Τα βιβλία της, άλλοτε μυθιστορήματα κιάλλοτε συλλογές διηγημάτων, βυθίζουν τον αναγνώστη σε μια ανησυχαστική «κατάσταση επαγρύπνησης».
Ο λόγος για την Αργεντίνα Σαμάντα Σβέμπλιν, μια από τις πιο ιδιαίτερες και πρωτότυπες φωνές της σύγχρονης λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Συζητώντας μαζί της με αφετηρία το σύνολο του μεταφρασμένου στα ελληνικά έργου της.
Μπήκες στο σύμπαν των βιβλίων σε νεαρή ηλικία, χάρη στην τόνωση και την ώθηση του οικογενειακού σου περιβάλλοντος.
Η εξερεύνηση της λογοτεχνίας ως αναγνώστρια συμβάδιζε πάντα με την ανάγκη σου να την ασκείς ως συγγραφέας;
Η περιέργειά μου ως αναγνώστρια ήταν πάντα συνδεδεμένη με την πρόθεση να αφηγηθώ ιστορίες.
Θυμάμαι ανέκδοτα από την παιδική μου ηλικία, για παράδειγμα. Ζητούσα από τους γονείς μου, όταν μου διάβαζαν πριν κοιμηθώ, να ολοκληρώνω μόνη μου τις ιστορίες.
Ή στο σχολείο, σε ηλικία 11-12 ετών, όταν διάβασα ιστορίες των Mωπασάν, Κορτάσαρ και Ρέι Μπράντμπερι για πρώτη φορά,
Παρά τον αντίκτυπο και την γοητεία αυτής της ανακάλυψης, δεν είχα το ένστικτο να ψάξω για περισσότερες ιστορίες από αυτούς τους συγγραφείς, αλλά ν’ αρχίσω να γράφω σαν τρελή, αντιγράφοντάς τους ξανά και ξανά.
Ποια είναι η πρωταρχική χαρά και ο πρωταρχικός φόβος που, για εσένα, συνδέονται με την συγγραφική διαδικασία;
Απολαμβάνω την δυνατότητα να συγκινώ τους άλλους.
Η Ρεμπέκα Σόλνιτ έχει πει μια όμορφη φράση που πάντα με συγκινεί, ότι «ένα υπέροχο βιβλίο είναι μια καρδιά που χτυπά στο στήθος του άλλου».
Μ’ αρέσει η ιδέα της γραφής ως μετανάστευσης στο σώμα του άλλου, σε άλλους τρόπους σκέψης και συναισθημάτων. Η γραφή ως πρακτική απάντηση σε συγκεκριμένες ερωτήσεις.
Όταν διαβάζετε, να ασκείτε συνεχώς τους εαυτούς σας διερωτώμενοι:
Τι θα έκανα σε αυτήν την κατάσταση; Θα μπορούσα να επιβιώσω από τέτοιους πόνους; Ή θα μπορούσα να είχα πάρει τις ίδιες αποφάσεις;
Ο μεγάλος φόβος είναι πως αυτή η μαγεία αποτυγχάνει.
Ότι η συναισθηματική σύνδεση με τον αναγνώστη δε λειτουργεί, πως, αφού με έχει συνοδεύσει σε μια ολόκληρη λογοτεχνική διαδρομή, φτάνει στο τέρμα απογοητευμένος και με την αίσθηση ότι το κείμενο δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις του.
Αν και δεν εκδηλώνεται με «γοτθικό» τρόπο όπως στο έργο της συμπατριώτισσας και συναδέλφισσάς σου Mαριάνα Eνρίκες, μια αίσθηση τρόμου και ανησυχίας διαποτίζει ή υπογραμμίζει την αφήγησή σου.
Πώς σχετίζεσαι με τον τρόμο ως άνθρωπος, συγγραφέας και αναγνώστρια; Και πώς γλιτώνεις από την θανάσιμη «λαβή» του;
Δεν υπάρχει κανένας από τους ξεκάθαρους τρόμους σε αυτές τις ιστορίες, δεν υπάρχουν τέρατα, καθόλου αίμα ή οτιδήποτε μπορεί να συσχετιστεί με τον πιο σκληρό τρόμο.
Νομίζω πως αυτό που οδηγεί ορισμένους αναγνώστες να με συσχετίσουν με αυτό το είδος είναι η κατάσταση επαγρύπνησης που ενεργοποιείται μέσα τους όταν διαβάζουν αυτές τις ιστορίες.
Η επαγρύπνηση του τρόμου μάς παραλύει, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι τόσο απειλητικό, ασυνήθιστο, ή άγνωστο, που είναι δύσκολο να αντιδράσουμε. Αυτή η κατάσταση παράλυσης είναι επίσης μια στιγμή μέγιστης προσοχής.
Θέλουμε να ξεφύγουμε, θέλουμε να λύσουμε αυτό που συμβαίνει.
Για να το κάνουμε, όμως, χρειαζόμαστε πληροφορίες, πρέπει να αφομοιωθούμε και να κατανοήσουμε, επομένως όλη μας η προσοχή υποτάσσεται στην προσπάθεια κατανόησης.
Αυτή είναι η παγίδα του τρόμου, αυτή η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σε αναστολή είναι επίσης μια κατάσταση παράδοσης του αναγνώστη, μέγιστης προσοχής.
Θυμάμαι τον εαυτό μου ως αναγνώστρια σε τέτοιες στιγμές και με συναρπάζει να νιώθω πώς εξαφανίζεται ολόκληρος ο κόσμος μου, η πραγματικότητα που με περιβάλλει.
Εξαφανίζομαι κι εγώ και βυθίζομαι στο παρόν του βιβλίου χωρίς κρίσεις και αντιστάσεις, παραδίνομαι εντελώς.
Και αυτός ο τρόμος δεν είναι ένα είδος από μόνος του, αλλά μια κατάσταση προσοχής που εκτείνεται παντού, ακόμα και στην πιο ρεαλιστική ιστορία.
Σε εκείνη την σύζυγο που, μετά από επτά μήνες σκέψης, αποφασίζει τελικά να πει στον άντρα της ότι θέλει διαζύγιο, και μπαίνει στο γαμήλιο δωμάτιο για να του το ανακοινώσει. Ακόμη κι εκεί υπάρχει φόβος, αγωνία και τρόμος.
Αν η συναισθηματική μας σχέση μαζί της είναι αρκετά ισχυρή, το μόνο που θα θέλαμε να μάθουμε είναι τι πρόκειται να συμβεί στην συνέχεια, γιατί υπάρχει κάτι εκεί, αυτή η μυθοπλασία, που υπόσχεται ζωτικής σημασίας πληροφορίες για την ίδια την ζωή μας.
Το Απόσταση ασφαλείας αντανακλά την ανησυχία σου για περιβαλλοντικά ζητήματα, και ιδιαίτερα για την μόλυνση του εδάφους λόγω της εκτεταμένης χρήσης φυτοφαρμάκων και των συνεπειών της στις ανθρώπινες σχέσεις.
Είναι η λογοτεχνία η δική σου συνεισφορά στο «γύρισμα του τροχού»;
Δε γράφω με πολιτικές προθέσεις, αλλά φυσικά κουβαλάω τις δικές μου προσωπικές ανησυχίες.
Ένα από τα προβλήματα που με απασχολούν είναι η χρήση της γλυφοσάτης στην ύπαιθρο της Αργεντινής:
Η βραχυπρόθεσμη θανατηφόρα επίδραση που έχει στους εργαζόμενους οι οποίοι έρχονται σε πιο στενή επαφή με αυτήν και η μακροπρόθεσμη επίδραση στους πολίτες που καταναλώνουν τα χωρίς κάποια ρύθμιση ψεκασμένα προϊόντα.
Η ανησυχία, λοιπόν, υπάρχει, αλλά όταν λέω μια ιστορία δε σκέφτομαι με πολιτικούς όρους ή προθέσεις να συνεισφέρω στην κοινωνία με οποιονδήποτε τρόπο.
Μια καλή ιστορία δεν μπορεί παρά να αυτoπεριοριστεί, δεν μπορεί να είναι διδακτική ή κατατοπιστική. Γι’ αυτό τρέφω αμφιβολίες για κείμενα με σαφείς πολιτικές προθέσεις.
Αυτό δε σημαίνει ότι εγώ, ως πολίτης αυτού του κόσμου, δεν έχω τις δικές μου ανησυχίες και θέματα.
Νομίζω όμως πως, όταν η καλή λογοτεχνία είναι πολιτική, είναι σε διαφορετικό επίπεδο από αυτό που νομίζουμε.
Δε νομίζω ότι η πολιτική έχει να κάνει τόσο πολύ με την αλλαγή συγκεκριμένων ή άμεσων αντιλήψεων της πραγματικότητας του αναγνώστη. Αλλά είναι ένα αποτέλεσμα που λειτουργεί μακροπρόθεσμα.
Το διάβασμα είναι η άσκηση τού να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου. Ακούγεται σαν κοινοτοπία, αλλά οι κοινοτοπίες σφυρηλατούνται από την επιμονή ορισμένων κοινών εμπειριών, σωστά;
Είναι η πρακτική άσκηση της σκέψης με κεφάλι και σώμα διαφορετικό από το δικό μας.
Μια άσκηση ενσυναίσθησης, ανοιχτότητας, κυκλοφορίας σε πιθανούς κόσμους που ίσως δεν προορίζονταν για εμάς, αλλά που χάρη στο διάβασμα μπορούμε να δούμε, να σκεφτούμε και να μετρήσουμε.
Αυτό είναι το πραγματικό πολιτικό βάρος της λογοτεχνίας.
Η συλλογή διηγημάτων Eπτά άδεια σπίτια, από την άλλη, το πιο αγαπημένο μου βιβλίο σου, εστιάζει στην εξερεύνηση των θεμάτων του σπιτιού και του ανήκειν – ή την έλλειψή τους. Θα ήθελες να εξηγήσεις την σημασία τους για εσένα;
Μ’ ενδιαφέρει το πώς χτίζουμε τους κόσμους που κατοικούμε βάσει των ιστοριών τις οποίες λέμε στον εαυτό μας.
Πώς οι κοινωνίες μας αποφασίζουν τι είναι αποδεκτό και τι όχι, ποια πράγματα ανήκουν στην τάξη της κανονικότητας και ποια πράγματα ανήκουν στον κόσμο του παράξενου, τι δεχόμαστε να συμβεί και τι διαβάζουμε ως αδύνατο να συμβεί.
Και με ενδιαφέρει γιατί πολλές φορές αυτοί οι διαχωρισμοί και οι ονοματολογίες δεν είναι παρά κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές κατασκευές. Είναι, δηλαδή, η μεγαλύτερη μυθοπλασία μας.
Η ιδέα τού τι είναι οικείο και τι παράξενο, για παράδειγμα.
Γι’ αυτό η μορφή της οικογένειας, η μορφή του σπιτιού και ό,τι συμβαίνει γύρω από τα σπίτια είναι τόσο σημαντικά για μένα ως σκηνικό για τις ιστορίες μου.
Το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο σου μυθιστόρημα, Kεντούκι, είναι ένα εξαιρετικά ιδιαίτερο βιβλίο, αστείο και τρομακτικό σε ίσες δόσεις. Δικιάς σου έμπνευσης είναι και ο τίτλος του;
Όταν έγραφα το πρώτο προσχέδιο, μου εμφανίστηκε ξαφνικά το όνομα κεντούκι. Δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού προήλθε, απλά έτσι βγήκε.
Είπα στον εαυτό μου ότι αν το χειρόγραφο συνέχιζε να μεγαλώνει, θα ήταν καιρός να το πάρω πιο σοβαρά και να ψάξω για ένα καλό όνομα.
Αργότερα έφτιαξα μια λίστα με όλα όσα ήθελα να επικοινωνήσει το όνομα αυτής της συσκευής. Ήθελα να ακούγεται σαν κάτι δημοφιλές, φτηνό, κάτι που θα μπορούσες να βρεις οπουδήποτε.
Κάτι που δεν ήταν καλά κατανοητό από ποια κουλτούρα θα μπορούσε να προέρχεται.
Το κεντούκι ακούγεται λίγο ιαπωνικό, αλλά το συνδέεις και με το Kentucky Fried Chicken.
Σε μια αναζήτηση στο Διαδίκτυο τα αποτελέσματα μπορεί να είναι παραληρηματικά. Είναι μια λέξη-μπαλαντέρ για πολλούς πολιτισμούς:
Υπάρχει ένα διάσημο άλογο στην Ρωσία που ονομάζεται Kεντούκι, πόλεις που ονομάζονται αντίστοιχα σε διάφορες χώρες σ’ όλον τον κόσμο, ένα ιαπωνικό φαγητό, ένα βορειοαμερικανικό τουφέκι και ούτω καθεξής.
Η προέλευσή του ήταν τόσο εκλεκτική και συγκεχυμένη, που μου φαινόταν σαν το τέλειο όνομα.
Διασταύρωση ενός κατοικίδιου ζώου κι ενός οικιακού ρομπότ, τι ενσαρκώνουν στην πραγματικότητα τα κεντούκι;
Την λαχτάρα μας να συνδεθούμε με άλλους, αν και χωρίς να εκτεθούμε τόσο πολύ σωματικά, και ταυτόχρονα την αποτυχία μας/τον φόβο μας να το κάνουμε, για οποιονδήποτε λόγο;
Ανησυχούσα -και εξακολουθώ να ανησυχώ- γι’ αυτήν την βάναυση αντίθεση ανάμεσα στο να είμαστε υπερβολικά συνδεδεμένοι και ταυτόχρονα να νιώθουμε πιο απομονωμένοι και μόνοι από ποτέ.
Και κατάλαβα ότι το πρόβλημα που έχουμε δεν είναι τόσο με την ίδια την τεχνολογία, αλλά με αυτό που συμβαίνει σε εμάς «με τους άλλους» μέσω της τεχνολογίας.
Πολλά μυθιστορήματα που διάβασα εκείνη την εποχή και τα οποία προσπάθησαν να καταπιαστούν με τεχνολογικά προβλήματα ήταν κατά κάποιον τρόπο μπλεγμένα σε τεχνικές λεπτομέρειες, στις εξηγήσεις για το πώς λειτουργούν αυτές οι τεχνολογίες και στις δυνατότητές τους.
Αυτό όμως που με ενδιέφερε δεν ήταν η ίδια η τεχνολογία, αλλά οι χρήστες. Η τεχνολογία είναι ουδέτερη, το πρόβλημα είναι τι μας συμβαίνει με τη χρήση που της δίνουμε.
Σκέφτηκα ότι αν ήθελα να μιλήσω για χρήστες, έπρεπε να εφεύρω μια συσκευή που θα με απάλλασσε από το πρόβλημα της τεχνολογίας.
Μια συσκευή που ήταν όλες οι τεχνολογίες ταυτόχρονα, δηλαδή δούλευε λίγο όπως το WhatsApp, αλλά και το Skype, το Zoom, τα κοινωνικά δίκτυα, που ήταν όλα αυτά και ταυτόχρονα δεν ήταν.
Μια συσκευή η οποία κατάφερε να κάνει το πρόβλημα της τεχνολογίας να εξαφανιστεί φέρνοντας τους χαρακτήρες μου αντιμέτωπους μεταξύ τους.
Η έλευση της τεχνολογίας -ιδιαίτερα του Διαδικτύου- και η εισβολή της στην καθημερινότητά μας έχει συμβάλει σε μια ανθρωπολογική μετάλλαξη, που επιδεινώθηκε τον καιρό της «πανδημίας». Το Kεντούκι ασχολείται με το ζήτημα.
Φοβάσαι ότι, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνίες, γινόμαστε ολοένα και πιο «φυλακισμένοι» σε ασύνδετους μικρόκοσμους και επομένως πιο εύκολα χειραγωγούμενοι από την εξουσία, χωρίς συχνά καν να το συνειδητοποιούμε;
Ζούμε και ενημερωνόμαστε περισσότερο από ποτέ, παγιδευμένοι σε μικρές φυσαλίδες, ένα είδος ανεστραμμένου θαλάμου ηχούς. Κάθε φορά που κάτι κλονίζεται, η πραγματικότητα που χτίζουμε γύρω από αυτό συρρικνώνεται αντί να επεκτείνεται.
Τα γκρίζα έχουν φύγει, οι πολυπλοκότητες έχουν φύγει και όλα γίνονται όλο και πιο δυαδικά.
Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και έχει άμεσο αντίκτυπο στις ζωές όλων, αλλάζοντας τον τρόπο ανάγνωσης των πολιτικών κινημάτων και της πραγματικότητάς τους.
Η λογοτεχνία, η πράξη της ανάγνωσης, η άσκηση του να αντιμετωπίζουμε συνεχώς τον εαυτό μας με άλλες ιστορίες και με εκδοχές διαφορετικές από τις δικές μας ιδέες, είναι ακριβώς αυτή που δημιουργεί την αντίστροφη κίνηση.
Είναι απίστευτο ότι, μετά από τόσους αιώνες Ιστορίας της ανθρωπότητάς μας, δεν έχουμε καταλάβει ότι είναι ακριβώς στο γκρίζο και στην πολυπλοκότητα, στην διαπραγμάτευση με «τους άλλους» των ιδεών, τις οποίες έχουμε για πραγματικότητες, όπου βρίσκουμε τους χώρους στους οποίους είναι πιο εύκολο να ζούμε μαζί, ν’ ακούμε ο ένας τον άλλον και να δημιουργούμε κοινωνίες που, αντί να απλοποιούνται και να καταστρέφονται, γίνονται πλουσιότερες και πιο περίπλοκες.
Ζεις και εργάζεσαι στο Βερολίνο, μια από τις λίγες χαρακτηριστικές μητροπόλεις του Δυτικού κόσμου, εδώ και αρκετά χρόνια.
Σε ποιον βαθμό έχει αυτό το γεγονός εμπλουτίσει, ίσως «παγκοσμιοποιήσει», την αυτοαντίληψή σου ως συγγραφέα και ως ανθρώπου;
Υπάρχει κάτι σχετικά με την απόσταση, την ζωή έξω, που άλλαξε επίσης την οπτική μου, αν και εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου απόλυτα Αργεντίνα συγγραφέα, ακόμη και μετά από 11 χρόνια που ζω εκτός της χώρας μου.
Δεν υπάρχει στιγμή που να αφηγούμαι μια ιστορία η οποία να μην ξεκινά κατά φυσιολογικό τρόπο από ένα αργεντίνικο σκηνικό.
Φυσικά, υπάρχουν ιστορίες που δεν έχουν αυτήν την αφετηρία. Για παράδειγμα, το μυθιστόρημα Κεντούκι διαδραματίζεται σε σχεδόν 25 διαφορετικές πόλεις σε όλον τον κόσμο.
Ωστόσο, αν δεν υπάρχει πράγματι κάτι που απαιτεί από μένα να εγκαταλείψω την Αργεντινή, το σκηνικό μου παραμένει ακόμα η χώρα μου.
Πιστεύεις, επομένως, ότι ανήκεις σε έναν σαφώς καθορισμένο σύγχρονο λατινοαμερικανικό λογοτεχνικό κανόνα;
Και αν ναι, ποια είναι τα διακριτά αφηγηματικά, υφολογικά και κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά αυτού του κανόνα;
Νιώθω πιο Λατινοαμερικάνα από ποτέ.
Όταν ζούσα στην Αργεντινή και πήγαινα να αγοράσω βιβλία από βιβλιοπωλεία, το τμήμα της Λατινικής Αμερικής ήταν πάντα κατειλημμένο από βιβλία άλλων συγγραφέων, τα δικά μου ήταν στο τμήμα της Αργεντινής.
Τώρα, όταν ψάχνω για βιβλία σε βιβλιοπωλεία στην Ευρώπη, βρίσκομαι πάντα στο τμήμα της Λατινικής Αμερικής..
Μου αρέσει πολύ να διαβάζω τις/τους συγγραφείς της γενιάς μου, τι γράφεται αυτήν την στιγμή με προέλευση την Λατινική Αμερική και την Διασπορά.
Πολύ διαφορετικές φωνές όσον αφορά στο στιλ, τα είδη, τις παραδόσεις και τις κουλτούρες από τις οποίες προέρχονται.
Αλλά υπάρχει σε όλα τα κείμενα μια πολύ έντονη και κριτική προσοχή στις ιστορίες με τις οποίες έχουμε διαμορφωθεί και στην πιο αποικιοκρατική άποψη που είχαμε για το παρελθόν μας.
Ένα πράγμα που φαίνεται πολύ πλούσιο και χαρακτηριστικό όχι μόνο της γενιάς μου, αλλά και της ίδιας της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, είναι ότι για εμάς τα λογοτεχνικά είδη με όλες τους τις έννοιες δεν είναι τόσο έντονα.
Ο ίδιος συγγραφέας στο ίδιο μυθιστόρημα μπορεί να υπερβεί τα όρια του ρεαλισμού και να περιπλανηθεί στο φανταστικό ή τον τρόμο χωρίς αυτό να αποτελεί πρόβλημα.
Μπορεί να περιηγηθεί μεταξύ παραδοσιακών αφηγήσεων και πιο πειραματικών αφηγητών, μπορεί να παίξει με την γλώσσα και όλα αυτά ενδέχεται να συμβαίνουν ακόμη και σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα.
Κι όμως, αυτό το βιβλίο μπορεί να τοποθετηθεί στο ράφι της σύγχρονης λογοτεχνίας στο βιβλιοπωλείο και να διαβαστεί ως ένα εξαιρετικά λογοτεχνικό κείμενο.
Αυτό το παιχνίδι, αυτή η ελευθερία που ταυτόχρονα δε σημαίνει ότι όλα επιτρέπονται και είναι γεμάτη κανόνες, φροντίδα και ταλέντα, είναι κάτι που θαυμάζω, ψάχνω και βρίσκω πολύ στην λατινοαμερικανική λογοτεχνία μας.
Ευχαριστώ θερμά τις Kate Boggs, Johanna Castillo και Sofia Bolido (Writers House) για την πολύτιμη συμβολή τους στην υλοποίηση της συνέντευξης.
Τα βιβλία της Σαμάντα Σβέμπλιν Απόσταση ασφαλείας, Επτά άδεια σπίτια και Κεντούκι κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου.
Ιωάννης Κοντός