Macro

Δημήτρης Χριστόπουλος: Αξίζει να προσπαθούμε να σώσουμε τις γλώσσες που απειλούνται;

Όποιος το θέρος διαβεί την βόρεια ελληνική ενδοχώρα κι έχει τα αυτιά του ανοιχτά, όλο και κάποια «παράξενη» γλώσσα θα ακούσει. Κυρίως αν βρεθεί σε πανηγύρι. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι η άνοιξη των περιφερειακών γλωσσών στη χώρα.
 
Τα αρβανίτικα θα ακουστούν περισσότερο από το σύνηθες στην παλιά Ελλάδα, αν και είναι μάλλον καταδικασμένα σε μαρασμό, ομιλούμενα πλέον αποκλειστικά από ηλικιωμένους. Στη Μακεδονία, κυρίως δυτικά, τα καλοκαιρινά απαντήματα είναι ευκαιρία για τους ντόπιους να τραγουδήσουν στη γλώσσα τους και να χορέψουν τους χορούς τους. Για τα παιδιά τους, είναι μια ευκαιρία να μυηθούν στην κουλτούρα της μακεδονικής ενδοχώρας, είτε μιλάνε είτε δεν μιλάνε μακεδόνικα. Αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι πριν κάποια χρόνια, η γλώσσα αυτή ήταν κατά κυριολεξία απαγορευμένη και ολικά λογοκριμένη, η εξέλιξη είναι απολύτως θετική. Είναι ανοιχτό ερώτημα αν τα μακεδόνικα στην Ελλάδα μπορούν να αντέξουν σε αυτή την αναμέτρηση με το χρόνο και τον αφανισμό. Είναι βέβαια ό,τι πιο κοντινό στην επίσημη γλώσσα της γειτονικής Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Αυτό όμως είναι ευχή και κατάρα μαζί για προφανείς λόγους. Το ιστορικό φορτίο σπαραγμού, διωγμών και συγκρούσεων που κουβαλάει η γλώσσα αυτή είναι δυσθεώρητο και αυτό καθιστά επισφαλείς τις προβλέψεις για τη αντοχή της στην Ελλάδα. Ακόμη κι αν δίπλα, «μέσα» όπως λένε οι ντόπιοι, μιλιέται επισήμως.
 
Η γλώσσα που πραγματικά όμως ανθίζει το καλοκαίρι είναι τα βλάχικα. Τα βλαχοχώρια της Πίνδου, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι μεταβατικές κοινότητες, άδειες μετά την 28η Οκτωβρίου, γεμίζουν τους καλοκαιρινούς μήνες και τότε είναι που ως κι ο ανύποπτος επισκέπτης θα ακούσει στις πλατείες τους μια ακατάληπτη γλώσσα που, αν είναι σε θέση, θα διαγνώσει ότι δεν είναι ούτε αλβανικά, ούτε σλάβικα. Δεν μιλάνε βέβαια όλοι οι Βλάχοι τη γλώσσα τους, και μάλιστα κάποιοι παραδόξως δεν την θέλουν κιόλας, διότι και αυτή στο παρελθόν έγινε αντικείμενο εθνικιστικής εργαλειοποίησης. Τα ρουμάνικα σχολεία που λειτούργησαν στην Ήπειρο και τη Μακεδονία ως λίγο πριν την κατοχή, η συνεργασία ενός τμήματος των βλαχικών ελίτ με τον κατακτητή κατά την περίοδο της κατοχής, απειλεί την επιβίωση της γλώσσας καθώς για πολλούς Βλάχους ακόμη και σήμερα, η χρήση χτυπάει το συναγερμό της «ρουμάνικης προπαγάνδας» και της «μειωμένης ελληνικότητας». Έτσι και τα βλάχικα, μια γλώσσα της οποίας οι ομιλητές σε όλα τα Βαλκάνια έχουν υψηλότατο αίσθημα ταυτοτικής περηφάνειας, απειλούνται λόγω της σύγχυσης κάποιων που προκειμένου να αποποιηθούν το ένοχο παρελθόν των προγόνων τους, αποποιούνται σήμερα τη γλώσσα τους.
 
Το ερώτημα που θέτω εδώ είναι υπό ποιες προϋποθέσεις αξίζει να παλεύει κανείς να σωθούν οι μειονοτικές γλώσσες που απειλούνται από τη συρρίκνωση και εν τέλει από τον αφανισμό. Να επισημάνω ότι από τη συζήτηση αυτή, θα εξαιρεθούν δύο μειονοτικές γλώσσες στη χώρα που δεν κινδυνεύουν με αφανισμό : τα τούρκικα και η ρομανί, η γλώσσα των Τσιγγάνων. Οι γλώσσες αυτές, για διαφορετικούς λόγους καθεμιά, δεν αντιμετώπισαν τη συστηματική προσπάθεια να ξεριζωθούν από την Ελλάδα καθώς οι ομιλητές τους δεν θεωρήθηκαν δυνητικά αφομοιώσιμοι Έλληνες. Επομένως όχι απλώς δεν κινδυνεύουν, αλλά μάλλον ανθούν. Επίσης, δεν αναφερόμαστε στα τσακώνικα, τη μόνη μειονοτική γλώσσα, και μάλιστα ελληνικής προέλευσης, που εξαφανίστηκε. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ως και τα τσακώνικα, η κατεξοχήν εθνικώς πιο «ανύποπτη» γλώσσα, αντιμετωπίστηκε αρνητικά από το ελληνικό κράτος ενώ θα περίμενε κανείς το αντίθετο. Μιλάμε για αρχαία ελληνική διάλεκτο! Η κρατική δυσανεξία απέναντι στις γλώσσες αυτές στην Ελλάδα είναι πραγματικά μνημειώδης.
 
Απ’ την άλλη όμως, οι γλώσσες δεν είναι μουσειακά εκθέματα να τα κρατάμε άθικτα ώστε να τις μιλούν και να τις θυμούνται οι μελλοντικές γενιές. Οι γλώσσες είναι πολύσημα εργαλεία επικοινωνίας και αν δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της επικοινωνίας αυτής, τότε είναι αναπόδραστος ο επερχόμενος αφανισμός τους υπό την πίεση της ισχυρότερης κοινωνικά και πολιτικά γλώσσας. Αυτό ονόμαζε ο μεγάλος Έλληνας γλωσσολόγος Λουκάς Τσιτσιπής «γλωσσική συρρίκνωση».
 
Η γλωσσική συρρίκνωση όμως είναι και προϊόν συστηματικών κρατικών πολιτικών διώξεων, στιγματισμού ή καταπίεσης. Η αυταρχική επιταγή «δεν πρέπει να σωθούν» πλέον σπανίως εκφέρεται, αλλά αποτέλεσε για περισσότερο από έναν αιώνα την κεντρική πολιτική επιλογή των εθνικών κρατών απέναντί τους. Ενίοτε σιωπηλά παραμένει κυρίαρχη. Η Ελλάδα, η Γαλλία, η Τουρκία, η Ισπανία, είναι κατεξοχήν παραδείγματα κρατών με παραδοσιακά μηδενική ανοχή στις μειονοτικές γλώσσες. Η Ιταλία πάλι λιγότερο. Δεν πρέπει να σωθούν οι γλώσσες διότι η γλώσσα είναι εξ ορισμού φορέας ιδεών και συνείδησης. Επομένως, επειδή οι γλώσσες μπορούν να γίνουν ταυτότητες, η αυταρχική επιταγή «δεν πρέπει να μιλούνται» είναι συνώνυμη της ανάγκης για μια ενιαία εθνική περιφέρεια χωρίς ύποπτες μειονοτικές εξαιρέσεις.
 
Στην άλλη όχθη, θα αντιτείνει κανείς πως η γλώσσα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Θέση ρομαντική και νοσταλγική. Στη μητρική γλώσσα ο άνθρωπος ονειρεύεται, σε αυτήν άκουσε τα πρώτα νανουρίσματα, σε αυτήν σκέφτεται, σε αυτή νιώθει. Σε τελευταία ανάλυση, όντως η γλώσσα πρέπει να σωθεί διότι είναι πλούτος για την πολιτισμική ταυτότητα. «Ο άνθρωπος είναι η γλώσσα του» θα αναφωνήσει με ταυτοτικό οίστρο ο οπαδός της (που κατά κανόνα ζει στην πόλη), όμως δύσκολα θα πείσει τον αρβανίτη αγρότη της Βοιωτίας ή τον βλάχο κτηνοτρόφο της Θεσπρωτίας να μάθει το παιδί του βλάχικα ή αρβανίτικα σε βάρος των αγγλικών πχ.
 
Η άκριτη και αθεράπευτη νοσταλγία της γλώσσας μπορεί να αποδειχθεί βαθιά ανιστόρητη καθώς, εξ αντικειμένου, κάποιες γλώσσες θα αφανιστούν υπέρ κάποιων άλλων. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια τέτοια διαδικασία διαρκούς γλωσσικής συρρίκνωσης υπέρ των ισχυρών γλωσσών. Κάποτε, κάθε μικρή περιοχή είχε τη γλώσσα ή τη διάλεκτό της, σήμερα η ανθρωπότητα μιλάει αυτά τα αγγλικά του αεροδρομίου στο διαδίκτυο που όμως στερούν κι από τα ίδια τα αγγλικά τις πλούσιες συνδηλώσεις τους και την πολυσημία τους. Όλα πλέον θυσιάζονται στο όνομα της αποδοτικότητας. Οι καιροί αλλάζουν.
 
Εν κατακλείδι, αξίζει να παλεύει κανείς να σωθούν οι γλώσσες που απειλούνται διότι όντως είναι πλούτος ζωτικός. Με επίγνωση όμως ότι η πορεία της παρακμής αυτής είναι εν πολλοίς αναπόδραστη και ως ένα βαθμό φυσική. Το κλειδί είναι σε ποιο βαθμό.
 
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να παλεύει κανείς ώστε οι άνθρωποι που επιθυμούν να μιλήσουν, να διδαχθούν και να γράψουν τις μητρικές τους γλώσσες, να μπορούν να το κάνουν όποτε και όπως θέλουν.
 
Αυτό είναι ο ελάχιστος παρονομαστής σε μια δημοκρατία.
 
Δημήτρης Χριστόπουλος