλός πίσω από την εκστρατεία εναντίον της προέδρου του Χάρβαρντ, Κλοντίν Γκέι που εξώθησε σε παραίτηση κινητοποιώντας την Ελίζ Στεφάνικ, βουλευτή των Ρεπουμπλικάνων και συντόμως Πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ. Αυτή είναι πράξη που είχε γίνει μόνο στην εποχή του Μακάρθυ, ούτε ο Νίξον ούτε ο Ρήγκαν επενέβησαν ποτέ στη λειτουργία των πανεπιστημίων. Το όραμα της απολύτως κλειστής και ελεγχόμενης κοινωνίας του Τραμπ και των υπερσυντηρητικών οπαδών του γίνεται πραγματικότητα.
Οι περισσότερες αναλύσεις που έχουν διατυπωθεί μέχρι στιγμής χρεώνουν στο Δημοκρατικό κόμμα το ότι έχει χάσει την επικοινωνία και την επαφή του με την εργατική τάξη και γι’ αυτό η εργατική τάξη τους τιμώρησε. Αλλά αυτές οι αναλύσεις αφήνουν δύο σημαντικά σημεία αδιευκρίνιστα. Το πρώτο σημείο είναι ένας, έστω και προσωρινός, ορισμός της εργατικής τάξης στην Αμερική. Ποια είναι αυτή η τάξη; Οι βιομηχανικοί εργάτες της χώρας κινούνται, οικονομικά, μάλλον στην μικρομεσαία τάξη. Οι πραγματικοί εργάτες των μικρών (ή και μεγάλων) μονάδων επεξεργασίας τροφίμων (βιομηχανία κρέατος, λαχανικών, σιτηρών) είναι κατά κύριο λόγο (και ανάλογα με την Πολιτεία) παράτυποι μετανάστες, οι περισσότεροι έφηβοι, που δεν έχουν δικαίωμα σε ψήφο. Οπότε μένει ένα πολύ μικρό ποσοστό πραγματικής «εργατικής τάξης», δηλαδή της τάξης που δεν έχει βιώσιμο μισθό ή ικανοποιητική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, που ψηφίζει. Δεν μπορούμε, βέβαια, να συνυπολογίσουμε στην εργατική τάξη τους εργάτες στις αυτοκινητοβιομηχανίες, γιατί αυτό θα ήταν άδικο, γιατί τις απολαβές που έχει αυτή η οικονομική ομάδα, ειδικά μετά την διάσωση του αυτοκινητοβιομηχανικού τομέα από τον Ομπάμα, δεν τις έχει κανένας άλλος εργατικός τομέας. Όχι ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε ή που έχουν τεράστιες οικονομικές ανάγκες και βρίσκονται σε πλήρη ανέχεια και ένδεια. Αλλά η κατάταξή τους σε οικονομική τάξη δεν πρέπει να γίνεται με βάση τις ήδη καθορισμένες παραμέτρους της «εργατικής τάξης» έτσι όπως τις έχουμε παραλάβει από την πολιτική θεωρία. Εδώ χρειαζόμαστε ενδελεχή έρευνα πεδίου.
Το δεύτερο σημείο είναι ιστορικό: πότε το Δημοκρατικό κόμμα πραγματικά αντιπροσώπευε την «εργατική τάξη» (είτε σε εισαγωγικά είτε όχι). Το Δημοκρατικό κόμμα ήταν πάντοτε ένα αστικό κόμμα που έκανε διαχείριση του καπιταλισμού με μεγαλύτερο και θετικότερο κοινωνικό πρόσημο. Ό,τι προνόμια και ελαφρύνσεις έχουν δοθεί στους εργαζόμενους είναι αποτέλεσμα κινηματικής πίεσης. Η οικονομική πολιτική των Δημοκρατικών που βιώνουμε τώρα είναι απότοκο της προεδρίας Κλίντον, δεν υπάρχει καμία πρόσφατη δεξιά στροφή στους Δημοκρατικούς.
Το ερώτημα που παραμένει είναι γιατί οι ψηφοφόροι και υποστηρικτές του Τραμπ τον στηρίζουν με τέτοιο πάθος. Στις προεκλογικές του εκστρατείες βλέπουμε δύο αντιδράσεις, η μία είναι θυμηδία—όταν, ας πούμε, είπε, ότι για να μπορέσει κάποιος να τον σκοτώσει πίσω από το προστατευτικό τζάμι θα έπρεπε πρώτα να σκοτώσει τους δημοσιογράφους που παρεμβάλλονταν, πράγμα που δεν θα τον χάλαγε καθόλου (επί λέξει), και ο κόσμος πίσω του, νεαροί και νεαρές, γέλασαν. Και το άλλο είναι η επανάληψη του οπαδικού συνθήματος «USA, USA». Δεν υπάρχει, δηλαδή, συζήτηση για το πρόγραμμα διακυβέρνησης.
Κι εδώ, ακριβώς, βρίσκεται η δεύτερη σκέψη που θέλω να καταθέσω. Εφ’ όσον συμφωνούμε όλοι ότι το Δημοκρατικό κόμμα δεν είναι αριστερό, και η διακυβέρνησή του δεν είναι αριστερή, και το πρόταγμά του είναι νέο-φιλελεύθερο, έχει ευθύνη η αριστερά γι’ αυτή την επέλαση του νέο-φιλελευθερισμού; Δεν αναφέρομαι μόνο στον δημόσιο πολιτικό χώρο και λόγο, όχι μόνο στο τι λέγεται στα ΜΜΕ, αλλά στο πεδίο της ενημέρωσης και της καθημερινής εμπλοκής, στη δημιουργία αναχωμάτων, όχι με την εκτόξευση κατηγοριών αλλά με επένδυση στην παιδεία, την εκπαίδευση, την ανταλλαγή γνώσεων και απόψεων. Κι εδώ η αριστερά έχει αποτύχει, και στα σημεία και στον συγκεκριμένο χώρο, και στην Αμερική και διεθνώς. Οι ψηφοφόροι του Τραμπ είναι, μεν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία λευκοί (άνδρες και γυναίκες) με μέση έως κατώτερη μόρφωση, αλλά οι χορηγοί και συνεργάτες του είναι εκπαιδευμένοι σε εξαιρετικά πανεπιστήμια, οι περισσότεροι σε πανεπιστήμια της Λίγκας του Κισσού [the «Ivies»], Χάρβαρντ, Πρίνστον, Γέιλ, και σε μικρότερο βαθμό Κολούμπια. Εκεί έχουμε αποτύχει όλοι στο να μπορέσουμε να τους μεταφέρουμε τη σκέψη και την προβληματική του ανθρωπισμού, του Σαϊντικού ανθρωπισμού, που προτάσσει τον άνθρωπο, τον κάθε μορφής άνθρωπο, πάνω από την εξουσία. Αλλά, επίσης, έχουμε αποτύχει στην καθημερινή ενασχόληση που απαιτείται στο τοπικό επίπεδο, όχι μεταφέροντας τσιτάτα και γενικολογίες, αλλά παρουσιάζοντας εμβριθή, εμπεριστατωμένη, και χρήσιμη γνώση, ακούγοντας με προσοχή τις αγωνίες και τις υπερβολές των συνομιλητριών και συνομιλητών μας, μπαίνοντας σε διάλογο που αντικρούει τα ψέματα, τις κινδυνολογίες, και την κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων του Τραμπ, και διακρίνοντας και διαυγάζοντας την πραγματικότητα του Τραμπικού τοπίου, ότι, δηλαδή, ο Τραμπ δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία tabula rasa πάνω στην οποία εκατομμυριούχοι, δισεκατομμυριούχοι και ιδεολογικά φασίστες έχουν εγγράψει το πρόγραμμα και το πρόταγμά τους. Για παράδειγμα, σε έρευνα που έγινε προσφάτως από δεύτερης γενιάς Λατίνο δημοσιογράφο από το Νοτιοανατολικό Τέξας στην περιοχή όπου μεγάλωσε, που κατοικείται από δεύτερης και τρίτης γενιάς Λατίνες και Λατίνους, αποκαλύφθηκε ότι ο λόγος που θα ψήφιζαν Τραμπ ήταν το ότι όλες οι περιοχές εκεί βιοπορίζονται από την εξόρυξη πετρελαίου και αντιτίθενται στο πρόγραμμα των Δημοκρατικών για απεξάρτηση της χώρας από την κατανάλωση πετρελαίου και των παραγώγων του με παράλληλη στροφή προς μορφές εναλλακτικής ενέργειας. Οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας σαν βασικό μέρος του προγράμματος των Δημοκρατικών παρουσιάζονταν στα ΜΜΕ συνεχώς, αλλά ούτε είχε γίνει προηγούμενη δουλειά στο επίπεδο του σχολείου σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της χρήσης πετρελαιοειδών ούτε σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο είχε εξηγήσει κανείς την διαπλοκή των ΜΜΕ με τις πετρελαιοβιομηχανίες. Δεν είχε, επίσης, υπογραμμισθεί το ότι η εκμετάλλευση των εναλλακτικών μορφών ενέργειας ανήκει κι αυτή, στο μεγαλύτερο ποσοστό της, στις μεγάλες πετρελαιοβιομηχανίες, έτσι ώστε, οι εργάτριες και οι εργάτες των πετρελαιοβιομηχανιών στις εσχατιές του Τέξας και ακριβώς πάνω στο σύνορο με το Μεξικό να δουν τις πολλαπλές διαπλοκές και να μπορέσουν να διαπραγματευθούν και να διαχειριστούν οι ίδιες και τις αγωνίες τους αλλά και το μέλλον τους έτσι όπως διαγράφεται εν απουσία τους.
Αναμφίβολα αυτού του είδους η εμπλοκή από το πιο βασικό επίπεδο, αυτό δηλαδή της ουσιαστικής εκπαίδευσης και παιδείας, απαιτεί χρόνο και μόχθο, και μπορεί να έχει πια χαθεί δια παντός. Ο κατακερματισμός της εκπαίδευσης έχει επιτρέψει σε ανθρώπους με απολυτήρια Λυκείου να υποστηρίζουν, με σθένος, ότι η γη είναι επίπεδη και να απορούν όταν βλέπουν φωτογραφίες από αεροπλάνο που δείχνουν την καμπύλη του ορίζοντα. Αλλά αυτή ακριβώς είναι η υποχρέωση της Αριστεράς, να παρέμβει εκεί που η δημαγωγία και η προγραμματική απομόρφωση και αντι-παιδεία δημιουργούν ένα εκλογικό σώμα που είναι ταυτοχρόνως αδιάφορο και παραπληροφορημένο. Όχι να λειτουργήσει σαν εργοδηγός μιας αέναης και αδύνατης, χαμένης επανάστασης.
Η Νένη Πανουργιά είναι Ανθρωπολόγος, καθηγήτρια στο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Φυλακών και Ακαδημαϊκή Σύμβουλος της Πρωτοβουλίας Δικαιοσύνη της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Columbia, στην Νέα Υόρκη. Έχει διδάξει στα πανεπιστήμια Princeton, Rutgers, NYU, Bard College, The New School for Social Research, και Universite de Paris VIII, St Denis.