Macro

Όλιβερ Ίγκλετον: Αριστερές προσεγγίσεις της αποανάπτυξης

 
 
Ως γνωστόν, οι ενδομαρξιστικές αντιπαραθέσεις είναι εριστικές, ακόμα και όταν το διακύβευμά τους δεν είναι τόσο σημαντικό. Τα τελευταία χρόνια η μαρξιστική διανοητική παράδοση έχει αναζωογονηθεί λόγω της εστίασής της στο σοβαρό πρόβλημα της κλιματικής κρίσης, αλλά ταυτόχρονα έχει κατακερματιστεί ακόμα περισσότερο. Τα χαρακτηριστικά μιας μελλοντικής εξισωτικής κοινωνίας και ο αποτελεσματικότερος τρόπος επίτευξής της αποτελούν αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα αριστερών περιβαλλοντολόγων: στους υποστηρικτές της αποανάπτυξης ή «αποαναπτυξιακούς» και στους «οικομοντερνιστές». Το πρώτο στρατόπεδο υποστηρίζει ότι η αιτία της πλανητικής κατάρρευσης είναι η τάση του καπιταλισμού για διαρκή μεγέθυνση, και προτείνει ως εναλλακτική λύση τη μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Το δεύτερο στρατόπεδο θεωρεί ότι η τάση μεγέθυνσης ήταν αυτή που δημιούργησε τις τεχνολογικές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη κοινωνία, τις οποίες η εργατική τάξη οφείλει να ολοκληρώσει σήμερα, αντί να στοχεύει σε μια συνολική οικονομική συρρίκνωση. Μένει να φανεί αν αυτές οι δύο διαφορετικές θέσεις μπορούν να συγκεραστούν. Πάντως, σε γενικές γραμμές, είναι σαφές ότι πρόκειται για συγκρουόμενες εκφράσεις του ίδιου φαινομένου: την επανεμφάνιση μιας ουτοπικής ευαισθησίας στην Αριστερά – μιας ευαισθησίας αποφασισμένης να χαράξει την πορεία της ιστορίας, μετά την πρόωρη εξαγγελία του τέλους της.
 
 
Οι δύο σχολές
 
 
Η σχολή της αποανάπτυξης, η οποία υποστηρίζει εδώ και καιρό ότι οι υλικές συνέπειες της ανθρώπινης δράσης υπερβαίνουν τη βιοφυσική ικανότητα του πλανήτη, έχει πρόσφατα αυξήσει την επιρροή της με διάφορα οικοσοσιαλιστικά πονήματα. Ο Κοχέι Σάιτο στο βιβλίο του Το κεφάλαιο στην ανθρωπόκαινο (2020) που πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα στην Ιαπωνία και μεταφράστηκε στα αγγλικά ως Slow Down [Μειώστε ταχύτητα] (2024), υποστηρίζει ότι υπάρχει μια εμφανής μεταστροφή στην ύστερη σκέψη του Μαρξ, από την αφελή πίστη στις απεριόριστες δυνατότητες της τεχνολογίας σε μια νηφάλια αναγνώριση των οικολογικών ορίων. Το σύγχρονο περιβαλλοντικό κίνημα, γράφει ο Σάιτο, οφείλει να λάβει υπόψη του αυτή την απόρριψη του προμηθεϊσμού και να εγκαταλείψει την υποστήριξη της ανάπτυξης των «παραγωγικών δυνάμεων». Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να προβάλει την ανάγκη μείωσης της χρήσης πόρων στον Παγκόσμιο Βορρά, με την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου δημοκρατικού σχεδιασμού που θα αποφασίζει τι χρειάζεται και τι όχι.
 
 
Ένα παρόμοιο οραματικό σχέδιο διατυπώνεται στο βιβλίο των Ματίας Σμέλτσμερ, Aαρόν Βένσιντζιαν και Αντρέα Φέτερ The Future is Degrowth [Το μέλλον είναι η αποανάπτυξη], στο οποίο χαρακτηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη ως την «ιδεολογική, κοινωνική και βιοφυσική πραγμάτωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης». Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι το ΑΕΠ, αν και ανεπαρκής δείκτης από πολλές απόψεις, εκφράζει πολύ εύστοχα το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του σημερινού συστήματος: την επιδίωξη επίτευξης ενός συνεχώς αυξανόμενου πλεονάσματος, ανεξάρτητα από τις αρνητικές επιπτώσεις του. Η ανάπτυξη δεν είναι μόνο η γενεσιουργός αιτία της ραγδαίας αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα∙ είναι επίσης ένας βασικός καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής αλλοτρίωσης, της πολιτικής καταπίεσης και των ιεραρχιών της φυλής και του φύλου, που θα μπορούσαν να αμβλυνθούν με έναν πιο ήπιο κοινωνικό μεταβολισμό. Για την υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος μείωσης συρρίκνωσης απαιτούνται τρεις αλληλένδετες μορφές ταξικής πάλης: η δημιουργία ‘nowtopias’ [«εδώ και τώρα ουτοπιών»], ή χώρων που αντιστέκονται στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, η επιδίωξη «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» που επιταχύνουν την επαναστατική ρήξη με τους σημερινούς θεσμούς και η «οικοδόμηση μιας αντι-ηγεμονίας» ενάντια σ’ αυτούς του τόπους εξουσίας.
 
 
Το πιθανό περίγραμμα ενός μετα-αναπτυξιακού κόσμου, εφόσον οι προαναφερθείσες δυνάμεις καταφέρουν να τον δημιουργήσουν, σκιαγραφείται στο βιβλίο των Τρόι Βετέζε και Ντρου Πέντεργκρας Half Earth Socialism [Σοσιαλισμός της μισής γης] (2022), στο οποίο παρουσιάζεται ένα οραματικό σχέδιο που προβλέπει την αναδάσωση τεράστιων εκτάσεων γης να ή την εγκατάσταση σ’ αυτές πράσινων υποδομών, τη σταδιακή κατάργηση της κατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων και τη δραστική μείωση της χρήσης ενέργειας, σε τιμές που θα κυμαίνονται από 750 έως 2.000 watt ανά άτομο.
 
 
Για τον οικομοντερνιστή Μάθιου Χούμπερ, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι πρακτικώς εφικτά, αλλά ούτε και πολιτικώς επιθυμητά. Στο βιβλίο του Climate as Class War [Η κλιματική αλλαγή ως ταξικός πόλεμος] (2022) η αποανάπτυξη παρουσιάζεται ως μια μόδα της μεσαίας τάξης που προτάσσει την κατανάλωση έναντι της παραγωγής. Αντίθετα, αυτός κάνει έκκληση για την έναρξη μιας εκστρατείας απανθρακοποίησης με πρωταγωνιστές τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας. Ο τελικός στόχος, ισχυρίζεται, πρέπει να είναι η αποεμπορευματοποίηση της ενέργειας και η μετάβαση σε ένα σύγχρονο καθεστώς οικολογικού σχεδιασμού. Σε μια καυστική κριτική του Σάιτο, την οποία συνέγραψε μαζί με τον Λι Φίλιπς, και δημοσιεύτηκε στο Jacobin στις 3/9/ 2024, θεωρεί ότι ο λόγος (discourse) περί «βιοφυσικών ορίων» είναι μια μορφή νεομαλθουσιανισμού, και υποστηρίζει ότι οιμ προτεινόμενοι περιορισμοί δεν θα είναι αναγκαίοι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία υψηλής τεχνολογίας.Κατά τους Χούμπερτ και Φίλιπς, ο Σάιτο οραματίζεται έναν κομμουνισμό «που θα αρχίσει από το μηδέν», στον οποίο οι καπιταλιστικές τεχνολογίες, αντί να αναπτυχθούν και να αξιοποιηθούν θα πεταχτούν στα σκουπίδια. Τη θέση τους θα πάρει ένας κατάλογος όχι πολλά υποσχόμενων μικροεναλλακτικών λύσεων: κοινοτικοί κήποι, δίκτυα αλληλοβοήθειας, αυτόνομες ζώνες κλπ.
 
 
Με το ίδιο σκεπτικό ο Χούμπερ απορρίπτει τη μεταβιομηχανική προοπτική του The Future is Degrowth και τα εξωφρενικά σχέδια του Half Earth Socialism-που αν εφαρμόζονταν θα υπονόμευαν, όπως ισχυρίζεται, την υλική βάση του οικοσοσιαλισμού. Αυτό που χρειάζεται προκειμένου να σωθεί ο πλανήτης μας από την υπερθέρμανση είναι «λύσεις όπως η πυρηνική σχάση, το πράσινο υδρογόνο, η κλιμακωτή γεωθερμία και η απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα». Επειδή ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει επαρκείς επενδύσεις στους συγκεκριμένους τομείς, είναι αναγκαία η κινητοποίηση του διευρυμένου προλεταριάτου-η πλειοψηφία των κατοίκων των πόλεων που δεν έχουν ιδιαίτερες οικολογικές – προκειμένου να τον ανατρέψει, με τον καταλληλότερο τρόπο επίτευξης αυτού του σκοπού να είναι η επιστροφή στις βασικές λενινιστικές αρχές. Κατά τον Χούμπερ, ο στόχος πρέπει να είναι η απελευθέρωση των δραστήριων δυνάμεων παραγωγής από τους περιορισμούς του ταξικού συστήματος (ή των «σχέσεων παραγωγής»). Δεν πρέπει να πετάξουμε το μωρό μαζί με το νερό.
 
 
Ποιος είναι ο ουτοπιστής;
 
 
Ένα από τα παράξενα στοιχεία αυτής της αντιπαράθεσης είναι η αμοιβαία κατηγορία του ουτοπισμού. Ο Σάιτο χαρακτηρίζει τους αντιπάλους του «ουτοπικούς σοσιαλιστές», παρόμοιους με τους Σαιν Σιμόν και Όουεν, οι οποίοι ονειρεύονται την κοινοτική αφθονία αλλά αγνοούν τις πραγματικές της προϋποθέσεις. Κατ’ αυτόν, ο αντιεπιστημονικός πυρήνας του οικομοντερνισμού έγκειται στην ανεπιφύλακτη πίστη του στην επιστήμη: στην τάση του να παρουσιάζει την τεχνολογική πρόοδο ως αυτοτελές αγαθό, σαν ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό να είναι στρωμένος με πυρηνικούς αντιδραστήρες και πράσινα εργοστάσια υδρογόνου. Το κίνημα της αποανάπτυξης υποστηρίζει ότι οι εν λόγω « επαναστατικές καινοτομίες » μπορεί, στην πραγματικότητα, να έχουν τα ίδια ελαττώματα με το σύστημα που τις παράγει: αδιαφορούν για τις ανθρώπινες ανάγκες και προσανατολίζονται στις σχέσεις ανταλλαγής. Συνεπώς, μια δίκαιη κοινωνία μπορεί να εξαλείψει αυτές τις καινοτομίες, αντί να ενεργοποιήσει το μέγιστο δυναμικό τους. «Οι καπιταλιστικές τεχνολογικές εξελίξεις μπορεί να μην είναι προς το απώτερο συμφέρον των παραγωγικών τάξεων του κόσμου», γράφει ο Κάι Χέρoν, απαντώντας στον Χούμπερ. «Ιστορικά, έχουν συχνά συγκρουστεί με πιο πράσινες μορφές παραγωγής», συμπεριλαμβανομένων της λαϊκής αρχιτεκτονικής και των αγροτο-οικολογικών συστημάτων καλλιέργειας, της λαϊκής αρχιτεκτονικής και των αγροτο-οικολογικών συστημάτων καλλιέργειας, που ο οικολογικός σοσιαλισμός μπορεί κάλλιστα να θέλει αποκαταστήσει.
 
Ο Χούμπερ προβάλλει το αντίθετο επιχείρημα. Υποστηρίζει ότι, επειδή οι αποαναπτυξιακοί αρνούνται ότι οι παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού μπορούν να λειτουργήσουν ως θεμέλια του σοσιαλισμού, δεν μπορούν να διατυπώσουν ένα ρεαλιστικό σοσιαλιστικό όραμα. Αυτό τους καθιστά επιρρεπείς σε ουτοπικές εικασίες – εξ ου και το σχέδιο των Βετέζε και Πέντεργκρας για μαζική αναδάσωση και υποχρεωτικό βιγκανισμό. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, η πρόταση της «μισής γης» ότι οι άνθρωποι πρέπει να εγκαταλείψουν ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη και να τον αφήσουν να αναγεννηθεί, αντανακλά μια βαθύτερη ανεπάρκεια της σχολής της αποανάπτυξης. Πρόκειται για «μια αντιεπιστημονική πίστη στη φυσική ισορροπία την οποία διαταράσσει ο καπιταλισμός». Η επιμονή στα υποτιθέμενα απαράβατα όρια του πλανήτη συνεπάγεται μια εξιδανίκευση του φυσικού κόσμου. Αποπνέει μια απατηλή αισιοδοξία για τις προοπτικές του περιβάλλοντος εφόσον οι άνθρωποι δεν «παρεμβαίνουν» σ’ αυτό, και το αφήνουν να αποκατασταθεί από μόνο του. Όμως, σήμερα, που πολλαπλασιάζονται οι πυρκαγιές και ξεχειλίζουν τα ποτάμια, η παρέμβαση είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
 
 
Η χρησιμότητα της ουτοπικής σκέψης
 
 
Οι δύο πλευρές αλληλοκατηγορούνται για «ουτοπισμό», χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο υποτιμητικά. Η αποανάπτυξη καταγγέλλει την ουτοπική άποψη του οικομοντερνισμού για την τεχνολογία- ο οικομοντερνισμός καταδικάζει την ουτοπική άποψη της αποανάπτυξης για τη φύση. Τι θα γινόταν όμως αν απείχαμε από αυτήν τη διαμάχη και υιοθετούσαμε μια πιο θετική άποψη για τον συγκεκριμένο όρο; Οι ουτοπίες, όπως παρατηρεί ο Φρέντρικ Τζέιμσον, συνήθως αναδύονται σε περιόδους πολιτικής ύφεσης, όταν « δεν υπάρχει στον ορίζοντα κάποιος φορέας που να προσφέρει την παραμικρή πιθανότητα ή ελπίδα αλλαγής του status quo, και παρόλα αυτά-στο μυαλό κάποιων ανθρώπων -ή ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο- όλα τα είδη θεσμικών παραλλαγών και ανασχεδιασμών φαίνονται εφικτά». Σ’ αυτές τις συνθήκες, οι ουτοπίες εκφράζουν μια ανατρεπτική επιθυμία υπέρβασης του παρόντος, όχι με πρακτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά με τη διάρρηξη του ιδεολογικού ιστού της κοινωνίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στη σημερινή εποχή. Ενώ ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να εξαλείψει την ιστορική συνείδηση αναγορεύοντας τον καπιταλισμό ως το τελικό στάδιο της εξέλιξης της ανθρωπότητας, απέναντι στο οποίο δεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική λύση, ο ουτοπισμός ανατρέπει αυτή τη λογική εκ των έσω, περιγράφοντας έναν «μη-τόπο», έξω από την ιστορία, του οποίου η ριζοσπαστική ετερότητα εγκαλεί το κυρίαρχο σύστημα – και ωθεί τη φαντασία πέρα από αυτό. Υπ’ αυτήν την έννοια, το να είσαι ουτοπιστής σημαίνει να αρνείσαι την περιχαράκωση του μέλλοντος σε δήθεν «ρεαλιστικές» λύσεις.
 
 
Ο Τζέημσον σημειώνει ότι «…μια από τις πιο ανθεκτικές αντιθέσεις στο ουτοπικό σχέδιο … ήταν αυτή μεταξύ της υπαίθρου και της πόλης» : ένα δίπολο που επαναλαμβάνεται στην ιδεοληπτική φιλοσοφία και μυθοπλασία από τον Χάιντεγκερ έως τη Λε Γκεν2. «Ίσως η πιο σύγχρονη μορφή ουτοπίας αφορά τη σχέση με την τεχνολογία και την αντιστοίχως φθίνουσα νοσταλγία για τη φύση- ή, από την άλλη πλευρά, μια παθιασμένη οικολογική εμμονή με την προϊστορία της γης και μια όλο και πιο φθίνουσα καυχησιολογία για τον προμηθεϊκό θρίαμβο επί του μη ανθρώπινου».
 
 
Οι ουτοπίες συνήθως εξιδανικεύουν είτε την κοινωνία είτε τη φύση, προτάσσοντας τη μία και υποβαθμίζοντας την άλλη. Η μία ποντάρει στις θαυματουργές δυνάμεις των τεχνολογιών που δεν υπάρχουν σήμερα. Η άλλη παρακάμπτει την υλική ή τεχνολογική υποδομή που πρέπει να αξιοποιηθεί για την επίτευξη μιας «σταθερής κατάστασης» (“steady state”). Οι οικομοντερνιστές θεωρούν ότι οι παραγωγικές δυνάμεις μπορούν να απαλλαγούν από τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα και να χρησιμοποιηθούν για συλλογικούς σκοπούς. Αντιθέτως, κάποιοι αποαναπτυξιακοί πιστεύουν ότι η προϋπάρχουσα «ισορροπία» στη φύση μπορεί να αποκατασταθεί μόνο όταν ο καπιταλισμός πάψει να υπάρχει. Και οι δύο θέσεις προϋποθέτουν ένα μεγάλο άλμα βασισμένο σε κάποια πίστη, και εκφράζουν μια άποψη που δεν μπορεί να επαληθευτεί εμπειρικά, δηλαδή ότι η μία πλευρά της αντίθεσης χώρας/πόλης μπορεί να σε λυτρώσει από την άλλη. Οι αντίστοιχοι φορείς της αλλαγής τους αντανακλούν αυτή τη διχοτόμηση: οι οικομοντερνιστές εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο προλεταριάτο των πόλεων, ιδίως στον Παγκόσμιο Βορρά, ενώ οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης έχουν την τάση να δίνουν έμφαση στα κινήματα των αγροτών και των αυτόχθονων που βρίσκονται εκτός του πυρήνα της αυτοκρατορίας.
 
 
Όμως, κατά τον Τζέιμσον το καθοριστικό στοιχείο είναι ότι οι ουτοπίες δεν έχουν ως στόχο τη χάραξη ενός θετικού σχεδίου ή τη δημιουργία ενός τέλειου πολιτικού σχήματος. «Παρά τη χλιδή των λεπτομερειών τους», γράφει ο Πέρι Άντερσον, διατηρούν «μια πεισματική αρνητικότητα, ένα εμβληματικό σύμβολο εκείνου που, εν τούτοις, δεν μπορούμε να συλλάβουμε ή να φανταστούμε». Τούτο οφείλεται εν μέρει στο καθεστώς των επαναστατικών μεταβάσεων και των κοινωνιών που αυτές δημιουργούν, οι οποίες σηματοδοτούν αναγκαστικά μια ρήξη στην ιστορία, έτσι ώστε το ακριβές περιεχόμενό τους -οι θεσμοί που φέρνουν στη ζωή, οι υποκειμενικότητες που γεννούν- να μην μπορούν να προβλεφθούν. Αντί να προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον, ο ουτοπισμός θέτει ως στόχο την κατεδάφιση των ψυχολογικών φραγμών που εμποδίζουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Οι ουτοπιστές, μάς λέει ο Τζέιμσον, «δεν πρέπει να επικεντρώνονται σε οράματα μελλοντικής ευτυχίας, αλλά αντίθετα στη θεραπεία εκείνης της πεισματικής αντίστασης που συνήθως αντιτάσσουμε σ’ αυτήν και σε όλες τις άλλες προτάσεις που έχουν στόχο μια θετική αλλαγή της σημερινής παγκόσμιας κοινωνίας. Η ουτοπική σκέψη οφείλει πρωτίστως να εμπεριέχει τη ριζοσπαστική αντιμετώπιση της δυστοπίας».
 
 
Θα μπορούσαν ο οικομοντερνισμός και η αποανάπτυξη να εκληφθούν, ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα, ως δύο διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της δυστοπίας; Δηλαδή, ως λόγοι (discourses) ριζοσπαστικής άρνησης, που πρωταρχικός σκοπός τους δεν είναι να προβλέψουν τον μελλοντικό κόσμο αλλά να σπάσουν τα ιδεολογικά δεσμά που μας παγιδεύουν στον τωρινό; Ένας άλλος τρόπος να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα είναι να υπενθυμίσουμε ότι κάθε μια από τις εν λόγω ουτοπίες συνιστά απλώς μια φαντασίωση και έχει ακριβώς την αξία μιας φαντασίωσης – δηλαδή πρόκειται για κάτι που δεν έχει πραγματοποιηθεί και στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι πραγματοποιήσιμο στα συγκεκριμένη μερική μορφή του.
 
 
Σε αυτήν τη στιγμή της αμφίδρομης διαλεκτικής άρνησης, η αλήθεια της πόλης αποκαλύπτεται μόνο με την καταγγελία της υπαίθρου και αντιστρόφως. Κάθε ουτοπία είναι μια «φαντασίωση», οι συγκεκριμένες προτάσεις της οποίας δεν πρέπει απαραίτητα να λαμβάνονται τοις μετρητοίς. Η πραγματική τους αξία έγκειται στην ικανότητά τους να ξεσκεπάζουν τους μύθους που διαμορφώνουν την πραγματικότητά μας.
 
 
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι δεν χρειάζεται η υιοθέτηση πολιτικών όπως η μαζική αποκατάσταση της άγριας ζωής και ο καθολικός βιγκανισμός, προκειμένου να γίνει αντιληπτό το βασικό πλεονέκτημα της αποανάπτυξης ως ουτοπικό σχήμα. Η κριτική που ασκείται στην «πόλη» ως τεχνολογία δεν είναι παρά η αποκήρυξη της πίστης στην πολιτιστική πρόοδο η οποία συχνά έχει οδηγήσει στον εγκλωβισμό της Αριστεράς. Ακριβώς όπως ο καπιταλισμός στηρίζεται στην πίστη στην αέναη μεγέθυνση, ο σοσιαλισμός, στο μεγαλύτερο μέρος του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, θεωρούσε ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήταν προς όφελός του. Ήταν θέμα χρόνου αυτές να έρθουν σε σύγκρουση με την ταξική κοινωνία, καθώς η ανάπτυξη της βιομηχανίας δημιούργησε ένα συλλογικό υποκείμενο στην πόλη ικανό να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία.
 
Αυτή ήταν μια βεβαιότητα που φάνηκε να διαψεύδει ο νεοφιλελευθερισμός, ατομικοποιώντας τους εν δυνάμει νεκροθάφτες του, αντί να τους ενοποιήσει σε μια ακαταμάχητη αγωνιστική δύναμη. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η επίθεση του κεφαλαίου διέψευσε την ελπίδα ότι, πίσω από το εφήμερο της τρέχουσας πολιτικής, εκτυλίσσονταν δομικές διαδικασίες προς όφελος της Αριστεράς. Μαζί με την επιτάχυνση της κλιματικής κρίσης, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο την «πρόοδο», αλλά και τις γενικότερες προοπτικές επιβίωσης, αυτή η αλλαγή ανάγκασε τους αποαναπτυξιακούς να επανεκτιμήσουν τη μακρά πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. Ποιος είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος μας, αν όχι απλώς να την οδηγήσουμε προς τα εμπρός; Αν η κορύφωση του καπιταλισμού δεν είναι απλώς η δική του κατάρρευση, αλλά και εκείνη του πλανητικού οικοσυστήματος, μήπως ο σοσιαλισμός μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμα σημείο στο ίδιο χρονικό συνεχές που βρίσκεται απλώς λίγο πιο μακριά; Ή μήπως πρέπει να στραφούμε σε ένα ριζικά διαφορετικό ορίζοντα – συρρικνώνοντας τη σημερινή παραγωγική υποδομήγια να ανοίξουμε τον δρόμο σε εναλλακτικές λύσεις;
 
 
Με την ίδια λογική, μπορεί να μην χρειάζεται να πάρουμε τοις μετρητοί το οικομοντερνιστικό όραμα για την πυρηνική σχάση ή τη γεωμηχανική. Ίσως αυτό που στην πραγματικότητα απασχολεί τις συγκεκριμένες τεχνο-ουτοπικές φαντασιώσεις είναι η δέουσα σχέση μεταξύ της Αριστεράς και του φυσικού περιβάλλοντος. Ενώ υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος να παραπλανηθούμε θεωρώντας ότι η απάντηση στην κλιματική καταστροφή είναι μια αφηρημένη και αποπολιτικοποιημένη «τεχνολογία, ένα παρόμοιο πρόβλημα προκύπτει αν αναθέσουμε αυτό το ρόλο στη «φύση». Ο Σλαβόι Ζίζεκ απορρίπτει τη «βαθιά συντηρητική» αντίληψη «ότι υπάρχει κάποια “φύση”, την οποία εμείς οι άνθρωποι αλλοιώνουμε, με την υπεροψία μας, με τη βούλησή μας να κυριαρχήσουμε». «Η πρώτη προϋπόθεση μιας πραγματικά ριζοσπαστικής οικολογίας«, γράφει, «θα έπρεπε να βασίζεται στην άποψη ότι “η φύση δεν υπάρχει”… Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια οικολογία χωρίς φύση, μια οικολογία που αποδέχεται αυτόν τον ανοιχτό, ασύμμετρο, απενοχοποιημένο, αν θέλετε, χαρακτήρα της ίδιας της φύσης». Ενώ είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να αυταπατώμαστε θεωρώντας ότι η απάντηση στην κλιματική καταστροφή είναι μια αφηρημένη και αποπολιτικοποιημένη «τεχνολογία», το ίδιο ισχύει με την ανάθεσης αυτού του ρόλου στη «φύση». Όπως συμβαίνει και σε διάφορα ρεύματα της φιλοσοφίας του Νέου Υλισμού, η προσπάθεια να αφαιρέσουμε από το ανθρώπινο υποκείμενο την «κεντρική του θέση» προς όφελος του εξωτερικού κόσμου κινδυνεύει να το αποδυναμώσει εντελώς: μας επιβάλλει να υποταχθούμε στην υπάρχουσα πραγματικότητα αντί να την αναδιαμορφώσουμε. Με δεδομένες τις άνισες επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης, είναι εύκολο να κατανοήσουμε γιατί αυτή η αποποίηση ευθύνης μπορεί να είναι ελκυστική για τους πλουσιότερους πολίτες του Παγκόσμιου Βορρά, οι οποίοι μπορούν να επιδείξουν τον «σεβασμό τους για τη φύση», παραιτούμενοι από την πολιτική δράση. Ο οικομοντερνισμός στοχεύει σε αυτή την κατευναστική αντίληψη της οικολογίας.
 
 
Με βάση τα παραπάνω, η διαλεκτική «διπλή άρνηση» του Τζέιμσον φαίνεται να καλεί στη δημιουργία μιας Αριστεράς που δεν ενστερνίζεται ούτε τις παραγωγικές δυνάμεις, ούτε το φετίχ της φύσης – και οι δύο είναι ιδεολογικά παυσίπονα που δεν επιτρέπουν την πραγματική χειραφέτηση. Το πρώτο δημιουργεί μια παρηγορητική αίσθηση γραμμικής προόδου μέσω της πόλης, ενώ το δεύτερο μειώνει τα περιθώρια της ανθρώπινης δράσης μέσω της υπαίθρου. Από τη σύγκρουση μεταξύ των ουτοπικών λόγων (discourses) της αποανάπτυξης και του οικομοντερνισμού προκύπτει ότι και οι δύο πλευρές αυτής της διχοτομίας είναι εντελώς ενδεχομενικές. Η τεχνολογία δεν είναι κάποιος deus ex machina που θα αναζωογονήσει τη σοσιαλιστική παράδοση∙ είναι ένα πεδίο πάλης όπου η «πρόοδος» δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη, και στον οποίο η Αριστερά πρέπει να αγωνίζεται διαρκώς για τη δημιουργία εξισωτικών δομών. Ούτε η φύση είναι ένα άβατο πεδίο που οι άνθρωποι πρέπει να αφήσουν ελεύθερο∙ είναι, όλο και περισσότερο, ένα ρευστό πεδίο που απαιτεί προσεκτική εποπτεία και διαχείριση. Ούτε η τεχνολογία, ούτε η φύση έχουν κάποιο προδιαγεγραμμένο ρόλο στο απελευθερωτικό εγχείρημα. Και οι δύο διαμορφώνονται πάντοτε από την πολιτική παρέμβαση.
 
 
Μετάφραση-επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
 
 
1 ΣτΕ: Η ορθή μετάφραση στα ελληνικά του αγγλικού όρου “growth” είναι «μεγέθυνση» (με το ΑΕΠ να είναι ο βασικός, αν όχι ο αποκλειστικός, δείκτης της), όχι «ανάπτυξη», της οποίας ο αντίστοιχος όρος είναι “development”. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «αποανάπτυξη», που έχει επικρατήσει στα ελληνικά, ως μετάφραση του “degrowth”. Για την αποφυγή σύγχυσης στο κείμενο μεταφράζουμε και το “growth” ως ανάπτυξη.
 
 
2 ΣτΕ: Η Ούρσουλα Λε Γκεν [Ursula Le Guin] (1929-2018) ήταν μια πολυγραφότατη, αναρχική και φεμινίστρια συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, με τα βιβλία της σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος να πρωτοεμφανίζονται στη δεκαετία του 1960. Ένα μεγάλο μέρος του έργου της έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορεί στις εκδόσης PARCE, ΑΙΟΛΟΣ και ΣΜΙΛΗ.
 
 
Όλιβερ Ίγκλετον