Macro

Νίκος Ξυδάκης: Γιατί πρέπει να μελετάμε τον δωσιλογισμό

Οι «Δωσίλογοι» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη («Ενοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής», εκδ. Αλεξάνδρεια) έγιναν μπεστ σέλερ: μέσα σε επτά μήνες έχουν πουληθεί πάνω από 25.000 αντίτυπα. Γιατί και πώς ένα ογκώδες και «βαρύ» βιβλίο Ιστορίας, με πλήθος τεκμηρίων και υποσημειώσεων, ξεπέρασε τα μυθιστορήματα; Η απάντηση βρίσκεται στον τίτλο και στο περιεχόμενο: Ο δωσιλογισμός είναι ακόμη ανεξερεύνητη περιοχή για τους ιστορικούς· η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη κυκλοφόρησε το 2014 από τον Δημήτρη Κουσουρή («Δίκες των Δοσίλογων 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη», εκδ. Πόλις). Αν διαβάσει κανείς τον Χαραλαμπίδη και τον Κουσουρή, στο πώς στήθηκε το δίκτυο συνεργατών και δωσιλόγων και πώς παρέμειναν ατιμώρητοι μετά την Απελευθέρωση, αρχίζει να καταλαβαίνει γιατί το πεδίο αυτό παρέμενε στη σκιά τόσες δεκαετίες. Διότι πολλοί μηχανισμοί, πολιτικοί, οικονομικοί και δικαστικοί, και τα πρόσωπα που τους στελέχωναν, παρέμειναν ίδιοι και αλώβητοι στις επόμενες περιόδους, της ανωμαλίας ή της καχεκτικής δημοκρατίας. Εντυπωσιακά ίδιοι μηχανισμοί και πρόσωπα με την επταετή δικτατορία των συνταγματαρχών· εντυπωσιακές αναλογίες με τη λειψή αποχουντοποίηση και το περίφημο «στιγμιαίο αδίκημα» με το οποίο συνέχισαν τις ζωές τους, συχνά και τις πολιτικές καριέρες, εκατοντάδες (ή χιλιάδες;) χουντικοί.
Το τείχος σιωπής
 
Καταλαβαίνουμε άρα γιατί το μεταπολεμικό και μεταχουντικό πολιτικό σύστημα όρθωσε ένα εντυπωσιακό εμπόδιο στην ιστορική έρευνα για τον δωσιλογισμό: Εως το 2015, τα αρχεία του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως (νυν Προστασίας του Πολίτη) παρέμειναν σφραγισμένα, απροσπέλαστα στην ιστορική έρευνα. Ανοιξαν το διάστημα 2015-19 και αμέσως μετά ξανασφραγίστηκαν…
 
Ο Δ. Κουσουρής δεν είχε πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία, η ενδελεχής έρευνά του έγινε στα σωζόμενα δικαστικά αρχεία. Ο Χαραλαμπίδης πρόλαβε να δει τα αρχεία της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας επί Κατοχής· και από αυτά προέκυψαν συνταρακτικά τεκμήρια για τη δράση των ελληνικών αρχών κατά των Ελλήνων της Αντίστασης, συλλήψεις, βασανισμοί και δολοφονίες. Από άλλες πηγές επίσης προκύπτουν εκτεταμένη οικονομική και πολιτική συνεργασία από τις πρώτες μέρες της Κατοχής και διώξεις κατά Ελλήνων, σχεδόν ενάμιση χρόνο προτού ιδρυθεί το ΕΑΜ, πολύ πριν εκδηλωθεί μαζικά η Αντίσταση.
 
Αυτή την εκτενή και βαθιά συνεργασία, αυτές τις δικαστικές απαλλαγές, κάποιοι δεν θέλουν να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε· πολύ περισσότερο να τις εντάσσουμε σε ένα ιστορικό συνεχές. Τα ριζώματα που έδωσαν τον δωσιλογισμό, οι δικαστικές δεξαμενές και οι νομοθέτες που αθώωσαν βασανιστές, δολοφόνους και τους πλουτίσαντες της Κατοχής, προτιμούν τη λήθη. Και τη συνέχιση της κυριαρχίας τους.
 
Οπως προσφυώς απεικονίζει το εξώφυλλο, με φωτογραφία από γαλλικά αρχεία, τα πρόσωπα του δωσιλογισμού διέτρεξαν με τη φυσική τους παρουσία ή με την πολιτική τους κληρονομιά τον 20ό αιώνα: οι ιδρυτές των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας Ι. Ράλλης, τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός, Αν. Ταβουλάρης, κατοχικός υπουργός Εσωτερικών, και ο διοικητής των Ταγμάτων Βασ. Ντερτιλής. Μαζί τους, ένας Γερμανός αξιωματικός. Δεν εικονίζονται οι αφανείς εγκέφαλοι της ίδρυσης, Θεόδ. Πάγκαλος, Στυλ. Γονατάς, πραξικοπηματίες και συνωμότες, και ο επιχειρηματίας Ιωάννης Βουλπιώτης. Βενιζελικοί, βασιλόφρονες, πραξικοπηματίες, δικτάτορες, συνωμότες, αντισημίτες συμφύρονται στον δωσιλογισμό. Το έργο τους ολοκλήρωσαν πρόθυμοι δικαστές με χιλιάδες απαλλακτικά βουλεύματα. Διότι οι δωσίλογοι ήταν χρήσιμοι για τη μεταπολεμική τάξη.
Γιατί χρειαζόμαστε τη μνήμη;
 
Οπως μας δείχνει η ιστορικός και ανθρωπολόγος Νικόλ Λορό (1943-2003), που μελέτησε διεξοδικά τις δομές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας («Η τραγωδία της Αθήνας» και «Η διχασμένη πόλη», εκδ. Πατάκη), η λήθη ήταν θεσμισμένη στην Αθήνα, για να ξορκίζει τα δεινά της ήττας, τις συμφορές, αλλά κυρίως για να ξορκίζει τον διαρκή φόβο της στάσεως, του εμφυλίου, της πιο τρομακτικής απειλής για την εύθραυστη δημοκρατία. Εντούτοις η θεσμισμένη επιβολή της λήθης επέφερε και το αντίθετο αποτέλεσμα: η μνήμη δεν εξορίζεται οριστικά· η απαγορευμένη συμφορά επανέρχεται διαρκώς στη σκέψη και επηρεάζει τις πράξεις των ανθρώπων. Η πολιτική λειτουργία της αρχαίας τραγωδίας είναι αυτή ακριβώς: υπενθυμίζει διαρκώς το νείκος, τη στάση, τη διαφορά, την έριδα. Το έκανε με τις «Τρωάδες» ο Ευριπίδης, λίγο μετά την τρομερή σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους. Η απαγόρευση εντέλει συνιστά διαρκή υπόμνηση.
 
Η κοινή γνώμη σήμερα διατηρεί το άσαρκο δικαίωμα να δυσπιστεί, να υποπτεύεται, να σαρκάζει: Οι πολιτικοί τα παίρνουν, τα κουκουλώνουν, όλοι ίδιοι είναι. Μα αφού ασκήσει αυτό το άσαρκο δικαίωμα, εξαντλεί μία μόνο από τις δυνατότητες: αποσύρεται και υποτάσσεται. Η λήθη σήμερα οδηγεί σε παθητική υποταγή, κυνική αποδοχή, συμψηφισμό, ρευστοποίηση των εννοιολογήσεων, σχετικοποίηση. Ετσι επιχειρείται να περιπέσουν στη λήθη τα Τέμπη, η Πύλος, οι επισυνδέσεις, το Predator.
 
Κατά τούτο, η αναδίφηση της Κατοχής, ο εκδραματισμός, ο αναστοχασμός, είναι πάντα επίκαιρα. Είναι η διαρκής μας κληρονομιά. Δεν γίνεται να της γυρίσεις το πρόσωπο, να μην την αντικρίσεις, να μην τη ρωτήσεις. Η πραγμάτευση της συμφοράς, είτε ιστοριογραφικά είτε καλλιτεχνικά, είναι διαρκώς επίκαιρη. Κάτι παραπάνω: αναπόφευκτη. Είναι η μοίρα μας.