Macro

Νάσος Ηλιόπουλος: Το «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου, η μάχη που ποτέ δεν πίστεψε το καθεστώς Μεταξά

Το γεγονός ότι εκ των υστέρων περισσεύουν τα λόγια και οι ιστορίες ηρωισμού εξηγεί και την ανάγκη του αστικού κόσμου (που είχε συνθηκολογήσει με το καθεστώς του Μεταξά), αντιπαράθεσης με την πραγματική λαϊκή εμπειρία της αντίστασης.
 
Κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες ζωντανεύει η συζήτηση για το αν ο δικτάτορας και φασίστας Μεταξάς είπε τελικά το «Όχι», αν το έκανε υπό πίεση από το φιλλοαγγλικό κομμάτι του καθεστώτος ή αν το «Όχι» το είπε ο λαός. Μικρή σημασία έχει η παράθεση του πραγματικού διαλόγου μεταξύ του Ιταλού Πρέσβη και του Μεταξά ο οποίος μετά το τελεσίγραφό απάντησε «λοιπόν, έχουμε πόλεμο».
 
Αξίζει όμως η μελέτη των γεγονότων από την έναρξη του πολέμου μέχρι την παράδοση. Μέσα από αυτή προκύπτον κρίσιμα συμπεράσματα για το πώς το καθεστώς της 4ης Αυγούστου έκανε τα πάντα για να αποφύγει την σύγκρουση, ποτέ δεν ετοίμασε το στράτευμα για την αποτελεσματική διεξαγωγή του πολέμου και τέλος ότι η ισχυρή φιλογερμανική συνιστώσα στρατιωτικών στελεχών από την πρώτη στιγμή εργάστηκε για την παράδοση και την συνεργασία με τους Ναζί.
 
Ας ξεκινήσουμε από το τέλος, από την συνθηκολόγηση.
 
Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγγελος Ελεφάντης:
 
«Η αποχώρηση του Βασιλιά και των άλλων και η συνθηκολόγηση των στρατηγών, που χαρακτηρίστηκαν από τον κόσμο φυγή και προδοσία, ήταν γεγονότα με εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία στην λαϊκή ψυχολογία (…) Φαντάροι και αξιωματικοί γυρνώντας στα σπίτια τους την άνοιξη του 41, άοπλοι και πεινασμένοι, με μόνη τη λαϊκή στοργή ως στήριγμα, ήταν ένας στρατός ταπεινωμένων νικητών»[1] Ο Άγγελος Τερζάκης, στα διηγήματα του «Απρίλης», περιγράφει την σκηνή όπου ένας ταγματάρχης και δύο λοχίες πυροβολητές, αυτοκτόνησαν έξω από τα Γιάννενα πάνω στα πυροβόλα τους την στιγμή της παράδοσης των όπλων. Το κυρίαρχο αίσθημα ήταν αυτό της προδοσίας και όχι της ήττας. Αυτό το συναίσθημα ήταν που αποτέλεσε και την πρώτη ύλη για την εκρηκτική ανάπτυξη της αντίστασης.
 
Ας προσπαθήσουμε να δούμε την εξέλιξη των πραγμάτων και της αποφάσεις του καθεστώτος.
 
Ο Μεταξάς από την πρώτη στιγμή σύρθηκε στον πόλεμο με πνεύμα ηττοπάθειας και προετοιμάζοντας την αποτυχία. Σε συγκέντρωση Αξιωματικών τον Απρίλιο του 1940 υποστηρίζει «Θα αντισταθούμε όθεν ερρωμένος και θα πέσωμεν ενδόξως». Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει την Ελλάδα τόσο απροετοίμαστη που ακόμα και για μια λειψή επιστράτευση θα χρειαστούν τρεις εβδομάδες.
 
Το καθεστώς αρνείται να στείλει στο Μέτωπο την πλειοψηφία των απότακτων δημοκρατικών αξιωματικών. Οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφωνίες ιεραρχούνται πιο ψηλά από το ζήτημα της άμυνας της χώρας. Προτιμάει να στερηθεί μια σειρά από έμπειρα στρατιωτικά στελέχη από το να ενισχύσει το μέτωπο.
 
Διατηρεί μέχρι τέλους στις φυλακές και στην εξορία τους κομμουνιστές παρά το γεγονός ότι προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο μέτωπο. Αντί για αυτό το καθεστώς προτιμάει να τους παραδώσει στις αρχές κατοχής. Πέρα από το γνωστό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη, εμβληματικό είναι το παράδειγμα των κρατουμένων στην Ακροναυπλία όπου με υπόμνημα ζητάνε την μεταφορά τους στο μέτωπο:
 
«εμείς οι κομμουνιστές, ξεχνώντας το παρελθόν, παίρνουμε την θέση μας στην πρώτη γραμμή του πυρός κάτω από τις διαταγές σας για την συντριβή των φασιστών επιδρομέων και την υπεράσπιση της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας μας».
 
Το καθεστώς στέλνει ομάδες της Ειδικής Ασφάλειας στο μέτωπο για να «εκκαθαρίσουν τον πεινασμένο, ψειριασμένο και κρυολογημένο στρατό» από στρατιώτες που το καθεστώς θεωρεί εσωτερικό κίνδυνο και τους στέλνει σε ειδικά στρατόπεδα στην Βόνιτσα και στην Θάσο. Συλλαμβάνει κοινοτάρχες των Σλαβομακεδόνων και τους στέλνει εξορία στα νησιά την στιγμή που τα παιδιά τους πολέμησαν ηρωικά στην 4η Μεραρχία Κοζάνης και στην Μεραρχία Φλώρινας. Συλλαμβάνει προοδευτικούς και δημοκρατικούς διανοούμενους γιατί τόλμησαν να υποστηρίξουν ότι «πρέπει οι Έλληνες να πολεμήσουν τον Ιταλικό Φασισμό».
 
Ο Μεταξάς και το ΓΕΣ αρνούνται τον χειμώνα του 1941 την συμβολή Αγγλικών δυνάμεων (2-3 Μεραρχίες και αεροπορία), με το επιχείρημα ότι θα δώσει το απαραίτητο πρόσχημα στην Γερμανία να εισβάλει στην Ελλάδα.
 
Μέχρι τελευταία στιγμή η διεξαγωγή του πολέμου στην Αλβανία γίνεται με όρους ηττοπάθειας, χάνοντας την ευκαιρία για γρήγορη επέλαση προς Αυλώνα και ακινητοποιώντας τον στρατό στο Τεπελένι που αποδεκατίζεται όχι από την μάχη αλλά το κρύο.
 
Μετά τον θάνατο του Μεταξά η εικόνα δεν αλλάζει. Ακόμα και υπουργοί του καθεστώτος ζητούν μεσολάβηση της Γερμανίας για τον τερματισμό της ελληνοϊταλικού πολέμου.
 
Γερμανόφιλα στελέχη του στρατού όπως ο διοικητής της 4ης Μεραρχίας στην Ήπειρο υποστηρίζουν ανοιχτά ότι η άμυνα εναντίον των Γερμανών θα ήταν εγκληματική και πίεζαν το ΓΕΣ να μην δεχτεί απόβαση αγγλικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος. Κρίσιμα στρατιωτικά λάθη επιτρέπουν στον αντίπαλο να αιχμαλωτίσει 62.000 στρατιώτες και 3.000 αξιωματικούς με όλο το πολεμικό υλικό από τον στρατό στην Ανατολική Μακεδονία.
 
Μέσα στα υψηλόβαθμα στελέχη του στρατού πληθαίνουν οι φωνές που ζητάνε παράδοση. Στις 18 Απριλίου ο επιτελάρχης του Τσολάκογλου, συνταγματάρχης Χρυσοχόος, μεταβαίνει στην Αθήνα για να ζητήσει από το ΓΕΣ να βγει διαταγή συνθηκολόγησης. Τελικά η παράδοση υπογράφηκε στις 21 Απριλίου. Οι ίδιοι άνθρωποι στελεχώνουν και στηρίζουν τις κατοχικές κυβερνήσεις Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου και Ράλλη.
 
Η συνθηκολόγηση ορθώς αντιμετωπίστηκε από την μεγάλη πλειοψηφία των στρατιωτών και του λαού ως προδοσία. Η εμπιστοσύνη του λαού στις πολιτικές δυνάμεις που φέρουν την ευθύνη για αυτή την εξέλιξη κατέρρευσε εντελώς. Όπως αναφέρθηκε και εισαγωγικά, δεν υπήρχε η αίσθηση της ήττας αλλά της προδοσίας και ενός αγώνα που μόλις είχε ξεκινήσει. Αν δεν κατανοήσουμε αυτό λαϊκό αίσθημα είναι δύσκολο να διαβάσουμε και τις μετέπειτα εξελίξεις και την εκρηκτική άνοδο του αντιστασιακού κινήματος κυρίως μέσα από το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ.
 
Δεν μπορεί λοιπόν να προκαλεί έκπληξη που τα στελέχη της 4ης Αυγούστου ποτέ δεν πίστεψαν και δεν οργάνωσαν τους όρους και τις προϋποθέσεις για την στρατιωτική σύγκρουση που όλοι έβλεπαν ότι ερχόταν. Το γεγονός ότι εκ των υστέρων περισσεύουν τα λόγια και οι ιστορίες ηρωισμού εξηγεί και την ανάγκη του αστικού κόσμου (που είχε συνθηκολογήσει με το καθεστώς του Μεταξά), αντιπαράθεσης με την πραγματική λαϊκή εμπειρία της αντίστασης. Αυτή η τάση φθάνει μέχρι τα σημερινά στελέχη της ΝΔ που «τιμούν το Όχι του Μεταξά» και απέχουν από την τελετή για τα 80 χρόνια της απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Ναζί. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι η ιστορία είναι ένα ανοιχτό πεδίο μάχης και ότι η μάχη αυτή πάντα αφορά το μέλλον.
 
 
[1] Τόσο το συγκεκριμένο απόσπασμα όσο και στο σύνολο των πληροφοριών που ακολουθούν έχουν αντληθεί από το βιβλίο του Α. Ελεφάντη «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης» (σ.223-244)
 
Νάσος Ηλιόπουλος