Macro

Γιώργος Σταθάκης: Ο δικομματισμός των «πολιτικών οικογενειών» και η οικονομία στη Μεταπολίτευση

Τα 10 χρόνια πριν από τη Δικτατορία και τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης οι οικογένειες έχουν κυβερνήσει αδιαλείπτως ως εξής: Καραμανλής 20 χρόνια, Παπανδρέου 15 (συν 8 του Κ. Σημίτη όπου «παράλαβε και παρέδωσε σε Παπανδρέου»), Μητσοτάκης 9. Η μόνη εξαίρεση ήταν η σύντομη πρωθυπουργία Σαμαρά.
 
Η μακρά διάρκεια είναι συνήθως η καλύτερη οπτική θέασης της πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα τη χώρας δεν είναι ο τυπικός δικομματισμός πολλών δυτικών δημοκρατιών με τα συντηρητικά και τα κεντρώα κόμματα. Είναι δικομματισμός ειδικής μορφής, ελεγχόμενος από ισχυρές πολιτικές οικογένειες. Κοινώς είναι ένα δικομματικό σύστημα «οικογενειακής πολιτικής ολιγαρχίας».
 
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, την περίοδο 1955-1965, αναδείχθηκαν τρεις πολιτικές οικογένειες: Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης. Τα 10 χρόνια πριν από τη Δικτατορία και τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης οι οικογένειες αυτές έχουν κυβερνήσει αδιαλείπτως ως εξής: Καραμανλής 20 χρόνια, Παπανδρέου 15 (συν 8 του Κ. Σημίτη όπου «παράλαβε και παρέδωσε σε Παπανδρέου»), Μητσοτάκης 9. Η μόνη εξαίρεση ήταν η σύντομη πρωθυπουργία Σαμαρά, μετά την «πύρρεια νίκη» του κατά της Μπακογιάννη. Η οικογενειακή πολιτική κυριαρχία αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας, πρωτόγνωρο για ευρωπαϊκή δημοκρατία.
 
Πρόκειται για παγιωμένο πολιτικό σύστημα που δημιουργήθηκε την επαύριον του Εμφυλίου, σε μία «Κακεχτική Δημοκρατία» (Η. Νικολακόπουλος), αλλά απαλλάχτηκε στη συνέχεια, αμέσως μετά τη Δικτατορία, από τα ξεπεσμένα παράλληλα κέντρα εξουσίας (Παλάτι, Στρατός), κατάλοιπα του Εθνικού Διχασμού και του Εμφυλίου, που τελούσαν υπό διάλυση με τη Χούντα. Η μεγάλη τομή της Μεταπολίτευσης είναι η θεμελίωση της «δημοκρατίας των κομμάτων». Αυτό που αποτελεί συνέχεια της δεκαετίας του ‘60 είναι η καθολική κυριαρχία των τριών οικογενειών στα κόμματα της συντηρητικής και της προοδευτικής παράταξης.
 
Η αποτυχία των άλλων προσώπων που ηγήθηκαν των δύο παρατάξεων είναι επίσης στατιστικά εντυπωσιακή: Κανελλόπουλος, Ράλλης, Αβέρωφ, Έβερτ, Μαύρος ως Ένωση Κέντρου και Βενιζέλος, Γεννηματά, Ανδρουλάκης, στην περίπτωση αυτή, εν μέσω της κρίσης και της κατάρρευσης του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ.
 
Ο ρόλος της ηττημένης από τον Εμφύλιο, Αριστεράς, έμελλε να είναι περιθωριακός, μία Αριστερά γύρω στο 10%. Εξαίρεση ήταν το 1958, όταν η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Τότε αντιμετωπίστηκε με το έκτακτο κλίμα των εκλογών του 1961, και τη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου. Και φυσικά το 2012 με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση και την κυβέρνηση, αναμφίβολα η μεγαλύτερη πολιτική τομή, που ενεργοποίησε το παροιμιώδες «Αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» και την «επιστροφή στην κανονικότητα»
 
Συνεπώς η χώρα πορεύτηκε στην μακρά διάρκεια, με συντηρητική και προοδευτική εκδοχή και με αδιατάραχτο σύμβολο της σταθερότητας και της εναλλαγής στην κυβέρνηση, τα ίδια τα πρόσωπα των τριών πολιτικών οικογενειών.
 
Η χώρα φυσικά και η πολιτική είχαν και άλλες σταθερές. Ήταν οι προσαρμογές στο διεθνές περιβάλλον, όπως κατά παράδοσή έκανε η Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1950, ήταν η ένταξη στους διεθνείς θεσμούς (Breton Woods, GATTT, Ο.Ο.Σ.Α, ΝΑΤΟ), η πρόωρη σύνδεση με την ΕΟΚ το 1962 και στη Μεταπολίτευση ήταν η ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 και στο Ευρώ το 2001. Με μία λέξη, η μακρά παράδοση της πρόσδεσης στις οικονομικές αλλαγές στην Ευρώπη. Παράλληλα πάγιες ήταν και οι διαφοροποιήσεις, λόγω της στρατηγικής θέσης της χώρας, στα διεθνή θέματα (φίλο-αραβική για δεκαετίες, ανοίγματα στην Ανατολική Ευρώπη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου).
 
Και η εναρμόνιση αυτή αφορούσε και το εσωτερικό. Όπως και στο παρελθόν, ήδη από το Τρικουπικό και τον Βενιζελικό εκσυγχρονισμό, η χώρα αποκτούσε θεσμούς που εναρμονίζονταν κάθε φορά με τις βασικές τάσεις στην Ευρώπη. Καθώς οι διεθνείς προσαρμογές δεν συνέπιπταν με τις συντηρητικές ή προοδευτικές κυβερνήσεις έχουμε το παράδοξο της εφαρμογής πολιτικών στον αντίποδα της ιδεολογικής φυσιογνωμίας των κομμάτων. Η ΝΔ, εν μέσω της κρίσης της δεκαετίας του 1970, έκανε ρεκόρ κρατικοποιήσεων (η περίοδος της «σοσιαλμανίας»). Το ΠΑΣΟΚ, επί Σημίτη, είχε το απόλυτο ρεκόρ ιδιωτικοποιήσεων στην Ευρώπη.
 
Κάθε κόμμα άφηνε φυσικά και πιο μόνιμο αποτύπωμα. Η ΝΔ του 1974-81, πέρα από το προοδευτικό Σύνταγμα ακολούθησε πολλές ευρωπαϊκές πρακτικές (ίδρυση πανίσχυρης αρχαιολογικής υπηρεσίας, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση «Παπανούτσου», παραδοσιακοί οικισμοί, περιβαλλοντικά, κ.ο.κ.) Και το ΠΑΣΟΚ του 1981-85 πρόσθεσε σημαντικές δημοκρατικές τομές (πανεπιστήμια, ΕΣΥ, Εθνική Αντίσταση, αποκέντρωση). Αλλά οι οικονομικές πολιτικές, εν πολλοίς και τα εργασιακά, μετά την αναλαμπή του «εργατικού ριζοσπαστισμού» της δεκαετίας του ´70, αποτελούν πεδία διαρκών μεταλλάξεων που ακολουθούσαν τις κυρίαρχες διεθνείς τάσεις της κάθε εποχής.
 
Τούτων δοθέντων η πολιτική αντιπαράθεση δεν χαρακτηρίζεται αυστηρά από το φάσμα Δεξιά-Αριστερά. Συχνά διολίσθαινε στην «σκανδαλολογία» και την «πολιτική διαφθορά» της μίας ή άλλης πλευράς (Κοσκωτάς, Χρηματιστήριο, Βατοπέδι, Ζίμενς, Λίστα Λαγκάρντ και εκατοντάδες σκάνδαλα ένθεν και ένθεν). Η αντιπαράθεση ήταν λιγότερο πολιτική, Συχνά η ροπή είναι προς τον αντι-Καραμανλισμό, τον αντί-Παπανδρεϊσμό, τον αντι-Μητσοτακισμό, με ολίγη πολιτική, πολλή ρητορεία, αλλά ουσιαστικό διακύβευμα, τη κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας και την αναπαραγωγή των συμμαχιών, κοινωνικών και οικονομικών, της κάθε πλευράς.
 
Μάλιστα οι προεκλογικές διακηρύξεις ήταν ακραία ρητορικά σχήματα, δύσκολα πιστευτά. Τα συνθήματα «στις 18 Σοσιαλισμός», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο», «το κοινωνικό συμβόλαιο», ο «εκσυγχρονισμός», ή οι μεγαλοστομίες της ΝΔ, περί «πάταξης της διαπλοκής», «επανίδρυσης του κράτους» και πληθώρα άλλων προεκλογικών συνθημάτων, είχαν ελάχιστη πολιτική αξία. Με εξαίρεση το 1974-81 για τη ΝΔ και το 1981-1985 για το ΠΑΣΟΚ, η πολιτική αναλωνόταν πλέον σε επιμέρους θέματα ή στα αναγκαία των προσαρμογών ή της διαχείρισης κρίσεων. Και ο προγραμματικός λόγος κάθε εποχής, στο φάσμα Δεξιά-Αριστερά, αν δεν είχε εξοβελιστεί, σε κάθε περίπτωση είχε ατονήσει.
 
Οι μόνιμοι «αναχρονισμοί»
 
Το παράδοξο όμως και το πιο εντυπωσιακό, της μακράς περιόδου της Μεταπολίτευσης είναι η συντήρηση των διαχρονικών αναχρονισμών. Η φοροδιαφυγή πρώτα από όλα. Το φορολογικό σύστημα δεν άλλαξε ποτέ. Η σχέση έμμεσων και άμεσων φόρων παρέμεινε εξωφρενικά υψηλή υπέρ των πρώτων και η άμεση φορολογία δεν περιέλαβε ποτέ τους πλούσιους και τα μαζικά ευκατάστατοι μεσαία στρώματα, επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών. Καθώς οι δημόσιες δαπάνες προσέγγιζαν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, τα φορολογικά έσοδα είχαν μόνιμη υστέρηση παράγοντας συνεχώς δημοσιονομικά ελλείμματα. Τη δεκαετία του ‘80 αυτά ήταν ετησίως γύρω στο 10% του ΑΕΠ (το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 20% σε 80% του ΑΕΠ), τη δεκαετία του ‘90 λίγο μικρότερα, (αλλά το χρέος παγιώθηκε στο 120%), και στη συνέχεια ήταν μάλλον εκτός ελέγχου.
 
Δίπλα στη φοροδιαφυγή το αναχρονιστικό πλαίσιο εκφράζεται και στην ίδια την λειτουργία των φορολογικών αρχών. Το κλείσιμο-εκκαθάριση των επιχειρήσεων κρατούσε δεκαετίες. Για παράδειγμα, ο κατάλογος που δημοσιεύει κάθε χρόνο η ΑΑΔΕ με τους μεγαλοοφειλέτες του Δημοσίου περιλαμβάνει μόνο «νεκρές» επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα.
 
Αυτά τροφοδοτούν την επίπλαστη εικόνα περί δήθεν χρεών 100 δις στην εφορία (τα πραγματικά είναι 6-10 δις). Την ίδια στιγμή στην Ευρώπη, η εκκαθάριση μιας επιχείρησης διαρκεί κατά μέσο όρο από 6 έως 18 μήνες. Οι «περαιώσεις» είχαν γίνει μόνιμο εργαλείο για δεκαετίες, ενώ η πολυνομία και οι ερμηνευτικές διατάξεις ένα ατέρμονο, δαιδαλώδες και αναποτελεσματικό σύστημα.
 
Δεύτερον, ο εξοβελισμός της χωροταξίας, η συντήρηση της αυθαίρετης δόμησης και της ελληνικής πατέντας της «εκτός σχεδίου δόμησης». Μόλις προχθές με την παρουσίαση του χωροταξικού σχεδίου της Μυκόνου ανακοινώθηκε, ότι το 50% των κτισμάτων της Μυκόνου είναι αυθαίρετα. Στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις (δασικοί χάρτες, Κτηματολόγιο, χωροταξικά σχέδια σε επίπεδο Δήμου η Νομού με οριοθετημένες ζώνες για τουριστική, βιομηχανική, βιοτεχνική, αγροτική (γη υψηλής παραγωγικότητας) ανάπτυξη, δεν έγιναν ποτέ.
 
Ο Βενιζέλος τις είχε θεωρήσει άμεσης προτεραιότητας το 1930, οι κατά καιρούς απόπειρες θάφτηκαν (Τρίτσης), ενώ το ΣΤΕ έχει αναγκαστεί να παρέμβει πολλές φορές για την υλοποίηση τους. Ήταν το Τρίτο Μνημόνιο και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που προχώρησε στην ταυτόχρονη υλοποίηση όλων αυτών των αλλαγών, πριν η ΝΔ αναστείλει, αμέσως μετά, κάποια και επανασχεδιάσει άτολμα τα υπόλοιπα.
 
Και ο κατάλογος των αναχρονισμών είναι ατελείωτος. Το σύστημα εκτίμησης του κόστους και των διαγωνισμών των δημοσίων έργων, – μόνιμα πληθωρισμένο, διπλάσιο κατά κανόνα από το πραγματικό, το σύστημα των δημοσίων προμηθειών, η αδειοδότηση επιχειρήσεων, η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, οι ειδικές κατά παρέκκλιση του νόμου ρυθμίσεις που ψηφίζονται ως τροπολογίες, η κατάσταση στη δικαιοσύνη, οι συνεχείς αναθεωρήσεις του προϋπολογισμού, η πολυνομία, η αναπαραγωγή των γκρίζων ζωνών στη νομοθεσία και τη διοίκηση, η λειτουργία των ΜΜΕ χωρίς άδεια για 25 χρόνια, και πληθώρα άλλων που καθιστούν τους αναχρονισμούς σχεδόν μία μόνιμη κατάσταση .
 
Μπορεί τα ρουσφέτια ή οι διορισμοί στο δημόσιο να είναι μία προφανής πρακτική του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, ίσως και λίγο παρωχημένη, αλλά όλα συνηγορούν σε ένα απλό δεδομένο. Ο ελληνικός δικομματισμός αναπαράγει, παρά τα διαδοχικά κύματα οικονομικής και θεσμικής ευθυγράμμισης με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, μία μόνιμη ατελή θεσμική συγκρότηση. Είναι ως να υπάρχει αποστροφή, στον καθολικό κανόνα, τη θεσμικότητα και την αυτονομία των θεσμών και την ισοτιμία των πολιτών απέναντι στο νόμο. Αυτοί οι αναχρονισμοί συγκροτούν την «πολιτική ύλη» για τη εξυπηρέτηση συμφερόντων και τη συνεχή πολιτική διαμεσολάβηση. Αυτά αποτελούν τα μόνιμα εργαλεία άσκησης και αναπαραγωγής του ολιγαρχικού δικομματισμού. Με τεράστιο όμως οικονομικό κόστος.
 
Οι οικονομικές συνέπειες του Πολιτικού
 
Η μακρά διάρκεια της Μεταπολίτευσης, είναι μία οικονομική περίοδος αργής ανάπτυξης, μικρών αναλαμπών και κατάρρευσης. Η Ελλάδα, μεταπολεμικά, υπήρξε για δύο δεκαετίες, η γρηγορότερα αναπτυσσόμενη χώρα της Ευρώπης, με μέσους ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 6-7%, με επίκεντρο την εκβιομηχάνιση, την αστικοποίηση και την άνοδο της αγροτικής οικονομίας. Στην μακρά περίοδο έκτοτε, βρέθηκε με ήπια ανάπτυξη, με μέσο ρυθμό γύρω στο 2%, χωρίς κοινό βηματισμό με τις γενικότερες οικονομικές αναδιατάξεις της Ευρώπης, τώρα πια και των Βαλκανίων και των Ανατολικών χωρών.
 
Η αγροτική οικονομία αποδυναμωνόταν σταδιακά, πριν αρχίσει να φθίνει και σε απόλυτους όρους, μετά το 2000. Η βιομηχανία που αναπόφευκτα πιέστηκε από τη φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου, απέτυχε να αναδιαρθρωθεί. Εν κατακλείδι στην κρίση του 2010, η ελληνική οικονομία είχε την αγροτική οικονομία στο 4% του ΑΕΠ, και τη βιομηχανία στο 10-12%. Το 85% της οικονομίας ήταν τουρισμός, εμπόριο, κατασκευές, υπηρεσίες και φυσικά ναυτιλία (ως αυτόνομος όμως διεθνής κλάδος). Κοινώς μία οικονομία χαμηλής εγχώριας προστιθέμενης αξίας και χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας.
 
Η αιτία ήταν απλή. Η Ελλάδα είχε, και έχει, συνολικά το μικρότερο ποσοστό επενδύσεων στο ΑΕΠ (μετά βίας 15% έναντι 20-25% στην Ε.Ε.) και το μικρότερο ποσοστό ξένων επενδύσεων στην Ευρώπη (και σχεδόν μηδενικών άμεσων). Οι δύο αυτοί δείκτες είναι και οι πιο αποκαλυπτικοί. Και η χαμηλή ροή επενδύσεων εδράζεται, ανάμεσα και σε άλλους λόγους, στους «αναχρονισμούς».
 
Η ποιότητα των θεσμών είναι η κύρια διαφορά ανάμεσα στις οικονομίες που προοδεύουν και σε αυτές που αποτυγχάνουν, σύμφωνα με τους φετινούς νομπελίστες των Οικονομικών, Acemoglu και Robinson. Και πρακτικά υπάρχουν δύο κατηγορίες οικονομιών.
 
Αυτές με ατελείς θεσμούς, που χαρακτηρίζονται ως «extractive» οικονομίες, που απομυζούν υπάρχοντες πόρους και συντηρούν την πολιτική επιρροή στην οικονομία και οι «inclusive», όπου οι θεσμοί είναι ισχυροί, η λειτουργία της οικονομίας είναι αρκούντως αυτόνομη, η εργασία έχει κεντρική θέση, το ίδιο και οι ισότιμοι κοινωνικοί θεσμοί (κοινωνικό κράτος) και η καινοτομία και τεχνολογική πρόοδος ενθαρρύνονται από ένα πλέγμα κρατικών και χρηματοδοτικών θεσμών.
 
Το επενδυτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πρωτίστως θέμα θεσμών. Πως να προσελκυστεί ένας ξένος επενδυτής στην πιο απλή αγορά, -ενός σπιτιού στη Μύκονο, όταν προσκρούει στην αυθαιρεσία. Πολύ περισσότερο στην εγκατάσταση μίας βιομηχανικής ή τουριστικής μονάδας, ελλείψει χωροταξίας και ζωνών χωροθέτησης δραστηριοτήτων. Πως να γίνονται επενδύσεις σε μία οικονομία όπου η πιο απλή δραστηριότητα, απαιτεί μήνες αδειοδότησης, κατά κανόνα δύστροπης και αντιφατικής, το φορολογικό σύστημα ενέχει ασάφειες, οι νομικές και δικαστικές διαδικασίες είναι προκλητικά χρονοβόρες.
 
Οι θεσμικές ατέλειες καθιστούν συχνά την πολιτική διαμεσολάβηση αναγκαία, από την πιο μικρή επένδυση ενός επαγγελματία, μέχρι τις πιο μεγάλες επενδύσεις. Και ακόμα χειρότερο οι θεσμικές ατέλειες αποθαρρύνουν την ίδια την τεχνολογική ανάπτυξη, την καινοτομία, που χρειάζεται ένα πολύ διαφορετικό οικοσύστημα θεσμών, υποδομών και χρηματοδότησης.
 
Έτσι απλέ μείνε ο τουρισμός να απορροφά το μεγάλο μέρος των επενδύσεων, αλλά ως γνωστόν, όχι μόνο «βαριά βιομηχανία» δεν είναι, αλλά είναι χαμηλών κεφαλαιακών απαιτήσεων και χαμηλής παραγωγικότητας και αμοιβών της εργασίας. Ο τουρισμός συνεχίζει να ανθεί στις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά εκεί ο κλάδος θεωρείται συμπληρωματικός. Αντίθετα καμία χώρα, συνήθως «εξωτική», δέν αναπτύχθηκε μέσω του τουρισμού. Η ανταγωνίστρια μας στον τουρισμό Τουρκία, που το 2000 είχε το ίδιο ΑΕΠ με την Ελλάδα (περίπου 230 δις), σήμερα έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από την Ελλάδα (960 δις), αλλά αυτό προέκυψε κυρίως από τη βιομηχανική και τεχνολογική της ανάπτυξη.
 
Από τη δεκαετία του ‘80 και μετά η οικονομία είναι απόλυτα στηριζόμενη στη ροή ξένων πόρων. Μεσογειακά προγράμματα, διαρθρωτικά Ταμεία και επιδοτήσεις είναι τα προφανή. Αλλά αυτά είναι λίγα: 3-4% του ΑΕΠ. Ο δημόσιος δανεισμός έδωσε μία πρώτη λύση. Το ΠΑΣΟΚ ανέπτυξε το κοινωνικό κράτος, και σωστά, αλλά το έκανε με δανεικά. Το δεύτερο κύμα χρηματοδότησης της περιόδου 1995-2008 προέκυψε από τις χρηματαγορές.
 
Οι πλεονασματικές εμπορικά οικονομίες του Βορρά και οι ελλειμματικές οικονομίες του Νότου εντός της Ε.Ε., εξισορροπήθηκαν από την αντίστροφη ροή τραπεζικών και χρηματοδοτικών πόρων. Οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες δάνειζαν εκτεταμένα τις ελληνικές τράπεζες και το δημόσιο. Αυτό σήμαινε αύξηση της κατανάλωσης, στεγαστικά δάνεια και έργα. Σήμαινε όμως ταυτόχρονα και αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που μετά έγιναν το φετίχ των μνημονιακών χρόνων.
 
Ενώ η ιστορία μας έχει ως τομές τους εκσυγχρονισμούς του Τρικούπη, του Βενιζέλου, και του Καραμανλή της δεκαετίας του ‘50, όλες επικεντρωμένες στο κράτος και τους αναπτυξιακούς θεσμούς, που ώθησαν την ιδιωτική οικονομία, η τελευταία απόπειρα εκσυγχρονισμού της περιόδου Σημίτη, άφησε άθικτο το κράτος, και θεώρησε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και η ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας θα έφερνε ανάπτυξη.
 
Η αναπτυξιακή αποτελμάτωση της οικονομίας φαίνεται και από δυό ακόμα δείκτες. Η φτωχότερη χώρα συνήθως εξάγει ανθρώπινο δυναμικό. Και μάλιστα το πιο δυναμικό. Και αυτό συμβαίνει συνεχώς και αδιαλείπτως για 20 περίπου χρόνια. Και μαζί φεύγουν, από την κρίση και μετά, και οι μετανάστες που στήριξαν την οικονομία στην τελευταία αναλαμπή της. Και ταυτόχρονα αναπαράγει μία οικονομία που γίνεται όλο και περισσότερο extractive, αντί για inclusive. Διαδοχικοί κλάδοι της οικονομίας συμπιέζονται για να δημιουργηθούν πεδία κερδοφορίας. Αντί της δημιουργίας νέου πλούτου είναι η συμπίεση του υπάρχοντος.
 
Τέλος οι πολλαπλασιαστές έχουν αποδυναμωθεί. Η ελληνική οικονομία τα τελευταία πέντε χρόνια δαπάνησε 60 δις στην πανδημία, πήρε 35 δις από το Ταμείο Ανάκαμψης, 25 δις ΕΣΠΑ και 27 δις ΚΑΠ μέχρι το 2027. Με τόση τεράστια ροή πόρων η ανάπτυξη είναι ασθενική, 2 με 2,5%, και προβλέπεται, χωρίς αυτούς, σχεδόν να μηδενιστεί στην επόμενη δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι οι πολλαπλασιαστές της ροής πόρων έχουν πέσει κάτω από τη μονάδα, ότι ρίχνοντας πόρους στην οικονομία, όχι μόνο δεν προκαλείτε δεύτερος ή τρίτος κύκλος ιδιωτικών επενδύσεων, όπως προβλέπει η οικονομική θεωρία, αλλά χρειαζόμαστε 3-4 ευρώ εξωτερικούς πόρους για να προκύψει 1 ευρώ εγχώρια ανάπτυξη.
 
Δυστυχώς για τη χώρα, η σημερινή οικονομία κινείται ακριβώς στον αντίποδα των δυναμικών οικονομικών εξελίξεων. Εσωστρεφής αντί για εξωστρεφής, στάσιμη και παγιδευμένη στους αναχρονισμούς της, καθηλωμένη σε κλάδους και δραστηριότητες χωρίς μέλλον, αποκλίνει όλο και περισσότερο από την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Και το ηγεμονικό πολιτικό σύστημα ακολουθεί τα ίδια ίχνη της μακράς περιόδου της μεταπολίτευσης.
 
Γιώργος Σταθάκης