Macro

Ε.Γ. Ουέλλς «Ο αόρατος», μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, φιλολογική επιμέλεια: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος – Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, επίμετρο: Πέγκυ Καρπούζου, σχέδια: Εύη Τσακνιά, εκδόσεις Κίχλη, 2024

Όταν ο Χ. Τζ. Ουέλς, αυτός ο «Σαίξπηρ της επιστημονικής φαντασίας» όπως θα τον ονομάσουν, το αντίπαλον δέος του Ιουλίου Βερν, εκδίδει το 1897 το μυθιστόρημα «Ο αόρατος άνθρωπος», έχει μόλις πατήσει τα τριάντα και βρίσκεται στον δεύτερο γάμο του. Έχει σπουδάσει βιολογία και φυσική, έχει καταλήξει με πτυχίο ζωολογίας και δουλεύει ως δάσκαλος. Από τύχη αγαθή έχει έρθει σε επαφή με τη λογοτεχνία, έχει καταβροχθίσει ό,τι βιβλίο έχει πέσει στα χέρια του, από Πλάτωνα ως Τόμας Μουρ, αλλά και με τις σοσιαλιστικές ιδέες των φαβιανών και γράφει ακατάπαυστα, για βιοποριστικούς λόγους, σε εφημερίδες και περιοδικά – με αποτέλεσμα πολλά δημοσιογραφικά κείμενά του ως σήμερα να παραμένουν αταυτοποίητα. Και έχει πίσω του άλλα δύο αριστουργήματα: τη Μηχανή του χρόνου και το Νησί του δόκτορος Μορώ.
 
Στον Αόρατο άνθρωπο αξιοποιεί τις γνώσεις του της οπτικής για να προσεγγίσει μυθιστορηματικά το θέμα της αόρατης ύπαρξης, μιας ιδιότητας συνυφασμένης με το υπερφυσικό, με τους θεούς και τα πνεύματα, που απασχολεί αιώνες τον άνθρωπο σε όλα τα μήκη και τα πλάτης της οικουμένης. Η εξαιρετική ιδέα του Ουέλς είναι ότι αφήνει πίσω του τα μαγικά αντικείμενα που διαχρονικά την διασφαλίζουν στον άνθρωπο, περικεφαλαίες, δαχτυλίδια, μανδύες και ούτω καθεξής. Ο ιδιοφυής επιστήμονάς του τροποποιεί τον δείκτη διάθλασης του σώματός του και το καθιστά αόρατο, χωρίς όμως να καταφέρει να το απαλλάξει από τις βιολογικές ανάγκες του, εξακολουθεί να χρειάζεται την τροφή, τον ύπνο… Αλαζονικός και μεγαλομανής, ο Γκρίφιν θα βρεθεί σε ένα αγγλικό χωριουδάκι, το Ίπιγγ, θα παραβεί κάθε κοινωνικό και ηθικό φραγμό και θα πέσει θύμα της παραφροσύνης του, της εξαιρετικής ιδιαιτερότητάς-ετερότητάς του.
 
Αλλά αυτή η ελάχιστη σύνοψη δεν λέει τίποτα για τη μεγαλοσύνη του κειμένου, που περνάει τον αναστοχασμό περί επιστήμης, ηθικής, ιδιοφυΐας, τρέλας, φόβου του ξένου και του διαφορετικού, αλλά και έγνοιας για τη συνάντηση της επιστήμης με την κοινωνία, μέσα από μια συναρπαστική αφήγηση, διανθισμένη με πολύ χιούμορ και ανοιχτή σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις, όλες εξαιρετικά επίκαιρες. Αν η συζήτηση περί αναστοχασμού επιστήμης, τεχνολογίας και ηθικής συνδέεται αυτονόητα με τις σημερινές μας αγωνίες, μια σειρά από περιφερειακά επεισόδια θέτουν εξίσου φλέγοντα ζητήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συζήτηση του βοηθού του Αόρατου με τον ναυτικό για τα γεγονότα στο Ίπιγγ. Ο βοηθός προσπαθεί να πείσει τον θαλασσινό ότι όσα διαβάζει στην εφημερίδα δεν είναι αλήθεια και ο διάλογός τους σχολιάζει ειρωνικά τη φύση του γεγονότος ως κατασκευής από τα μέσα ενημέρωσης και την αντίληψη της αλήθειας του από το κοινό τους, με τον ναυτικό να καταλήγει: «– Τι μωρούς που βρίσκει κανείς!… Ενόμιζε πως θα μπορούσα να γελασθώ!… Αφού είναι στην εφημερίδα!»
 
Τα λόγια του ναυτικού τα διαβάζουμε στη μετάφραση της εποχής. Διότι τέσσερα μόλις χρόνια μετά, το 1901, η εφημερίδα Άστυ αρχίζει να δημοσιεύει το έργο σε συνέχειες. Το κείμενο δημοσιεύεται χωρίς αναφορά σε όνομα μεταφραστή, αλλά σήμερα ξέρουμε, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου και της Λαμπρινής Τριανταφυλλοπούλου, τις οποίες ενίοτε επιβεβαιώνουν και τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία, ότι η μετάφραση ανήκει στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο οποίος δούλευε κι αυτός μέρα-νύχτα στις εφημερίδες για να ζήσει και είχε μια εξίσου μη τυπική διαδρομή στα γράμματα με τον Ουέλς. Παρέδωσε λοιπόν στο κοινό της εποχής και όχι μόνο μια (ακόμη) ολοζώντανη μετάφραση, που προκαλεί τον χρόνο με την πλαστικότητά της – κι ας έγινε από τα γαλλικά, το κείμενο μετριέται με τον εαυτό του και μόνο. Μπορεί ίσως ο σύγχρονος αναγνώστης να χρειάζεται γλωσσάρι για να την προσεγγίσει, και η έκδοση του το παρέχει. Αλλά η χειμαρρώδης, παπαδιαμαντική γλώσσα του κειμένου, που συνδυάζει όλα τα επίπεδα της καθαρεύουσας με την πιο γνήσια λαϊκή έκφραση, και ο μοναδικός, εξίσου και παπαδιαμαντικός, ρυθμός του, σίγουρα τον αιχμαλωτίζουν.
 
Κλείνοντας το σημείωμα που προλογίζει το έργο όταν ξεκινά να δημοσιεύεται στο Άστυ, ο Νίκος Επισκοπόπουλος λέει ότι Ουέλς «θ’ απασχολήση και θα γοητεύση πολύ τον νουν των αναγνωστών μας». Τότε και τώρα, συμπληρώνουμε εμείς: «Ο αόρατος» είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να τον επανεπισκεφτούν όσοι τον γνωρίζουν και να τον ανακαλύψουν όσοι δεν τον γνωρίζουν, με τους καλύτερους όρους: δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του, η Κίχλη μάς ξαναπροτείνει σε μια θαυμάσια έκδοση αυτό το κείμενο, καρπό μιας ευτυχούς συνάντησης, πλαισιωμένο με σχέδια και παρακείμενα που το φωτίζουν και το αναδεικνύουν.
 
Τιτίκα Δημητρούλια