Η πρώτη ιατρική εντολή για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού (οποιουδήποτε καρκίνου φυσικά) είναι οπωσδήποτε η πρόληψη. Από τη στιγμή που μια γυναίκα πλησιάζει την ηλικία των 40 γνωρίζει ότι οφείλει να κάνει κάθε χρόνο μια μαστογραφία ώστε να προλάβει έγκαιρα την εμφάνιση της νόσου, θεμελιώδη προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.
Είναι γεγονός ότι καταρχάς οι γιατροί και οι Σύλλογοι όπως το «Άλμα Ζωής» έκαναν μια συστηματική και μεθοδική, έμπρακτη (με φορητά συνεργεία σε απομακρυσμένες περιοχές) προπαγάνδηση της αξίας της πρόληψης. Στη συνέχεια, η ψήφιση του νόμου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με πρωτοβουλία της Φώφης Γεννηματά και τη στήριξη όλων των βουλευτριών του Κοινοβουλίου, καθώς και η περαιτέρω βελτίωση του νόμου θεσμοθέτησε την πρόληψη και άνοιξε τον δρόμο ώστε η ιατρική εντολή να γίνει δικαίωμα των γυναικών στην έγκαιρη διάγνωση.
Είναι γεγονός ότι η προπαγάνδηση και η θεσμοθέτηση της πρόληψης εξοικείωσε ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού με την ιατρική εξέταση ως πράξη απαραίτητη, κοινωνικοποίησε την ίδια την πράξη. Όχι πλέον ως μια ατομική πρωτοβουλία αλλά ως μια πράξη εσωτερικής αλληλεγγύης και αλληλοκατανόησης της ίδιας της κοινότητας των γυναικών. Θα έλεγα ότι οικοδομήθηκε μια κοινότητα, αυτή των γυναικών που έχει συνείδηση αυτής της ετήσιας, σωτήριας ιατρικής πράξης. Το ζήτημα ωστόσο που παραμένει ανοικτό, το ζήτημα που μειώνει τη δύναμη αυτής της πρώτης εντολής είναι το σε ποιο βαθμό έχουμε κατορθώσει πολιτικά, κοινωνικά αλλά θα τολμούσα να πω και ψυχολογικά να διευρύνουμε την κοινότητα των γυναικών ώστε να μην υπάρχουν αποκλεισμοί. Και εδώ υπάρχουν ακόμα πολλά αγκάθια: ανισότητες ανάμεσα στις πόλεις και τις απομακρυσμένες περιοχές, ανισότητες μέσα στην ίδια την πόλη, ανισότητες ανάλογα με την προέλευση (πόσο εύκολο είναι για μια γυναίκα μετανάστρια να αποκτήσει αυτή τη συνείδηση στην πράξη), ανισότητες λόγω φόβου (ο καρκίνος τρομάζει) κλπ. Η κάλυψη λοιπόν με προληπτική μαστογραφία όλου του γυναικείου πληθυσμού σε όλη τη χώρα, η διευκόλυνση στην πρόσβαση για την εκτέλεση της ιατρικής πράξης έχουν δρόμο ακόμα. Κρίσιμο λοιπόν είναι να αναζητήσουμε και να διαβάσουμε προσεκτικά τα στατιστικά στοιχεία πρόσβασης των γυναικών στην πρόληψη. Να διαβάσουμε τις ανισότητες. Οι γυναικείες οργανώσεις των πολιτικών κομμάτων για παράδειγμα μπορούν να οργανώσουν εκστρατείες σε υποβαθμισμένες γειτονιές, σε σωφρονιστικά ιδρύματα, σε χωριά. Είναι σημαντικό τα πολιτικά κόμματα να ρίξουν το βάρος στην άρση αυτών των ανισοτήτων στην κοινότητα.
Η δεύτερη ιατρική εντολή, πολύ σημαντική και αυτή είναι η γρήγορη αντιμετώπιση του καρκίνου όταν αυτός διαγνωστεί. Και με αυτή την εντολή η ιατρική επιστήμη «δείχνει» τη σημασία της άμεσης χειρουργικής επέμβασης. Και εδώ αρχίζουν τα πολύ δύσκολα που φτάνουν σε επίπεδα πανικού για τη γυναίκα που νοσεί. Το μαρτύριο της αναζήτησης χειρουργού, κλείσιμο ραντεβού για το χειρουργείο. Για το πόσο δύσκολη μπορεί να αποδειχτεί αυτή η υπόθεση αρκεί να αναφέρω ότι σε μια πόλη όπως η Πάτρα, το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου, που εξυπηρετεί μια ευρύτατη περιοχή, διαθέτει μόλις μία χειρουργό μαστού (αριθμός μία). Δεν συζητώ ότι στη Νοτιοδυτική Ελλάδα δεν υπάρχει ένα ογκολογικό Νοσοκομείο, όπως στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Αλλά αυτό είναι μια ευρύτερη πονεμένη ιστορία, που ωστόσο πρέπει κάποτε να αντιμετωπιστεί, αν θέλουμε να ισχυριζόμαστε ότι αυτό το κράτος σέβεται τους κατοίκους της, προσφέρει σύγχρονα και ριζοσπαστικά όπλα στη μάχη για τον καρκίνο.
Οι γυναίκες λοιπόν της περιφέρειας σπεύδουν για χειρουργείο στην Αθήνα (τουλάχιστον από τη Νότια Ελλάδα και τα νησιά). Ο Γολγοθάς του φόβου για την εγχείρηση επιδεινώνεται δραματικά από τα προβλήματα της μετακίνησης, της διαμονής, κλπ. Οι περισσότεροι χειρουργοί και τα δημόσια Νοσοκομεία κάνουν ό,τι μπορούν. Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις (που είναι πολλές) η ασθένεια αποκτά μια δραματική υλικότητα, όχι πάντα εύκολα αντιμετωπίσημη. Από την άποψη λοιπόν της πολιτικής και των πολιτικών κομμάτων, είναι επείγουσα ανάγκη να διεκδικηθεί η μείωση μέχρι εξουδετέρωσης της υλικότητας στην αντιμετώπιση της ασθένειας. Η κυβέρνηση της ΝΔ, ακριβώς λόγω ιδεολογίας, ούτε θέλει αλλά ούτε την ενδιαφέρει αυτή η διάσταση της ασθένειας. Άλλωστε το αποδεικνύει διαρκώς με την πολιτική της για το δημόσιο σύστημα υγείας (ιδιωτικοποιήσεις, απογευματινά χειρουργεία, κλπ) που επιδεινώνει την υλικότητα της ασθένειας που οδηγεί στην όξυνση των ανισοτήτων. Για τα κόμματα όμως του λεγόμενου προοδευτικού τόξου, η διεκδίκηση ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας πρέπει να στηριχθεί ακριβώς στη μείωση των υλικών αναγκών που δημιουργεί η ασθένεια, κατεξοχήν στη φάση της αντιμετώπισής της. Το δημόσιο λοιπόν σύστημα υγείας και η ενίσχυσή του, αποτελούν προϋπόθεση συνοχής και αλληλεγγύης της κοινότητας απέναντι στον καρκίνο. Αυτό συνιστά ένα ουσιαστικό διάβημα ριζοσπαστικού εκσυγχρονισμού, και εμπέδωση ενός νέου υγειονομικού πατριωτισμού για την αντιμετώπιση του καρκίνου.
Η τρίτη ιατρική εντολή είναι οι θεραπείες, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, φαρμακευτική αγωγή στη συνέχεια. Κρίσιμη και αυτή η εντολή, οδυνηρή όμως για τη γυναίκα. Θα αφήσω στην άκρη τα διαφορετικής φύσης ατομικά προβλήματα που δημιουργούν κατεξοχήν οι χημειοθεραπείες (απώλεια μαλλιών, σημαντική απώλεια για μια γυναίκα), θα μείνω μόνο στην αναγκαιότητα των θεραπειών. Με απλά και σύντομα λόγια, δεν έχουν όλες οι γυναίκες δυνατότητα πρόσβασης στις χημειοθεραπείες και τις ακτινοβολίες αν δεν ζουν σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο. Εδώ η υλικότητα της αντιμετώπισης της ασθένειας επενδύεται και με σημαντική ταλαιπωρία. Γυναίκες από νησιά, από απομακρυσμένες περιοχές, κλπ., είτε κάνουν τη θεραπεία και φεύγουν μέχρι την επόμενη (πράγμα επώδυνο γιατί μετά από μια χημειοθεραπεία δεν «πετάς» -για να το θέσω κομψά) ή (σε πιο σπάνιες περιπτώσεις) πρέπει να μείνουν για ένα διάστημα εκτός τόπου διαμονής. Γίνεται αμέσως αντιληπτό πόσα προβλήματα –οικογενειακού, εργασιακού, κοινωνικού χαρακτήρα- τίθενται.
Ένα άμεσο μέτρο που ο υπουργός Υγείας θεώρησε ότι πρέπει να κοπεί είναι η κάλυψη τουλάχιστον των εξόδων μετακίνησης των γυναικών από τον τόπο διαμονής προς τον τόπο θεραπείας. Κι εδώ υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο: η κάλυψη πρέπει να γίνεται σε σχέση με τις ανάγκες της γυναίκας. Η αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού (και των άλλων καρκίνων φυσικά) πραγματοποιείται από μια ομάδα γιατρών: τον χειρουργό, τον ογκολόγο, υπεύθυνο για τις χημειοθεραπείες και τον ακτινολόγο για τις ακτινοβολίες. Αυτή η ομάδα αποτελεί τον κύκλο εμπιστοσύνης, το μέτωπο μάχης για τη γυναίκα. Είναι οι «στρατηγοί» με τους οποίους μπαίνει στη μάχη, και αυτό δεν είναι καθόλου απλό. Όταν λοιπόν έρχεται μια γυναίκα από την Αλόννησο στην Αθήνα και κατόπιν συνεννόησης με τον χειρουργό της έχει επιλέξει ογκολόγο για τις χημειοθεραπείες και ακτινολόγο για τις ακτινοβολίες και έχει ξεκινήσει αυτή την επώδυνη αλλά σωτήρια διαδρομή, έστω και κόπο (πήγαινε-έλα), είναι απάνθρωπο να παρεμβαίνει το κράτος και να κόβει τα έξοδα μετακίνησης προς Αθήνα για ακτινοβολίες, με το πρόσχημα ότι υπάρχει και στο Βόλο. Πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό ότι ο ασθενής δεν είναι ένα κομμάτι κρέας: έχει ανάγκη ιατρικής ομάδας. Αυτό είναι ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα αντιμετώπισης του καρκίνου: η διασφάλιση της ιατρικής ομάδας, κάτι που δεν υπάρχει ούτε καν στα μεγάλα αστικά κέντρα με επάρκεια για όλο τον πληθυσμό.
Οι ιατρικές εντολές είναι πολλές. Στέκομαι σε μια τελευταία: τη φαρμακευτική αγωγή. Οι περισσότερες γυναίκες υποχρεώνονται να παίρνουν συγκεκριμένη αγωγή για πολλά χρόνια καθημερινά. Η συμμετοχή σε αυτά τα φάρμακα αυξάνει διαρκώς και φτάνει μηνιαία στα 21,5 ευρώ (για να αναφερθώ μόνο σε ένα παράδειγμα). Κάποιες γυναίκες υποχρεώνονται να περιορίσουν την αγωγή σε λιγότερα χρόνια. Η διεκδίκηση της μείωσης του κόστους των φαρμάκων δεν είναι ιδεοληπτική. Ιδεοληπτική και μεροληπτική ταξικά είναι η διαρκής αύξησή τους. Για έναν ριζοσπαστικό, αριστερό «μέτωπο» η καθολική πρόσβαση του πληθυσμού στα φάρμακα είναι αναγκαιότητα και εξορθολογισμός. Παραλογισμός είναι η διαρκής αύξησή τους.
Κλείνοντας –και έχοντας αφήσει στην άκρη πολλά άλλα σημαντικά θέματα- θα ήθελα να σταθώ σε ένα σημείο. Η προβολή από την τηλεόραση κυρίως ατομικών ιστοριών, με επιφωνήματα του τύπου «πόσο δυνατή είσαστε», «τα καταφέρατε κλπ» είναι παραπλανητική. Από την προσωπική μου εμπειρία τολμώ να πω ότι η δύναμη εξαρτάται από τα συλλογικά όπλα στα οποία έχει πρόσβαση η ασθενής. Υπάρχουν γυναίκες που δεν κάνουν ούτε πρόληψη από το φόβο και την ταλαιπωρία της όλης της διαδικασίας σε περίπτωση που διαγνωστούν με καρκίνο του μαστού. Πώς θα βρουν τα όπλα για να τον αντιμετωπίσουν. Και αυτά είναι όπλα της κοινότητας, είναι συλλογικά και δημιουργούν αλληλεγγύη. Αντί λοιπόν για προσωπικές, ηρωικές ιστορίες (καλές και αυτές, αλλά η αντιμετώπιση του καρκίνου δεν είναι ατομικά ηρωική πράξη, είναι πράξη δύναμης της κοινότητας), χρήσιμο θα ήταν να γίνεται μια καταγραφή των όπλων της κοινότητας και των αναγκών της κοινότητας σε όλες τις λεπτομέρειες τους.
Σε αυτή την πράξη δύναμης της κοινότητας επενδύουμε ως αριστερό κόμμα.
Σία ΑναγνωστοπούλουNEWS 24/7