Ο ορθολογισμός είθισται να προσλαμβάνεται ως η οδός για να φτάσουμε στη μία, μοναδική και αντικειμενική αλήθεια. Καθείς μας νομίζει ότι την κατέχει και η κατάληξη είναι οι ανηλεείς διαξιφισμοί για το ποιανού η αλήθεια είναι η «πραγματική». Αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε συνομιλητές αντίπαλων στρατοπέδων, αλλά ακόμη και μεταξύ κοινοτήτων όμορων ή μεταξύ συντρόφων και αδελφών. Όπως και κάθε άλλη κοινωνική ομάδα, έτσι και η Αριστερά, μπερδεύει τις αντιπαραθέσεις, τα ντιμπέιτ, με το διάλογο.
Ο Μιχαήλ Μπαχτίν, ρώσος φιλόσοφος με συμβολές γύρω από την γλώσσα, τη θεωρία της διαλογικότητας και την έννοια της πολυφωνίας αναγνώριζε την αέναη μάχη μεταξύ φυγόκεντρων δυνάμεων που τείνουν να διαλύσουν τα πάντα και κεντρομόλων που τείνουν στη συνοχή και τη συνεκτικότητα. Αυτή η μάχη είναι εγγενής και στη γλώσσα, και συνήθως οι φυγόκεντρες δυνάμεις υπερτερούν, γι’ αυτό και κατά τον Μπαχτίν μια ενιαία γλώσσα δεν είναι κάτι δοσμένο αλλά κάτι που πρέπει να τεθεί: «Το ιδεώδες μιας ενιαίας, ολιστικής γλώσσας καθιστά αισθητή την παρουσία του ως μια δύναμη που αντιστέκεται σε μια απόλυτα ετερογλωσσική κατάσταση και θέτει συγκεκριμένα όρια για τον περιορισμό του πιθανού χάους της ποικιλίας, διασφαλίζοντας έτσι μια μέγιστη αμοιβαία κατανόηση».[7] Το κλειδί για την έννοια της κατανόησης του άλλου βρίσκεται στη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε λόγους ή αιτίες που συμβάλλουν στην απόκτηση διυποκειμενικής αναγνώρισης των υπό κρίση επιχειρημάτων/ισχυρισμών.
Για τον Χάμπερμας, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε προβληματικούς ισχυρισμούς, υπάρχει πάντα ένα αναστοχαστικό μέσο που συνίσταται σε τρόπους επιχειρηματολογίας ή κριτικής οι οποίοι θεματοποιούν τους αμφισβητούμενους ισχυρισμούς και μας βοηθούν να τους δικαιώσουμε ή να τους καταρρίψουμε: «Ο ακροατής δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το σημασιολογικό περιεχόμενο μιας έκφρασης ανεξάρτητα από τα πλαίσια δράσης στα οποία οι συμμετέχοντες αντιδρούν στην έκφραση με «ναι», «όχι» ή αποχή. Και δεν κατανοεί αυτές τις θέσεις (ναι/όχι) αν δεν μπορεί να καταστήσει σαφείς τους σιωπηρούς λόγους που κινούν τους συμμετέχοντες να πάρουν αυτές τις θέσεις (…)».[8] Φτάνοντας ο ένας και ο άλλος σε μια αλληλοκατανόηση σχετικά με την κατάστασή μας, αντιμετωπίζουμε επιχειρήματα και ισχυρισμούς μέσω της διυποκειμενικής αναγνώρισης, την οποία μας δίνει κυρίως η ιδιότητa του μέλους της ίδιας ομάδας, της ίδιας κοινότητας.
Η απόφασή μας να μπούμε σε διάλογο συνιστά μια πρώτη συμφωνία[9] μεταξύ μας πως σκοπός του διαλόγου είναι η μεγαλύτερη δυνατή ενότητα μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Μία από τις καταστατικές αρχές του διαλόγου είναι η προσπάθεια κατανόησης της θέσης και του ισχυρισμού του άλλου ανιχνεύοντας τα ίδια τα δικά του κριτήρια – μια προσπάθεια διυποκειμενικής αναγνώρισης. Ο διάλογος δεν είναι μια μάχη επικράτησης του ενός κατά του άλλου, αλλά μια άσκηση αμοιβαίας παραδοχής πως οι αντιλήψεις μας θα μετασχηματιστούν και θα παράξουν μια νέα συναντίληψη, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη λογική του ελάχιστου παρονομαστή και η οποία θα μας συνενώνει και θα μας δεσμεύει. Στο διάλογο χρειάζεται η θαρραλέα απόφαση πως «βγαίνοντας» από αυτόν δεν θα είσαι ο ίδιος/η ίδια με τη στιγμή που εισήλθες. Είναι μια άσκηση δημοκρατίας, συλλογικότητας και αλληλεγγύης και όχι ένα τερέν στο οποίο ξιφουλκούν αλαζονικές ατομικότητες. Στην Αριστερά χρειάζεται να δεσμευτούμε σε μια νέα διαλογική σχέση και κουλτούρα και να ιχνηλατήσουμε συλλογικά μια μεθοδολογία η οποία να είναι λειτουργική για τις συλλογικότητές μας και τα πεδία για τα οποία καλούμαστε να παράξουμε αντιλήψεις, προτάσεις και σχέδια δράσης.
Η Αγγελίνα Γιαννοπούλου είναι υποψήφια διδακτόρισσα Πολιτικής Επιστήμης
Σημειώσεις:
1. Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Στο εσωτερικό του κινήματος, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2020, σ. 112-203.
2. Turner John, «Κοινωνική σύγκριση, ομοιότητα και ενδο-ομαδική ευνοιοκρατία», στο Στάμος Παπαστάμου (επιμ.), Διομαδικές σχέσεις, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1990, σ. 161.
3. Μανχάιμ Καρλ, Ιδεολογία και ουτοπία, Εκδόσεις Γνώση, 1997, σ. 284.
4. Βέμπερ Μαξ, Η πολιτική ως επάγγελμα, Εκδόσεις Παπαζήση, 1987.
5. McCammon Holly and Nella Van Dyke, “Applying qualitative comparative analysis to empirical studies of social movement coalition formation”, in Holly McCammon and Nella Van Dyke (eds.), Strategic alliances: Coalition building and social movements, 2010, pp. 292–315, Minneapolis: University of Minnesota Press.
6. Roth Benita, “Organizing one’s own’ as good politics: Second wave feminists and the meaning of coalition”, in Holly McCammon and Nella Van Dyke (eds.), Strategic alliances: Coalition building and social movements, 2010, pp. 99–118. Minneapolis: University of Minnesota Press.
7. Michael Holquist (επιμ.), The dialogical imagination. Four essays by M.M. Bakhtin (University of Texas Press: 1981) 19.
8. Jürgen Habermas, The theory of communicative action. Reason and the rationalization of society. Volume I (Beacon Press: 1984) 14.
9. Emmanuel Clapsis, “Ecumenism and Ecumenical Methodology,” στο Daniel Munteanu, Sorin Selaru (επιμ.), Holding fast to the mystery of the faith (Paderborn: Brill | Schöningh, 2022) 466.