Στη συγκυρία της συμπλήρωσης πενήντα χρόνων από την πτώση της δικτατορίας η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη σημασία και την παρακαταθήκη της Μεταπολίτευσης. Σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνεία, η χρήση της έννοιας υποδηλώνει μια διπλή τομή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς δεν σημαίνει μόνο την κατάρρευση ενός αυταρχικού καθεστώτος, αλλά και την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατίας σαφώς πληρέστερης από την καχεκτική των μετεμφυλιακών χρόνων. Αν καλείτο κάποιος να εστιάσει στη βασική καινοτομία της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, θα αναφερόταν πιθανότατα στη διττή ανανοηματοδότηση της πολιτικής ελευθερίας. Η συγκεκριμένη έννοια, αφενός, προσέλαβε έναν καθολικό χαρακτήρα, ο οποίος βασίσθηκε στην άρση της διάκρισης μεταξύ εθνικοφρόνων και μη εθνικοφρόνων και, αφετέρου, κατέστη συνώνυμη της αυτονομίας, δηλαδή της λήψης αποφάσεων από τους αντιπροσώπους του λαού και όχι από το Παλάτι, το στρατό ή τον ξένο παράγοντα.
Συνέπεια των συγκεκριμένων μεταβολών που αποτυπώθηκαν σε θεσμικό επίπεδο μέσω του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, της κατάργησης των έκτακτων μέτρων του εμφυλίου και της νομιμοποίησης του Κομμουνιστικού Κόμματος, αποτέλεσε η διασφάλιση της ισοπολιτείας. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο ελληνικός λαός συμμετείχε ενεργά και χωρίς αποκλεισμούς στη διαμόρφωση του θεσμικού οικοδομήματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο είχε ως κορωνίδα το Σύνταγμα του 1975.
Η σύζευξη των αρχών του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους
Η ψήφιση του Συντάγματος από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή επισφράγισε, με καθυστέρηση τριάντα χρόνων σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης, τη μετάβαση σε ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο πολίτευμα. Βασική αποστολή των κανόνων του, οι οποίοι διαθέτουν αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, αποτελεί η οριοθέτηση της εξουσίας –τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής– από το δίκαιο.
Στην πρώτη περίπτωση, η αρχή του κράτους δικαίου συνδέεται, πρωτίστως, με την κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων, όπως της συνάθροισης, της έκφρασης και του τύπου τα οποία, αφενός, επιτρέπουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε πολίτη και, αφετέρου, συντελούν στη διαμόρφωση μιας πλουραλιστικής δημόσιας σφαίρας. Από την άλλη πλευρά, η καθιέρωση του κοινωνικού κράτους συνεπάγεται τον κρατικό παρεμβατισμό στο πεδίο της οικονομίας, που αποσκοπεί στην άμβλυνση των ανισοτήτων, την προστασία των πιο αδύναμων και την παροχή της δυνατότητας καθολικής πρόσβασης στα δημόσια αγαθά.
Η σύζευξη του φιλελεύθερου και του κοινωνικού πυλώνα του πολιτεύματος θεσμοθετήθηκε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το γράμμα του Συντάγματος, με την αναθεώρηση του 2001, η οποία εισήγαγε στο άρθρο 25 την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Παρ’ ότι οι δύο αυτές συνιστώσες έρχονται φαινομενικά σε σύγκρουση, δεδομένου ότι η πρώτη προωθεί ενώ η δεύτερη περιορίζει τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα των ελευθεριών, η σύνθεσή τους συγκροτεί μια αδιάσπαστη ενότητα, η οποία εγγυάται την ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός μέσα σε συνθήκες κοινωνικής συνοχής.
Η διεθνής οικονομική κρίση και η θεσμοποίηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος
Από τη δεκαετία του ’90, μετά τη σταδιακή επικράτηση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας σε διεθνές επίπεδο, η πολιτική άρχισε να χάνει την πρωτοκαθεδρία έναντι της οικονομίας, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει η λογική του οικονομικού μονόδρομου έναντι της δυνατότητας επιλογής μεταξύ εναλλακτικών προγραμμάτων. Αυτού του είδους η συρρίκνωση του πολιτικού πεδίου θεσμοποιήθηκε μετά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης και την ανάγκη διάσωσης της ελληνικής οικονομίας από τη χρεωκοπία. Ειδικότερα, η νέα ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, που καθιερώθηκε την επαύριον της κρίσης, έθεσε δύο πρωταρχικούς στόχους για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: αφενός, τη διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα του ελλείμματος και του χρέους των εθνικών οικονομιών και, αφετέρου, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Επακόλουθο των επιταγών αυτών αποτέλεσε η υποχρέωση εφαρμογής, ιδίως από τα κράτη-οφειλέτες, όπως η Ελλάδα, συγκεκριμένων οικονομικών προγραμμάτων που προέβλεπαν τη μείωση των κρατικών δαπανών, την αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών. Εντός αυτού του ασφυκτικού πλαισίου της λιτότητας, που αναγκάσθηκαν να εγκρίνουν τα εθνικά κοινοβούλια, ξεκίνησε να υποχωρεί η ισχύς των συνταγματικών κανόνων που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα, προκειμένου να εξυγιανθούν οι ελλειμματικές εθνικές οικονομίες χωρίς να πληγεί η ανταγωνιστικότητα, δηλαδή η κερδοφορία, των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, υπό τις συνθήκες μιας οικονομικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης η ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση αξίωσε και πέτυχε την υπονόμευση του κοινωνικού πυλώνα των εθνικών συνταγμάτων, ιδίως εκείνων των κρατών που αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους μέσω δανεισμού από τις αγορές.
Τάσεις απορρύθμισης του φιλελεύθερου πυλώνα του Συντάγματος
Η προϊούσα απελευθέρωση του κεφαλαίου από τα δεσμά του δικαίου έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στην αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των οικονομικά ισχυρών και, ως εκ τούτου, στην όξυνση των ανισοτήτων. Σε μια συγκυρία, επομένως, κατά την οποία η κοινωνική συνοχή διαρρηγνύεται, είναι επόμενο να καταγράφεται μια αντίστοιχη τάση και στις σχέσεις αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων. Συνέπεια αυτής της εξέλιξης αποτελεί η αυταρχικοποίηση της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή η προσπάθεια αποδέσμευσής της από εκείνους τους συνταγματικούς κανόνες οι οποίοι, αφενός, καθιερώνουν ατομικές ελευθερίες και, αφετέρου, εγγυώνται τον πλουραλιστικό χαρακτήρα της δημόσιας σφαίρας.
Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς δύο μορφές αποσυνταγματοποίησης ή, με άλλα λόγια, απορρύθμισης του κράτους δικαίου. Η πρώτη αφορά τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες το θεσμικό πλαίσιο παραμένει μεν αναλλοίωτο ως προς το γράμμα του, αλλά οι σχετικοί κανόνες παραβιάζονται συστηματικά από την πολιτική ή την οικονομική εξουσία, χωρίς τα αρμόδια όργανα, δικαστήρια ή ανεξάρτητες αρχές, να επιβάλλουν τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν οι συστηματικές παραβιάσεις της ελευθερίας της συνάθροισης (αστυνομική βία), της υποχρέωσης του κράτους να εγγυάται την αντικειμενική λειτουργία της ραδιοτηλεόρασης (αδράνεια του ΕΣΡ) και της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών (χειραγώγηση της ΑΔΑΕ).
Από την άλλη πλευρά, η νομοθετική εξουσία έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια πρωτοβουλίες που υπονομεύουν την κανονιστική ισχύ συνταγματικών διατάξεων, καθώς επιδιώκει την αλλοίωση του περιεχομένου τους μέσω της ψήφισης κοινών νόμων, δηλαδή κατά παράκαμψη της αναθεωρητικής διαδικασίας. Δύο είναι τα παραδείγματα αυτής της δεύτερης μορφής αποσυνταγματοποίησης: α) ο νόμος που επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, παρά τη ρητή απαγόρευση του άρθρου 16, και β) ο αποκλεισμός πολιτικών κομμάτων από τη συμμετοχή στις εκλογές, παρ’ ότι η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή συζήτησε διεξοδικά το θέμα το 1975 και αποφάσισε να μην εισαγάγει στο Σύνταγμα σχετική θεσμική δυνατότητα.
***
Το κοινωνικό συμβόλαιο που καταρτίσθηκε στην αυγή της Μεταπολίτευσης είχε ως κύριο χαρακτηριστικό τη σύζευξη του δημοκρατικού, του φιλελεύθερου και του κοινωνικού πυλώνα. Καθεμιά από αυτές τις συνιστώσες αποτέλεσε συστατικό στοιχείο του πολιτεύματος που δεν μπορεί να αφαιρεθεί ή να αλλοιωθεί χωρίς να επιφέρει την αποσταθεροποίηση ολόκληρου του θεσμικού οικοδομήματος. Όπως αποδεικνύει, άλλωστε, η εμπειρία των αλλεπάλληλων κρίσεων, η υπονόμευση του κοινωνικού κράτους και η επακόλουθη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής δεν άργησαν να συμπαρασύρουν το κράτος δικαίου σε απορρύθμιση.
Αυτού του είδους οι κοινωνικοί και πολιτειακοί μετασχηματισμοί δεν αποτελούν ελληνική ιδιοτυπία. Στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται λόγος για τη σταδιακή επικράτηση ενός μοντέλου «αυταρχικού φιλελευθερισμού», το οποίο διακρίνεται για την προστασία της οικονομικής ελευθερίας και την παράλληλη συρρίκνωση τόσο του κράτους πρόνοιας όσο και των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Ο νέος αυτός πολιτειακός τύπος, που θυσιάζει στο βωμό της κερδοφορίας του κεφαλαίου κοινωνικές κατακτήσεις και συνταγματικές ελευθερίες, φαίνεται να οδηγεί τις σύγχρονες δημοκρατίες στα όρια των αντοχών τους.
Συνήθως, οι μεγάλες επανεκκινήσεις, με ριζοσπαστικό και προοδευτικό πρόσημο, έπονται κοινωνικών καταστροφών ή εθνικών τραγωδιών. Στη δεδομένη σκοτεινή συγκυρία, το στοίχημα για τους λαούς είναι να μετατρέψουν, με γνώμονα την ιστορική γνώση και τον συνταγματικό πατριωτισμό, την απόγνωση και τον συσσωρευμένο θυμό σε δυνάμεις αναζωογόνησης και ανάταξης της δημοκρατίας, πολιτικής και κοινωνικής.
Ο Aλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης.