Macro

Ματίνα Πούλου: Το δόγμα της μηδενικής ανοχής ακουμπά τους ανηλίκους

Τον τελευταίο καιρό η υπερπροβολή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα αξιόποινων πράξεων με δράστες ανηλίκους προκάλεσε την αντίδραση ακόμα και του ίδιου του πρωθυπουργού, που εξήγγειλε αυστηροποίηση των ποινών τόσο για τους δράστες, όσο και για τους γονείς τους. Η γνωστή πλέον καταφυγή στην αυστηρότερη τιμωρία είναι ίσως μια πολιτικά εύκολη πρόταση, ωστόσο υπάρχουν τεράστιες επιφυλάξεις για την ουσιαστική προσφορότητα μιας τέτοιας επιλογής στην καταπολέμηση του εγκλήματος.
 
 
Καταρχάς για την προβαλλόμενη αύξηση της παραβατικότητας των ανηλίκων δεν έχουμε ασφαλή ερευνητικά δεδομένα[1] που να την επαληθεύουν και ως εκ τούτου η σπουδή για λήψη μέτρων, ειδικά κατασταλτικών, δεν δικαιολογείται. Χρειάζεται ίσως να υπενθυμιστεί, ότι τo έγκλημα και ο φόβος του δεν είναι, τουλάχιστον στατιστικά, μεγέθη ανάλογα. Με άλλα λόγια, η γενικευμένη ανησυχία του κοινού για το έγκλημα δεν υπαγορεύεται πάντοτε από αύξηση των αξιόποινων πράξεων. Δυστυχώς συχνά η δημόσια παρουσίαση των περιστατικών είναι αυτή, που διατηρεί το προνόμιο να διαμορφώνει το μέγεθος και την ένταση της απειλής παρά τα πραγματικά όρια του προβλήματος.
 
 
Κι αν όντως συνέβαινε;
 
 
Ας υποθέσουμε, όμως, ότι υπάρχει πράγματι αύξηση κυρίως των βίαιων συμπεριφορών με δράστες ανηλίκους, που στρέφονται κατά των συνομηλίκων τους αλλά και κατά ενηλίκων. Το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση επικεντρώνεται στο τι είδος αντεγκληματική πολιτική θα επιλέξουμε για να αντιμετωπίσουμε την παραβατικότητα αυτής της μορφής. Όπως γνωρίζουμε από την ποινική θεωρία, για τους ανήλικους δράστες ισχύει ένα δυαδικό σύστημα μεταχείρισης, όπου από τη μια πλευρά προβλέπεται ένας μακρύς κατάλογος εξωιδρυματικών μέτρων, που προκρίνουν την αγωγή έναντι της τιμωρίας, και από την άλλη, στερητικές της ελευθερίας κυρώσεις, που στηρίζονται στην ανταπόδοση και την τιμωρία.
 
Στις μεν πρώτες, ανεξάρτητα από τη νομική τους φύση, η παιδαγωγική τους στοχοθεσία επιτρέπει την εφαρμογή της αρχής της σκοπιμότητας με θεσμούς όπως η συνδιαλλαγή θύματος – δράστη, η αποχή από την ποινική δίωξη κ.ά., που βοηθούν τον ανήλικο να συνειδητοποιήσει την πράξη του και να κοινωνικοποιηθεί. Σε αντίθεση οι δεύτερες δεν παύουν να είναι επαχθείς και στιγματιστικές και για αυτό ο ποινικός σωφρονισμός, ο εγκλεισμός δηλαδή, αποτελεί σύμφωνα και με τη Διεθνή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού το έσχατο καταφύγιο της έννομης τάξης. Η επιλογή της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης στην αντιμετώπιση του εγκλήματος όμως δεν είναι ιδεολογικά αποχρωματισμένη ούτε πολιτικά αποφορτισμένη.
 
 
Ο ποινικός μηχανισμός ως παράγοντας υποτροπής
 
 
Η υπερτροφική φυλακή συνήθως λειτουργεί παραπληρωματικά στην ατροφία του κράτους πρόνοιας[2] και ως τέτοια κεντρική πολιτική επιλογή συνδέεται με τη συντηρητική και αυταρχική αντίληψη του «δεν εντάσσω» αλλά «αποκλείω» και τη νεοφιλελεύθερης παράδοσης κυριαρχία της ατομικής ευθύνης στη θέαση των κοινωνικών προβλημάτων. Το αίτημα για περισσότερη φυλακή δεν είναι ασφαλώς ελληνική υπόθεση. Προηγήθηκε για αρκετές δεκαετίες η αντεγκληματική πολιτική των ΗΠΑ που αντικατέστησε το μοντέλο της αναμόρφωσης με αυτό της αχρήστευσης, μια πολιτική στηριγμένη στο δόγμα της μηδενικής ανοχής, αναδεικνύοντας την ποινική αυστηρότητα ως το σημαντικότερο μέσο διαχείρισης της εγκληματικότητας. Τα αποτελέσματα γνωστά και συμπυκνώνονται στη φράση του Wacquant[3], «εάν ήταν πόλη το σωφρονιστικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, θα ήταν σήμερα η τέταρτη μεγαλύτερη μητρόπολη της χώρας».
 
Αλήθεια ποιος μπορεί να πιστεύει σοβαρά, ότι με μια τέτοια πολιτική μηδενικής ανοχής απέναντι σε εφήβους και νέους ανθρώπους θα τους απαλλάξει από έναν μελλοντικό εγκληματικό βίο, όταν την ίδια στιγμή όλοι γνωρίζουμε, ότι η εμπλοκή σε μικρή ηλικία με τον ποινικό μηχανισμό αποτελεί παράγοντα υποτροπής; Θα μειωθεί η παραβατικότητα, αν οι γονείς απειλούνται με πρόστιμα, φυλάκιση και σύρονται σε ανακριτικά γραφεία και δικαστήρια; Και μπορεί μια τέτοια κυβερνητική επιλογή να μην λαμβάνει υπόψη της ερευνητικά δεδομένα και θέσεις επίσημων φορέων, που ασχολούνται με το παιδί, όπως π.χ. της ΟΛΜΕ;
 
 
Επένδυση σε θεσμούς πρόληψης
 
 
Οι σημερινοί ανήλικοι, γεννημένοι δηλαδή μετά το 2006, έχουν βιώσει την οικονομική κρίση και στη συνέχεια έναν πρωτόγνωρο και ιδιότυπο «εγκλεισμό» λόγω της πανδημίας. Χωρίς ίχνος ρομαντικής διάθεσης απέναντί τους, ειδικά σε αυτούς που επιδεικνύουν βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει την και επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη, ότι η παράβαση συχνά αποτελεί επιφαινόμενο της ηλικίας. Αν η επίσημη αντίδραση σε αυτή την παραβατικότητα εξαντλείται στη διαχειριστική λογική της επιχειρησιακής αύξησης της καταστολής και της τιμωρίας, αφήνοντας άθικτους τους παραγωγικούς όρους εμφάνισης του εγκλήματος, τότε είναι ρεαλιστική προοπτική, οι σημερινοί ανήλικοι παραβάτες να γίνουν οι αυριανοί ενήλικες εγκληματίες.
 
Ιστορικά ποτέ η αύξηση του κοινωνικού ελέγχου και των ποινών δεν οδήγησε σε μείωση της εγκληματικότητας καθώς και εμπειρικά γνωρίζουμε, ότι «Η σκληρότης των ποινών άγει εις φαύλον κύκλον»[4]. Μόνο η επένδυση σε θεσμούς πρόληψης μπορεί να απομακρύνει τους ανηλίκους από τη βία και την αντικοινωνικότητα και όχι η κατάχρηση του ποινικού δικαίου, που κατευνάζει πρόσκαιρα την κοινή γνώμη αλλά ελάχιστα προσφέρει στην ουσιαστική αντιμετώπιση του εγκλήματος.
 
 
Σημειώσεις
 
1. Βλ. δήλωση Γ. Νικολαΐδη, διευθυντή ΔΨΥΞΠ Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. https://www.ertnews.gr/perifereiakoi-stathmoi/larisa/g-nikolaidis-i-aystiropoiisi-ton-metron-gia-ti-paravatikotita-ton-neon-tha-odigisei-se-faylo-kyklo-vias/
 
2. Έτσι Ν. Παρασκευόπουλος, «Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο», εκδ. Πατάκης, 2003 σελ. 17.
 
3. Επί λέξει l. Waquant, «Οι φυλακές της μιζέριας», εκδ. Πατάκης, 2001, σελ. 100.
 
4. Παππά, Β. (1970) «Το Βλέμμα της Μεδούσης» Ποινική Επιθεώρησις. Έτος Α’, 1970, σελ.261.
 
Η Ματίνα Πούλου είναι δικηγόρος/διδάκτορας Νομικής.