Macro

Θάλεια Δραγώνα: Η οικογένεια ανάμεσα στην παράδοση και τη μετα-νεοτερικότητα

Ο σταθμός της Μεταπολίτευσης σηματοδοτεί ένα πέρασμα από το παλιό στο καινούργιο σε πλήθος εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. Πώς αυτό το πέρασμα αποτυπώνεται στην οικογένεια; Πόσο έχει αλλάξει η οργάνωση και το βίωμα της οικογένειας τα τελευταία πενήντα χρόνια; Με τα κινήματα φύλου και σεξουαλικότητας, τα αιτήματα των μονογονεϊκών και ομογονεϊκών οικογενειών, καθώς και τους νέους τρόπους αναπαραγωγής, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι γίναμε μάρτυρες μιας αποδομητικής δυναμικής. Την ίδια στιγμή, σε πρόσφατη έρευνα της Kapa Research, το 89% εκφράζει μεγάλη εμπιστοσύνη στον θεσμό της οικογένειας. Και αυτό ισχύει ανεξάρτητα από ηλικιακές κατηγορίες, φύλο, θρησκεία, πολιτική τοποθέτηση ή από το αν οι ερωτώμενοι/ες έχουν κάνει ή όχι επιλογή γάμου/συμβίωσης/απόκτησης παιδιών. Εμφανίζεται λοιπόν η οικογένεια ως θεσμός πανίσχυρος.
 
 
Μπορεί να ισχύουν και τα δύο; Και να έχουν έρθει τα πάνω κάτω στη μέχρι σήμερα «αυτονόητη» οικογένεια, και την ίδια στιγμή να απολαμβάνει τόσο μεγάλης εμπιστοσύνης; Μπορεί. Εξαρτάται από το πώς επιλέγουμε να ορίσουμε, να κατανοήσουμε και να μελετήσουμε την οικογένεια και την εξέλιξή της μέσα στον χρόνο – εξωτερικά και από απόσταση, όπως το κάνει μια δημοσκόπηση ή μέσα από τη βιωμένη εμπειρία.
 
Εχει συχνά υιοθετηθεί ένα ιδεοτυπικό σχήμα τριών φάσεων εξέλιξης της οικογένειας από την προνεοτερική έως τη μετανεοτερική, σε παραλληλισμό με τις μεταλλάξεις της ελληνικής κοινωνίας από την αγροτική στη μεταβιομηχανική εποχή. Στην πρώτη φάση η κύρια μορφή της αγροτικής οργάνωσης, η οικογένεια, είναι ταυτόχρονα μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης και ο γάμος, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ντιρκέμ, στηρίζεται στην οικογένεια που προϋπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει μετά από αυτόν. Τα άτομα δεν αναζητούν τη συναισθηματική εγγύτητα με την οποία συνδέουμε σήμερα τις οικογενειακές και ερωτικές σχέσεις. Η δεύτερη φάση παραπέμπει στην αστική-βιομηχανική οργάνωση της κοινωνίας, η οικογένεια αποκτά πυρηνική μορφή, απομονώνεται από την κοινότητα και αποκτά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τη νεοτερικότητα. Οι ρόλοι των φύλων εξακολουθούν να είναι αυστηρά περιχαρακωμένοι, η πατρική εξουσία αυταρχική, οι ατομικές επιλογές περιορισμένες και η οικογένεια παιδοκεντρική, απορροφημένη από την ανατροφή των τέκνων. Η τρίτη φάση είναι συνυφασμένη με τους μετασχηματισμούς της ύστερης νεοτερικότητας και τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα που την χαρακτηρίζουν. Αποκτούν προτεραιότητα η εξατομίκευση, οι προσωπικές επιλογές, και ο ρόλος των συναισθημάτων στη δημιουργία σχέσεων. Ο γάμος αντί να αποτελεί επεισόδιο στη μακρά ιστορία της οικογένειας αποκτά δική του αυτοτέλεια, η «κανονικότητα» τίθεται σε επερώτηση, αμφισβητούνται οι έμφυλες κυρίαρχες ιδεολογίες, αναδύεται η κοινωνικο-κονστρουξιονιστική έννοια των «θέσεων υποκειμένου» που μας υποχρεώνει να δούμε με άλλα μάτια τις ταυτότητες που επιτελούνται στην οικογενειακή ζωή, και δοκιμάζονται εναλλακτικές μορφές συμβίωσης και οικογένειας.
 
Αυτό το σχήμα, χρήσιμο για την κατανόηση της εξέλιξης της οικογένειας, δεν παύει να υποτιμά την ταξική, κοινωνικο-οικονομική διαφοροποίηση μεταξύ και εντός κοινωνικών ομάδων. Και ως ιδεοτυπικό, παραγνωρίζει ότι «παραδοσιακές» ή «εκσυγχρονισμένες» συμπεριφορές δεν ακολουθούν αναγκαστικά χωρικούς διαχωρισμούς (αγροτικό έναντι αστικού), και δεν είναι κατ’ ανάγκην συνεκτικός ο τρόπος ζωής και αντιλήψεων που διαπερνά όλο το φάσμα των κοινωνικών θεσμών. Η ρήξη μεταξύ διαδοχικών μορφών ζωής χαρακτηρίζεται από ασυνέχειες. Η σύγχρονη οικογένεια, αυτή της Μεταπολίτευσης, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κατάλυση και τη διατήρηση των προτύπων που της κληροδότησαν οι προηγούμενες φάσεις, και μπορεί να είναι απολύτως παραδοσιακή, με ανελαστική κατανομή ρόλων, έως απόλυτα μετανεοτερική, με πολλές ενδιάμεσες καταστάσεις. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αντικαταστάθηκε με κάτι τελείως καινούργιο.
 
 
Ο λόγος του νομοθέτη
 
 
Μέσα στα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο λόγος του νομοθέτη, έτσι όπως αποτυπώθηκε στις νομοθετικές ρυθμίσεις, επιχειρεί μια δυναμική κίνηση από την παράδοση/το παλιό προς τη νεοτερικότητα/το σύγχρονο. Μαζί με τις ραγδαίες πολιτικές και κοινωνιοπολιτισμικές αλλαγές εμφανίζεται το ’70 ένα δυνατό, αλλά μικρής έκτασης, φεμινιστικό κίνημα, με καθυστέρηση σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Το αίτημα είναι ο αυτοπροσδιορισμός: «Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του αντρός μου, είμαι μονάχα ο εαυτός μου», διεκδικούν οι γυναίκες. Οργανώνεται γύρω από το θέμα της έκτρωσης, του βιασμού και των αλλαγών στο οικογενειακό δίκαιο θέτοντας σε τροχιά μια σειρά νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι καθοριστική. Το ’82 καταργούνται η προίκα και η υποχρέωση να παίρνει η γυναίκα το επώνυμο του άντρα της, καθιερώνεται ο πολιτικός γάμος ως ισότιμος με το θρησκευτικό, θεσμοθετούνται η υποχρέωση των δύο συζύγων να φέρουν εξίσου τα «βάρη του γάμου», η ανάληψη της φροντίδας του παιδιού από κοινού και η υποχρέωση για διατροφή διαζυγίου ανεξάρτητα από το φύλο. Το ’86 νομιμοποιείται η έκτρωση αποσυνδέοντας έτσι τη σεξουαλικότητα από την αναπαραγωγή. Το 2002 μπαίνουν τα θεμέλια για τη νομοθετική ρύθμιση της τεχνητής αναπαραγωγής, ενώ η έννοια της συγγένειας μετατοπίζεται από τους βιολογικούς στους συναισθηματικούς δεσμούς. Το 2008 η κυβέρνηση της ΝΔ θεσμοθετεί το σύμφωνο συμβίωσης αποκλειστικά για τα ετερόφυλα ζευγάρια, και το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επεκτείνει το πρώτο δειλό βήμα στα ομόφυλα. Η τελευταία πρόσφατη σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία της ΝΔ είναι αυτή του πολιτικού γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών.[1] Στο σύνολο αυτών των μεταρρυθμίσεων, το πνεύμα του νομοθέτη άλλοτε προηγήθηκε της καθημερινής βιωμένης πραγματικότητας επιχειρώντας τομές που απείχαν από αυτήν, ενώ άλλοτε καταφανώς καθυστέρησε να απαντήσει στις εξελίξεις που βιώνει μέρος του κοινωνικού συνόλου, όπως στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών. Ωστόσο, παρά τις ενίοτε εσωτερικές αντιφάσεις και την αδυναμία να ολοκληρωθούν με τόλμη κάποια μεταρρυθμιστικά βήματα, η έμφαση είναι στην ατομικότητα, στην προσωπική επιλογή και στη μετακίνηση προς τη ρευστότητα και την πολυπλοκότητα των νέων μορφών οικογένειας.
 
 
Η οικογένεια ως ομάδα
 
 
Τι επιφυλάσσει το μέλλον; Θα μειωθούν περισσότερο οι μακροχρόνιοι γάμοι, θα γινόμαστε όλο και ευρηματικότεροι όσον αφορά εναλλακτικές μορφές συμβίωσης, θα πολλαπλασιάζονται οι άνδρες που μεγαλώνουν μόνοι τους παιδιά ή, αντίθετα, θα αυξάνονται οι «σκοτεινές» πλευρές της οικογένειας όπως η ενδο-οικογενειακή βία;
 
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ρευστότητα και η πολυπλόκητα εμπεριέχουν διλήμματα και αντιφάσεις αλλά και την ευκαιρία για διαφοροποιημένες σχέσεις που θα απαντούν στις εξελικτικές ανάγκες τόσο των ατόμων όσο και της κάθε μορφής οικογένειας ως ομάδας. Απαιτούνται ψυχοσυναισθηματικές επεξεργασίες που η οικογένεια δεν είναι πάντα σε θέση να κάνει, την ίδια στιγμή που καλείται να «συγγράψει τη δική της βιογραφία», όπως θα έλεγε ο Γκίντενς. Οι μεγάλες προκλήσεις που ανοίγονται είναι να μη γίνονται δεσμά οι στενοί δεσμοί που κληροδοτήθηκαν από την παραδοσιακή οικογένεια, και οι προσωπικές ανάγκες να μη θυσιάζονται στον βωμό μιας νοσηρής συνοχής (ας θυμηθούμε την παραδειγματική υπερβολή του Κυνόδοντα του Λάνθιμου). Αντίθετα, να καταφέρνουμε οι σχέσεις του ανήκειν να διαμεσολαβούνται από συναισθηματική εγγύτητα και να συν-διαμορφώνονται στο πλαίσιο αποδοχής της διαφορετικότητας των μελών της οικογένειας, υπηρετώντας τη συντροφικότητα.
 
 
Σημειώσεις
 
1. Τα μέτρα κοινωνικής στήριξης της οικογένειας που νομοθετήθηκαν ή όχι, καθώς και τα αντίβαρα των ισχυρών οικογενειακών δεσμών, θα αποτελούσαν αντικείμενο ξεχωριστού κειμένου.
 
Η Θάλεια Δραγώνα είναι oμότιμη καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας