Στη Νέα Δημοκρατία προφανώς υπάρχει μια εσωτερική οδηγία: «κάθε φορά που σας ρωτάνε για κάτι που είτε δεν ξέρετε ή δεν θέλετε να απαντήσετε, αλλάξτε τη συζήτηση με μια αναφορά στα πεπραγμένα της περιόδου 2015-2019». Η πρώτη φορά που το είδα αυτό ξεκάθαρα ήταν σε μια τηλεοπτική συζήτηση με την κυρία Βούλτεψη. Όταν τη ρώτησα γιατί στη χώρα μας επιμένουμε σε τόσο χαμηλό φόρο στα μερίσματα -τον δεύτερο χαμηλότερο σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ μετά τη Λετονία (!)- άρχισε να μου απαντά μονότονα «ρωτήστε τον κύριο Τσακαλώτο». Ομολογώ ότι τα έχασα. Να σε ρωτάνε κάτι για το 2024 και να σου απαντάνε για το 2015 είναι κάτι που με ξεπερνάει.
Αυτή τη φορά, ήμουν πιο υποψιασμένος. Όταν προχτές ο κύριος Καραγκούνης άρχισε να αραδιάζει στοιχεία για τους μισθούς στην Ελλάδα του 2024 με θριαμβικό τόνο για το πόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν μηνιαίο εισόδημα της τάξης των 800 ευρώ, τον ρώτησα πως είναι δυνατόν να περηφανεύεται για κάτι τέτοιο. Μου αντέτεινε ότι επί ΣΥΡΙΖΑ ήταν χαμηλότεροι. Η ουσία του θέματος σηκώνει συζήτηση- για το τι μειώσεις είχε φέρει η κρίση προ του 2015, πώς εξελίχθηκαν οι μισθοί στα χρόνια του Μνημονίου, το πόσο έχει αλλάξει παράλληλα το κόστος ζωής από τα ενοίκια μέχρι τον πληθωρισμό. Αλλά τον κύριο Καραγκούνη δεν τον ενδιαφέρει αυτό. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι ο αποπροσανατολισμός της συζήτησης από το βασικό: ότι σήμερα, το 2024, ζούμε σε μια χώρα που αυξάνεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων, ανοίγει η ψαλίδα της ανισότητας και η κυβέρνηση αρνείται να εφαρμόσει την κοινοτική οδηγία για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Αυτή τη φορά δεν κρατήθηκα. Καθρεφτάκι.
Γιατί μόνο έτσι μπορεί να απαντήσει κανείς σε ένα πολιτικό προσωπικό που απολαμβάνει τα προνόμια -και τα εισοδήματα- της θέσης του και συνάμα περιφρονεί τη νοημοσύνη μας.