Macro

Γεωργία Καπλάνογλου: Θέλουμε όντως χαμηλούς φόρους;

Κεντρικό σημείο της οικονομικής πολιτικής της παρούσας κυβέρνησης, είτε όταν εξαγγέλλεται προεκλογικά, είτε όταν διαφημίζεται από κυβερνητικά στελέχη ως υλοποίηση, είναι η εμμονή στη μείωση της φορολογίας. Αυτό ακούγεται καλό στους φορολογούμενους που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά σε καθημερινή βάση. Ο καθένας δικαιούται να έχει την άποψή του για το επίπεδο των φόρων που είναι επιθυμητό σε μια κοινωνία, όμως αυτό που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι η συγκεκριμένη επιλογή της κυβέρνησης έχει τις ρίζες της σε μια επίσης πολύ συγκεκριμένη –και καθόλου ιδεολογικά ουδέτερη– προσέγγιση για το ρόλο του κράτους στην οικονομία.
 
Η άποψη ότι οι φόροι σε μια οικονομία πρέπει να είναι χαμηλοί αποτελεί εργαλείο του ιδεολογικού οπλοστασίου της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, η οποία επίσης υποστηρίζει ότι η κρατική παρέμβαση είναι επιζήμια για την οικονομία, ότι οι δυνάμεις της αγοράς πρέπει να αφεθούν ελεύθερες να καινοτομήσουν, να δρέψουν τους καρπούς των επιτυχιών τους, και έτσι να έχουν κίνητρο για μεγαλύτερες επιτυχίες. Και μην ανησυχείτε! Στο τέλος, όλοι θα ωφεληθούν από την ανεμπόδιστη οικονομική ανάπτυξη. Η θεωρία αυτή, που αναπτύχθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’70 από νομπελίστες οικονομολόγους όπως ο Milton Friedman, ακολουθήθηκε πιστά τη δεκαετία του ’80 από δυτικές οικονομίες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού και, σε μεγάλο βαθμό, καθόρισε τις κοινωνίες που ζούμε σήμερα.
 
Τουλάχιστον ως προς το σκέλος της ανάπτυξης για όλους, η θεωρία αυτή απέτυχε οικτρά, καθώς οι ανισότητες στις οικονομίες που εφαρμόστηκε ανέβηκαν αλματωδώς και το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δεν είδε το πραγματικό του εισόδημα να βελτιώνεται ουσιωδώς. Και, όπως έλεγε η καρδιά των μελετών για την ανισότητα, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Tony Atkinson, το πρόβλημα με την ανισότητα δεν είναι μόνο ότι κάποιοι ζουν με υπερβολική πολυτέλεια, αλλά κυρίως ότι αποκτούν τη δύναμη, μέσω της πολιτικής επιρροής που ασκούν, να αλλάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού ώστε να αυξάνουν κι άλλο την περιουσία τους εις βάρος των πολλών.
 
Αναπόσπαστο τμήμα της ίδιας ιδεολογίας είναι και το δόγμα της ατομικής προσπάθειας, ότι ο τρόπος για να πετύχεις είναι να προσπαθήσεις να αποκτήσεις υψηλό επίπεδο μόρφωσης και να δουλέψεις σκληρά. Ο διάσημος πολιτικός φιλόσοφος Michael Sandel, μεταξύ άλλων ακαδημαϊκών, στο έξοχο πρόσφατο βιβλίο του The tyranny of merit: what’s become of the common good? έχει αποδομήσει πλήρως αυτό το αφήγημα. Για τις ΗΠΑ, το πού θα καταλήξεις στην οικονομική πυραμίδα, εάν και σε ποιο πανεπιστήμιο θα πας, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το κοινωνικο-οικονομικό σου υπόβαθρο. Τα στατιστικά δεδομένα λένε πως η κοινωνική κινητικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη στις σκανδιναβικές χώρες με το ισχυρό κοινωνικό κράτος παρά στη «χώρα της ευκαιρίας», τις ΗΠΑ. Ο Sandel έχει όμως μια ακόμα πιο σοβαρή ένσταση με το δόγμα της ατομικής προσπάθειας, ηθικού χαρακτήρα. Αν θεωρούμε ότι η αγορά αμείβει με βάση τις ικανότητες και την προσπάθεια, τότε δεχόμαστε ότι αυτοί που καταλήγουν στην κορυφή της πυραμίδας το αξίζουν, ενώ εκείνοι που κατέληξαν στη βάση της δεν έχουν παρά να κατηγορήσουν τον εαυτό τους. Οι τεράστιες ανισότητες που παρατηρούμε στις μέρες μας, ηθικά δε νομιμοποιούν αυτό το συμπέρασμα στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων.
 
Ακριβώς στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης είναι οι αξίες της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, για την οποία η αξιοπρεπής διαβίωση του πολίτη δεν πρέπει να εξαρτάται από τη θέση του στην αγορά. Αυτές οι αξίες δημιούργησαν το δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας, τις δημόσιες υπηρεσίες, το κοινωνικό κράτος, την κοινωνική ασφάλιση. Και όλα αυτά χρειάζονται πόρους, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τη φορολογία. Έτσι διασφαλίζεται ότι θα αξιοποιηθεί το ανθρώπινο δυναμικό της κοινωνίας.
 
Στην περίπτωση της Ελλάδας, παρόλο που πρέπει να αποδοθούν εύσημα για τις προσπάθειες εντοπισμού της φοροδιαφυγής πρόσφατα, τα περισσότερα φορολογικά έσοδα εξακολουθούν να αντλούνται από την εγγενώς άδικη έμμεση φορολογία, η φορολογική μεταχείριση των οικογενειών είναι από τις χειρότερες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το κράτος αντιμετωπίζει ολόκληρες επαγγελματικές ομάδες ως φοροφυγάδες φορολογώντας τους με μεθόδους που δεν υπάρχουν σε καμιά χώρα του αναπτυγμένου κόσμου. Παράλληλα, οι δαπάνες ανά φοιτητή στα δημόσια πανεπιστήμια είναι από τις χαμηλότερες σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και το ποσοστό των δαπανών υγείας που καλύπτουν τα νοικοκυριά από τη τσέπη τους είναι μακράν το υψηλότερο στην ευρωζώνη.
 
Αντί, λοιπόν, η κυβέρνηση να έχει ως κύριο στόχο την επιβολή ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος που θα επιβαρύνει αναλογικά περισσότερο αυτούς που όντως έχουν φοροδοτική ικανότητα, για να προσφέρει σε όλους υψηλού επιπέδου δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, προτείνει –καθρεφτάκια σε ιθαγενείς– τη μείωση της φορολογίας ως αντάλλαγμα για τη συστηματική υποβάθμιση των δομών και υπηρεσιών του δημοσίου, προσφέροντας ταυτόχρονα τομείς όπως η υγεία, η παιδεία και οι υποδομές στον ιδιωτικό τομέα προς άλωση. Επομένως, το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι εάν και ποιοι φορολογικοί συντελεστές θα μειωθούν κατά μία ή δύο μονάδες, αλλά το είδος της κοινωνίας που θέλουμε να ζούμε εμείς και τα παιδιά μας.
 
 
Η Γεωργία Καπλάνογλου είναι καθηγήτρια Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ, DPhil Cambridge