Macro

Νόμπελ στην αυτομυθοπλασία

Η γραφή, εξηγεί η Εrnaux, είναι το φάρμακο ενάντια στη λήθη, αλλά κυρίως το εργαλείο της νοηματοδότησης του κόσμου. Αναπλάθει τα προσωπικά βιώματα, αλλά συνάμα οδηγεί από το «εγώ» στο «εμείς», από το προσωπικό στο κοινωνικό. Είναι ένα είδος «μετουσίωσης», που μεταλλάσσει το βίωμα σε κάτι έξω από όσα έζησε ο/η συγγραφέας.
 
Η γραφή, τελικά, ως μια ζήλια του πραγματικού», γράφει η Annie Ernaux στην «Εμμονή» (2002). Κι αυτή η φράση αντικατοπτρίζει τη σύνδεση που η συγγραφέας κάνει σε όλα της τα έργα μεταξύ της πραγματικότητας και της λογοτεχνίας, ειδικά όταν η τελευταία είναι «ένας τρόπος να διασώσει [η συγγραφέας] ό,τι δεν είναι πλέον η πραγματικότητά [της]».
 
Αυτό που ξεχώρισε στη γραφή της Ernaux, χάρη στο οποίο –μεταξύ άλλων– η Γαλλίδα λογοτέχνις πήρε το βραβείο Νόμπελ, είναι η αυτομυθοπλασία, ένα είδος μυθιστορηματοποίησης του συγγραφικού υποκειμένου, όπου ο αυτοβιογραφικός λόγος συγχέεται με τον μυθοπλαστικό. Ετσι, η αυτοδιηγητική (πρωτοπρόσωπη) αφήγηση συνδυάζει γεγονότα και σχόλια, ενώ προάγει τη λιτότητα σαν μια αυθόρμητη εξιστόρηση, την αναπόληση του παρελθόντος και την αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας. Με άλλα λόγια, η Ernaux απλώνει τη βεντάλια των έργων της πάνω σε ένα «εγώ», που σαν κέντρο στηρίζει τη μύτη του διαβήτη, ώστε αυτή να περικαθορίσει κυκλικά όλα όσα γεννιούνται πάνω στη σελίδα, ένα «εγώ» που έχει ωστόσο συλλογική αξία.
 
Η «Γραφή κοφτερή σαν μαχαίρι» είναι μια συνέντευξη που πήρε ο Φρεντερίκ-Ιβ Ζανέ στην Annie Ernaux μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, με αποτέλεσμα η Γαλλίδα πεζογράφος να μπορεί, με την άνεση του χρόνου, να στείλει σε κάθε ερώτηση την ολοκληρωμένη απάντησή της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το 2002, περίπου είκοσι χρόνια πριν από τη βράβευσή της με Νόμπελ, η Ernaux κωδικοποιεί τον τρόπο με τον οποίο υιοθέτησε αυτό το είδος γραφής, τρόπο ο οποίος μέσα στην απλότητά του είναι «κοφτερός σαν μαχαίρι», καθώς αποκαλύπτει γυμνές αλήθειες και συναισθηματικές καταστάσεις με τον πιο διαφανή τρόπο.
 
Βλέπουμε μέσα από τις ερωταπαντήσεις ότι η συγγραφέας ξεκίνησε όντως με μυθιστορήματα [«Οι άδειες ντουλάπες» (1974), «Αυτό που λένε οι άλλοι ή τίποτα» (1977) και «Η παγωμένη γυναίκα» (1981)] και προχώρησε σε αυτοβιογραφικές αφηγήσεις (όπως ο «Τόπος», 1983), όλα στα όρια της αυτομυθοπλασίας που καλύπτουν και γενικότερα ζητήματα, όπως της κοινωνικής κινητικότητας, της έκτρωσης, της ζήλιας κ.λπ. Δεν ξεχνάμε ακόμα τέσσερα εκδεδομένα βιβλία της που είναι ημερολόγια, άλλη μία μορφή του «αφηγούμενου εγώ». Σε όλα αυτά η αυτοδιηγητική αφηγήτρια συγκερνά μνήμες, σχόλια και συναισθήματα, κοινωνικές παρατηρήσεις, αναθεωρήσεις και ενδοσκοπήσεις, σε ένα κράμα λογοτεχνίας, κοινωνιολογίας και ιστορίας. Στην ουσία μέσω όλων αυτών το πρόσωπο της Εrnaux ανάγεται επαγωγικά σε μια σειρά γυναικών της γενιάς της, που θέλησαν να ανεξαρτητοποιηθούν από τη μικροαστική οικογένειά τους, να χαράξουν τη δική τους σεξουαλική ζωή, να διαμορφώσουν τη δική τους κουλτούρα, να συνομιλήσουν με τα πολιτικά διακυβεύματα του καιρού τους, μένοντας όμως παράλληλα ατομικά και ατομικιστικά όντα.
 
Παραλείπω τεχνικές λεπτομέρειες για το πώς η πεζογράφος γράφει ή πώς διορθώνει τα κείμενά της, πληροφορίες δηλαδή για μια «γενετική κριτική» που ασχολείται με τη γένεση και την εξέλιξη κάθε λογοτεχνικού έργου μέχρι να εκδοθεί ή να επανεκδοθεί. Στέκομαι περισσότερο στα στοιχεία που δίνει η συγγραφέας για το πώς η γραφή της κάνει ορατό ό,τι πριν δεν φαινόταν και δίνει υπόσταση στη θολή σκέψη και στο ασχημάτιστο διανοητικό της σύμπαν. Γραφή είναι «να ανακαλύπτεις γράφοντας ό,τι είναι αδύνατο να ανακαλύψεις με οποιονδήποτε άλλο τρόπο […]. Να ανακαλύπτεις κάτι που δεν το έβλεπες πριν από τη γραφή». Για όσους, λοιπόν, κατηγορούν την Ernaux ότι η λιτή της ανεπιτήδευτη γλώσσα είναι μια αντιγραφή της ζωής, οι παραπάνω φράσεις δείχνουν την πρόθεση της πεζογράφου να κατασκευάσει με απλά υλικά ό,τι πριν δεν είχε σαφή παρουσία. Ετσι, το βίωμα και ο προσωπικός χρόνος είναι το κέντρο πολλαπλών επάλληλων κύκλων, που καλύπτουν το κοινωνικό και το ηθικό. Η αποκόλληση από τον κλοιό της χριστιανικής ηθικής, η προδοσία της τάξης της (από την τάξη των κυριαρχούμενων μικροαστών η συγγραφέας περνά χάρη στην παιδεία της στην τάξη των κυρίαρχων), η οικογενειακή ζωή και η απιστία, η απελευθέρωση του έρωτα είναι μερικά από τα κοινωνικά θέματα που αναδεικνύει.
 
Επομένως, η γραφή, εξηγεί η Εrnaux, είναι το φάρμακο ενάντια στη λήθη, αλλά κυρίως το εργαλείο της νοηματοδότησης του κόσμου. Αναπλάθει τα προσωπικά βιώματα, αλλά συνάμα οδηγεί από το «εγώ» στο «εμείς», από το προσωπικό στο κοινωνικό. Είναι ένα είδος «μετουσίωσης», που μεταλλάσσει το βίωμα σε κάτι έξω από όσα έζησε ο/η συγγραφέας. Γι’ αυτό η σχεδόν επίπεδη βιωματική γραφή της νομπελίστριας συγγραφέως με τον συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης καταφέρνει να βγάλει τον αναγνώστη από την εμπειρία και να τον οδηγήσει σε κάτι ευρύτερο και γενικότερο.
 
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις