Θωμάς Κοροβίνης και Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, που έζησαν τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση στην ολότητά τους, μιλούν στο in με αφορμή τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μιχάλης Μαλανδράκης και Μίλτος Τόσκας ως εκπρόσωποι της γενιάς των 30άρηδων τοποθετούνται με τη ματιά τους
Τι σημαίνει η μεταπολίτευση για κάποιον που έζησε εκείνην την περίοδο και συμμετείχε ενεργά στην πτώση της δικτατορίας; Ποια είναι η πιο δυνατή ανάμνησή του από τότε; Δικαιώθηκαν οι προσδοκίες των ανθρώπων με τη μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων; Ενδέχεται το τέλος της να ήρθε με την έλευση της σκληρής οικονομικής κρίσης και των μνημονίων; Και τέλος, ποια είναι τα καθήκοντα στο σήμερα του δημοκρατικού κόσμου ώστε να διατηρήσει τα κεκτημένα της δημοκρατίας;
Σε αυτά τα ερωτήματα απαντούν στο in με αφορμή τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας ο φιλόλογος, συγγραφέας, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής Θωμάς Κοροβίνης και ο πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ (νυν στέλεχος της Νέας Αριστεράς), καταδικασμένος σε ισόβια από τη δικτατορία και μέλος του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, δύο προσωπικότητες που έζησαν τη στρατιωτική δικτατορία στην ολότητά της, όπως και τη μεταπολιτευτική περίοδο.
Οι αναμνήσεις της χούντας και της μεταπολίτευσης
Ο Θωμάς Κοροβίνης, μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, περιγράφει αναμνήσεις για την περίοδο της δικτατορίας, τονίζοντας, όμως, πως στα σπίτια και τις γειτονιές βασίλευε μια βουβή σιωπή. Τονίζει, δε, τα πρόσωπα που τον γοήτευσαν να μπει στους αγώνες της πολιτικής.
«Στη δικτατορία, μαθητές, αργήσαμε να αφυπνιστούμε. Βασίλευε στα σπίτια και στις γειτονιές μια βουβή σιωπή. Οι δάσκαλοι στα σχολεία συμπεριφέρονταν, πλην λαμπρών εξαιρέσεων, χουντοπρεπώς. Άρχισα να πολιτικοποιούμαι προς το τέλος της χούντας, φοιτητής. Η Θεσσαλονίκη πάντα ήταν πιο πίσω σ’ αυτά. Αν ζούσα στην Αθήνα, σίγουρα θα είχα ανακατευτεί από νωρίς. Με επηρέασε έντονα η αντίσταση του Παναγούλη και τα τραγούδια του Μίκη που ακούγαμε κρυφά. Με τη Μεταπολίτευση μπήκα στον χορό, εξάλλου είχαν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου. Αργότερα συνδέθηκα με σπουδαία πρόσωπα, όπως η Διδώ Σωτηρίου και ο Περικλής Κοροβέσης, κορυφαίος αντιστασιακός, που με γοήτευσαν πολύ και με δίδαξαν. Δεν μπήκα ποτέ σε κομματικό σχηματισμό, ήμουν και είμαι ένας αιρετικός της Αριστεράς», αναφέρει.
Τη συμμετοχή του στην στην αντιδικτατορική αντίσταση μέσα από τις γραμμές της Σπουδαστικής – Λαϊκής Πάλης, την ισόβια καταδίκη του από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, τη διαρκής αποβολή του από το ΑΠΘ και τα χρόνια που πέρασε στις φυλακές και στον καταπιεστικό στρατό της χούντας, αναφέρει ως τις δυνατότερες αναμνήσεις του από τη δικτατορία ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης.
Όσον αφορά τη μεταπολίτευση, αναφέρει τη συμμετοχή του στην πρώτη γραμμή του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών, τη θητεία του στο δημόσιο σχολείο και την αυτοδιοίκηση, όπως και τον αγώνα για την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο «Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών 1940-1945» και την ίδρυση της «Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων Μακεδονίας 1940-1974».
Συνεχίζει λέγοντας πως «στα χρόνια που ήμουν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, με πρωτοβουλία μου καθιερώθηκε ο επίσημος εορτασμός της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής στις 30-10-1944 και εκδόθηκε, για πρώτη φορά από τη Βουλή, πόρισμα για τη διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών. Ακόμη, τη δημιουργία – λειτουργία του Χώρου Μνήμης Αντιδικτατορικής Αντίστασης, «Διότι δεν συνεμορφώθην», στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το πρώην ανακριτικό κολαστήριο της χουντικής ΚΥΠ».
Δικαιώθηκαν οι προσδοκίες;
Πενήντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, εκτιμούν ότι οι προσδοκίες των αγωνιστών εκείνης της περιόδου δικαιώθηκαν; Πιστεύουν πως το όραμα των αγωνιστών για τη μετέπειτα πορεία του κράτους και της δημοκρατίας εκπληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό;
Για τον Θωμά Κοροβίνη η ουτοπία θρέφει το όνειρο, ως το τέλος. Και οι αγώνες όπως εκτιμά δεν δικαιώθηκαν. «Πολλοί επωφελήθηκαν απ’ την εξουσία και ενσωματώθηκαν. Λιγότεροι, οι καλύτεροι, στάθηκαν σεμνά στην άκρη και δεν πούλησαν την «αντιστασιακότητά» τους. Όχι, δεν δικαιώθηκαν οι αγώνες. Εφόσον βλέπουμε σήμερα να καταπατούνται με τη βούλα εργασιακά δικαιώματα που έχουν κατοχυρωθεί με αγώνες και αίμα. Ο καπιταλισμός σπαράζει τα πάντα και οι οι ψηφισμένες από τον λαό μας εξουσίες είναι αμείλικτοι εκτελεστές δοτών εντολών των ξένων συμφερόντων και των μεγάλων τραστ», υπογραμμίζει.
Όσον αφορά τα εργασιακά δικαιώματα και ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης εκτιμά πως «σήμερα οι κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης δοκιμάζονται σκληρά ή καταργούνται καθημερινά, γιατί θεωρούνται «βαρίδια» στον ανταγωνισμό από τους θιασώτες του αγοραίου νεοφιλελευθερισμού».
Τονίζει επίσης πως η μετάβαση από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία άφησε στο απυρόβλητο πολλά από τα πρωτοπαλίκαρα της Χούντας. «Γιατί στηρίχτηκε στις παρασκηνιακές συναλλαγές των αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών ηγετικών κύκλων με τις συντηρητικές προδικτατορικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, γεγονός που δεν ικανοποιούσε τη λαϊκή απαίτηση για ριζικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές: για Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Δικαιοσύνη – πάγια αιτήματα του λαϊκού κινήματος. Αλλά η δυναμική της αντιδικτατορικής αντίστασης, το πληγωμένο εθνικό συναίσθημα από την προδοσία της Κύπρου, η λαϊκή απαίτηση για την τιμωρία των πραξικοπηματιών και για πραγματική αποχουντοποίηση –«δώστε τη χούντα στον λαό»- κατέβασαν τον κόσμο στους δρόμους και οδήγησαν στην κατάργηση των ανελεύθερων νόμων, των έκτακτων μέτρων, των ιδεολογικών-πολιτικών διακρίσεων της μετεμφυλιακής «εθνικοφροσύνης».
Οι μεταδικτατορικές δημοκρατικές–κοινωνικές κατακτήσεις δεν αποτελούν παραχωρήσεις των κυβερνήσεων της «μεταπολίτευσης», αλλά είναι καρπός παρατεταμένων κοινωνικών αγώνων», τονίζει.
Τελείωσε η μεταπολίτευση με την οικονομική κρίση;
Αρκετοί πιστεύουν ότι με την έλευση της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων η μεταπολίτευση τελείωσε στην Ελλάδα, με την έννοια ότι η χώρα και κατ’ επέκταση το κράτος έχασε την κυριαρχία στην πολιτική του (εξού και το αίτημα πολλών οργανώσεων της Αριστεράς εκείνης της περιόδου για εθνική ανεξαρτησία).
Ποιες ήταν οι επιπτώσεις εκείνης της περιόδου στη δημοκρατία; Όντως η χώρα έχασε την εθνική κυριαρχία της και άρα επήλθε το τέλος της μεταπολίτευσης, όπως εκτιμάται από εκείνες τις πολιτικές αναλύσεις;
«Είμαστε μουσκεμένοι από την πικρή αίσθηση ότι η εθνική κυριαρχία και η τύχη μας ως λαού είναι σε ξένα χέρια», αποκρίνεται ο Θωμάς Κοροβίνης, για να προσθέσει ότι «η γενικότερη ποιοτική μας κατάπτωση, η έκπτωση του μορφωτικού επιπέδου, το φερόμενο ως «απολιτίκ» στιλ των νέων που όλο και καλπάζει, η έλλειψη αντίστασης σε μεθόδους βιαιότητας και καταστολής που μετέρχεται η εξουσία, η απομάκρυνση από την συλλογικότητα και η ενδοτικότητα του λαού σε ποικίλες εισερχόμενες μορφές νοοτροπίας και ψυχαγωγίας που υιοθετούνται εύκολα και άκριτα, η κυριαρχία ελαφρολαϊκής και αβασάνιστης κουλτούρας, είναι στοιχεία που σηματοδοτούν το νέο κοινωνικοπολιτικό στάτους που καθιερώνεται στη χώρα μας».
Έτσι για παράδειγμα, υποστηρίζει ο Θωμάς Κοροβίνης, «η πρόσφατη ανθρωποθυσία της σιδηροδρομικής τραγωδίας να χρειάζεται αγωνιώδεις προσπάθειες για να αποκτήσει τιμή καθολικού πένθους και να γίνει έναυσμα διεκδίκησης για τη δικαιοσύνη των πραγμάτων και τη δικαίωση της μνήμης των νεκρών, διεθνή καλλιτεχνικά μεγέθη σαν αυτό της Ειρήνης Παππά ενταφιάζονται ως παρίες, ενώ η απώλεια ενός σούπερ σταρ της εγχώριας καψούρας προκαλεί τον πανεθνικό θρήνο και τα ψευτοδάκρυα όλου του κομματικού μηχανισμού, γιατί όλα τα πολιτικά καταστήματα και η εκκλησία ψωνίζουν απ’ το ίδιο χωριό και παρακαλούν για εκπτώσεις, και, ουδέποτε επιχειρήθηκε μια ουσιαστική δομική αλλαγή, όπως ο διαχωρισμός των τσανακιών κράτους και εκκλησίας, κάτι που στην Τουρκία επετεύχθη πριν από έναν αιώνα. Διανύουμε στην Ελλαδίτσα μας το προοίμιο ενός ζοφερού και ασέληνου νεομεσαίωνα με, υποτίθεται, απρόβλεπτες, αν και εντελώς προβλέψιμες, δυστυχώς, συνέπειες».
Το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς Τριαντάφυλλος Μηταφίδης υπογραμμίζει από την πλευρά του πως «το ερώτημα «ποια δημοκρατία;» έρχεται αυθόρμητα στα χείλη της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, που χειμάζονται από τη φτώχεια και την ακρίβεια, παρά την θρυλλούμενη έξοδό μας από τον ζόφο των μνημονίων. Στη χώρα μας, η αποχή ρεκόρ του 58% του εκλογικού σώματος από τις Ευρωεκλογές δεν εκφράζει μόνο την κρίση των αστικών θεσμών εκπροσώπησης αλλά και την απαξίωση γενικότερα της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας».
Η ακροδεξιά και οι νοσταλγοί με αυξανόμενη δυναμική – Ποιες είναι οι απαντήσεις του δημοκρατικού κόσμου;
Με την ακροδεξιά και τους νοσταλγούς απολυταρχικών καθεστώτων να αυξάνουν τη δυναμική τους στην Ευρώπη -και όχι μόνον, ποια είναι τα καθήκοντα στο σήμερα του δημοκρατικού κόσμου, ώστε να διατηρήσει τα κεκτημένα της δημοκρατίας και ειδικότερα στην Ελλάδα του 2024;
Για την πολυσχιδή προσωπικότητα του πολιτισμού Θωμά Κοροβίνη, καθήκον είναι να χτυπηθεί η κοντή μνήμη, να διδαχθούν και να μάθουν οι νέες γενιές. «Η δικτατορία του Μεταξά περνάει σε δύο σειρές και ο εμφύλιος σε πέντε στο βιβλίο της Ιστορίας στην εκπαίδευση, Πρέπει να διδαχθούν, να μάθουν, οι νέες γενιές. Να χτυπήσουμε την κοντή μνήμη. Να γίνει δουλειά στο σπίτι, στο σχολείο, και προπαντός στην τηλεόραση με τα μηνύματα που μπορεί να μεταδώσει. Σήμερα ακολουθείς ένα θολό πατριωτικοθρησκευτικό αχταρμά και αύριο βρίσκεσαι αιχμάλωτος στις εντολές κάποιου ασύδοτου φασίστα που εκκολάπτεται σήμερα σε μισοφανερωμένες μήτρες», επισημαίνει.
Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης αναφέρει ότι αποτελεί επιτακτική ανάγκη να συγκροτηθούν μέτωπα με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αντιστέκονται στην πολιτική της Δεξιάς, καθώς «πενήντα χρόνια μετά, τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών επιβεβαίωσαν την δεξιά, αυταρχική στροφή στην Ευρώπη, που ήδη είχε δρομολογήσει η ΕΕ με την ΝΑΤΟποίηση = στρατιωτικοποίηση της Ένωσης, την σκληρή ατζέντα στη μετανάστευση, την ολική επαναφορά του δόγματος της λιτότητας».
Όπως αναφέρει, «όλες αυτές οι αντιδραστικές εξελίξεις έστρεψαν σημαντικό μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας προς την ακροδεξιά και δυνάμωσαν την αποστροφή προς την πολιτική, με ελπιδοφόρα εξαίρεση τη Γαλλία. Στη χώρα μας, η αποχή ρεκόρ του 58% του εκλογικού σώματος από τις ευρωεκλογές κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όχι μόνο για την κρίση των αστικών θεσμών εκπροσώπησης αλλά και για την απαξίωση της δημοκρατίας ως στάση ζωής. Η λαϊκή κινητοποίηση, η συμμετοχή σε κοινωνικές διεργασίες και σε μαζικούς χώρους είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ πως είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενός «χώρου δράσης και διαλόγου της Αριστεράς», έτσι ώστε αριστερές-προοδευτικές οργανώσεις και κόμματα, καθώς και ανένταχτοι/ες, να μπορούν να συνυπάρχουν, να συζητούν και να δρουν, μέσα -ακόμη- και από τις διαφωνίες τους». Κατά τον ίδιο, «ο αντιδικτατορικός αγώνας ανέδειξε σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας την αντίσταση στην καταπίεση και την αγωνιστική στάση ζωής».
Η μεταπολίτευση με τη ματιά των 30άρηδων – Μαλανδράκης και Τόσκας καταθέτουν την οπτική τους
Από την άλλη, δικτατορία, μεταπολίτευση, εξέγερση. Λέξεις μακρινές για τους γεννημένους περί τη δεκαετία του 1990. Κάνοντας μια αναδρομή με αφορμή τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τα ερωτήματα είναι πολλά. Τι διδαχθήκαμε από τις παραδοσιακές πηγές διδασκαλίας, πώς βλέπουμε την πολιτικοποίηση των νέων του τότε σε σύγκριση με τώρα;
Ένα από τα κυρίαρχα; Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον οικονομικών και υγειονομικών κρίσεων, που έδωσαν τέλος σε μια ευημερία -για πολλούς-, μπορούν τα συνθήματα της μεταπολίτευσης να τον συγκινήσουν και να έχουν αντίκρισμα στο σήμερα;
Εκπρόσωποι της γενιάς των 30άρηδων, ο ανερχόμενος συγγραφέας Μιχάλης Μαλανδράκης και ο δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου και φαρμακοποιός Μίλτος Τόσκας καταθέτουν στο in την οπτική τους για τη μεταπολίτευση.
Τι σημαίνει για κάποιον γεννημένο τη δεκαετία του 1990 η λέξη και η έννοια της μεταπολίτευσης;
Για τον Μιχάλη Μαλανδράκη για όσους γεννηθήκαμε μέσα στο φάσμα της μεταπολίτευσης, η μεταπολίτευση είναι ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε. Εκτιμά ότι είναι διαφορετικό για κάποιον που βίωσε την αλλαγή, που είδε τον κόσμο να αλλάζει σχήμα. «Για εμάς έχω την αίσθηση πως Μεταπολίτευση σημαίνει ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε και όλα όσα περιλαμβάνει», αναφέρει.
Από την πλευρά του ο Μίλτος Τόσκας, παραθέτοντας τη φράση του Θουκιδίδη «το εναντιούμενον τω δυναστεύοντι δήμος ωνόμασται» (δηλαδή αυτό που εναντιώνεται (σε κάθε) δυνάστη λέγεται λαός), επισημαίνει ότι «η «μεταπολίτευση» σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία κι αποτελεί τομή. Για να αντιληφθούμε όμως τι σημαίνει αυτό οφείλουμε να ιχνηλατήσουμε με διεισδυτική ματιά τι προηγήθηκε ακριβώς μετά τον εμφύλιο, πως ήρθε το πισωγύρισμα με τη Χούντα και πως γράφεται η ιστορία από το 1974 μέχρι και το 2024 σε επιμέρους κεφάλαια».
Όπως λέει, «απαιτεί όμως κόπο, μελέτη, βαθιά γνώση και φίλτρο σε αληθοφάνεια και ημιμάθεια. Υπάρχουν ιδανικά δοκίμια που μας πληροφορούν τι συνέβη, το ζήτημα όμως ποιος επιλέγει συνειδητά να κάνει αυτό το ταξίδι που πιθανότατα θα είναι επώδυνο και χρονοβόρο. Θεωρώ όμως πως είναι μία αναγκαία διαδρομή. Γνωρίζω βεβαίως καλά πως η προσέγγιση μου δεν είναι ο κανόνας κι ενέχει υποκειμενικό χαρακτήρα. Δεν εθελοτυφλώ, αλλά η αγωνία μου με έχει οδηγήσει πίσω στον χρόνο…».
Η μεταπολίτευση στην εκπαίδευση
Τι μαθαίνουμε τελικά μέσα από τις παραδοσιακές πηγές διδασκαλίας για την επιστροφή της δημοκρατίας, το Πολυτεχνείο, το Κυπριακό και τη μετέπειτα πορεία του κράτους; Όσα συνέβησαν δηλαδή την περίοδο της χούντας και τη μεταπολιτευτική περίοδο.
Ο συγγραφέας Μιχάλης Μαλανδράκης μεταφέροντας τα βιώματά του επισημαίνει ότι «μπορώ να ανακαλέσω τη γιορτή του Πολυτεχνείου και σχετικές συζητήσεις μες την τάξη, που ήταν πράγματι σημαντικές και πολύτιμες. Αναντίρρητα και πρέπει να συνεχιστεί και δίνεται βαρύτητα στη συγκεκριμένη επέτειο».
Όμως, προσθέτει, «κάπως σαν η συζήτηση να σταματούσε εκεί. Δεν θυμάμαι αναφορές στα σχολικά βιβλία για πιο σύγχρονα γεγονότα, σαν να υπήρχε μία φοβία και μία συνειδητή απόφαση για αποφυγή των πιο πρόσφατων γεγονότων. Κάτι που θεωρώ βαθιά προβληματικό, που επιτείνει τον κίνδυνο παραπληροφόρησης και στρεβλής πρώτης επαφής με σημαντικά ιστορικά γεγονότα».
Για τον Μίλτο Τόσκα, επικαλούμενος και ο ίδιος τις αναμνήσεις του, τονίζει ότι «προερχόμενος από ένα περιβάλλον με ανάλογες ευαισθησίες, δεν έχασα την ευκαιρία να λάβω τα ερεθίσματα και να αναζητήσω στη συνέχεια την «αλήθεια». Ευχαριστώ την οικογένειά μου για αυτό».
Ωστόσο, η διαπίστωση για τα σχολικά χρόνια, είναι ανάλογη με αυτή του Μιχάλη Μαλανδράκη. «Μετά λύπης μου στα σχολικά χρόνια διαπίστωσα πως οι αναφορές ήταν αρκετά περιορισμένες, κάπως επιφανειακές θα έλεγα. Γινόταν κομμάτι ενός μαθήματος, που με τη σειρά του ήταν μέρος ενός βαθμοθηρικού συστήματος κι η ουσία χανόταν πάντα στην πορεία. Επίσης ελάχιστες είναι οι αναφορές εν γένει στη νεότερη ιστορία, επομένως και στα τελευταία 50 χρόνια στα σχολικά εγχειρίδια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε ένα κενό και να δημιουργείται η ανάγκη για συνεχή αναζήτηση ταυτότητας. Πρέπει να βρούμε τη δύναμη να διαβάσουμε ξανά και να ακούσουμε, καθώς οι άνθρωποι τείνουν να χάσουν αυτήν την αίσθηση», τονίζει.
Έχουν αντίκρισμα τα κυρίαρχα συνθήματα του τότε στο σήμερα;
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης, ο Μίλτος Τόσκας και η γενιά μας, μεγάλωσε σε μια περίοδο σφοδρής οικονομικής κρίσης, μνημονίων, πανδημίας, επιστροφής των πολέμων στην Ευρώπη, που έδωσαν τέλος σε μια ευημερία -για πολλούς- που επέφερε η επιστροφή στη δημοκρατία στην Ελλάδα.
Απαντώντας αν τα κυρίαρχα συνθήματα της τότε εποχής και οι πολιτικές απαντήσεις που δόθηκαν μπορούν να έχουν αντίκρισμα στο σήμερα, ο Μιχάλης Μαλανδράκης επισημαίνει πως συζητούσε πρόσφατα σχετικά με τον απόηχο των προηγούμενων δεκαετιών της μεταπολίτευσης όπως αυτός φτάνει στη δική μας γενιά.
«Ακούω σε αρκετές παρέες το «ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια». Ας γίνουν όμως κάποιες διευκρινίσεις »
«Δηλαδή κυρίως με όρους ευημερίας και πλούτου, οι οποίες έρχονται σε μεγάλη αντίστιξη με τους σημερινούς όρους και τις σημερινές προκλήσεις. Διατηρώ μία επιφύλαξη, κυρίως λόγω της μυθοποίησης που έχει λάβει, αν, πράγματι, οι προηγούμενες γενιές της μεταπολίτευσης βίωναν μονάχα συνθήκες ευημερίας και ανάπτυξης, αλλά, όμως, τα συνθήματα που έχουν επιβιώσει από εκείνες τις περιόδους ίσως, πράγματι, σήμερα να κρίνονται κάπως παρωχημένα. Αυτό, όμως, είναι απολύτως φυσιολογικό. Οι εποχές αλλάζουν, φέρνουν νέες προκλήσεις κι άρα νέα συνθήματα. Αναφέρω για παράδειγμα την κλιματική κρίση που ανεβαίνει διαρκώς στην ατζέντα και, κατ’ επέκταση, εμφανίζεται πιο συχνά και στα συνθήματα των νέων», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.
«Τα χρόνια που περιγράφετε η Ελλάδα χάνει το ¼ του ΑΕΠ της και η ανεργία εκτοξεύεται στο 27%», επισημαίνει ο Μίλτος Τόσκας, αναφερόμενος στα σκληρά μνημονιακά χρόνια, τονίζοντας πως ήταν μια «άνευ προηγουμένου συρρίκνωση και πτώση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών με μορφή χιονοστιβάδας».
Τονίζει ότι σίγουρα «οφείλουμε να δώσουμε τις δικές μας μάχες για το «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», φυσικά για την «Ειρήνη» κι όχι για το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που χρησιμοποιείται και ουσιαστικά «καπηλεύεται» αυτές τις έννοιες με τον χειρότερο τρόπο. Επιπλέον ακούω σε αρκετές παρέες το «ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια». Ας γίνουν όμως κάποιες διευκρινίσεις κι ας μιλήσουμε με σαφήνεια για το κοινωνικό κράτος, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δωρεάν παιδεία και της υψηλής υγειονομικής προστασίας, πριν τα φαινόμενα σπατάλης. Η ενασχόληση με την πολιτική δεν αποτελεί πολυτέλεια, ούτε κάτι ξεπερασμένο στο παρόν. Ενστερνίζομαι τη «συμμετοχική Δημοκρατία» της αρχαίας Αθήνας που πρέπει να είναι οδηγός και πυξίδα μας. Σήμερα υπάρχει ένα κράμα κλιματικής, μεταναστευτικής, ηθικής, οικονομικής, ενεργειακής κρίσης που απειλούν το δημοκρατικό κεκτημένο κι αναθεματίζουν έμμεσα την «Ευρώπη», διαβρώνοντας κατ΄επέκταση και τον ρόλο της Ελλάδας μέσα σε αυτήν. Η ιστορία μάς καλεί να είμαστε και πάλι εδώ, είμαστε και θα είμαστε σε διαρκή επαγρύπνηση».
Οι αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα γοητεύουν τη νεολαία του σήμερα;
Μια από τις αλλαγές που διακρίνεται στη νεολαία του 1970 με τη σημερινή έχει να κάνει με την πολιτικοποίηση -τότε, η ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα ήταν πιο έντονα.
Υπάρχουν διακριτές αλλαγές; Μπορούν να γοητεύσουν τους σημερινούς νεολαίους οι αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα; Ο συγγραφέας Μιχάλης Μαλανδρινός απαντά πως «ίσως έχουν αλλάξει οι όροι και ο τρόπος με τον οποίο οι νέοι σήμερα ασχολούνται και βρίσκονται σε επαφή με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα».
Παραδείγματος χάριν, αναφέρει, «κάποιες ισχυρές φοιτητικές παρατάξεις προηγούμενων δεκαετιών, με σημαντικές και ουσιαστικές διεκδικήσεις, ίσως δεν έχουν αντίστοιχο έρεισμα στα σημερινή πανεπιστήμια. Παρ’ όλα αυτά συλλογικότητες και ομάδες εξακολουθούν αν υπάρχουν, ενημέρωση και πολιτική ευαισθητοποίηση συναντάται ακόμη στις νεότερες ηλικίες – σίγουρα βοηθάει το διαδίκτυο και η πιο άμεση πρόσβαση στην επικαιρότητα και στα γεγονότα»,
Επανερχόμενος, τονίζει πως «πάλι σκέφτομαι όπως στην πρώτη ερώτηση. Δηλαδή, το 1970 ίσως η πάλη της νεολαίας ήταν για την έλευση της δημοκρατίας, τώρα είναι για τη διατήρηση και τη βελτίωση. Ίσως σήμερα, έχοντας μία δημοκρατική βάση ως δεδομένη, οι διεκδικήσεις στρέφονται σε άλλα ζητήματα – όπως φυλετικά, περιβαλλοντικά, και άλλα».
Τέλος, ο Μίλτος Τόσκας φέρνοντας στην κουβέντα μου τραγούδια του Μίκη Θεοδώρακη, του Μάνου Λοΐζου, του Γιάννη Μαρκόπουλου και πολλών άλλων καλλιτεχνών, υπογραμμίζει πως «εκπέμπουν έναν δυναμισμό σε ρυθμό και στίχο, κάτι ανάλογο δεν μπορούμε να το συναντήσουμε κατά αναλογία σήμερα, καθώς μιλάμε για άλλη εποχή», επισημαίνοντας πως σήμερα «στην εποχή των social media, της τεχνητής νοημοσύνης, της επισφάλειας, του φόβου και της ατομικής ευθύνης νιώθω πως χάνεται αυτή η ανάγκη για επαφή κι άμεση επικοινωνία».
«Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε προσδοκίες, ελπίδα, ευφορία, όνειρο και στη συνέχεια ακολουθούσαν ματαιώσεις, απογοητεύσεις, μελαγχολία και παραίτηση. Είχαμε τις ανατάσεις των 1974, 1981, 2015, είχαμε όμως κι επώδυνους συμβιβασμούς. Υπάρχει ένα αξιοσημείωτο κι ολοένα εντεινόμενο ρεύμα νέων που φεύγουν από την Ελλάδα για να βιώσουν μία λέξη, «αξιοπρέπεια». Λαμπρά μυαλά. Παράλληλα το μωσαϊκό μας όπως γνωρίζουμε κι ιστορικά γίνεται πολυπολιτισμικό με την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Εκείνη την εποχή λοιπόν υπήρχε ένας αναβρασμός, μία καύλα. Ο έρωτας παντρευόταν με τις ιδέες και την ανάγκη για αντίσταση. Φέρνοντας στο μυαλό μου τραγούδια του Μίκη Θεοδώρακη, του Μάνου Λοΐζου, του Γιάννη Μαρκόπουλου και πολλών άλλων καλλιτεχνών εκπέμπουν έναν δυναμισμό σε ρυθμό και στίχο, κάτι ανάλογο δεν μπορούμε να το συναντήσουμε κατά αναλογία σήμερα, καθώς μιλάμε για άλλη εποχή. Μαζί τους κάθε έκφανση του Πολιτισμού, ο Κινηματογράφος κι από κοντά ο Αθλητισμός. Σήμερα λοιπόν στην εποχή των social media, της τεχνητής νοημοσύνης, της επισφάλειας, του φόβου και της ατομικής ευθύνης νιώθω πως χάνεται αυτή η ανάγκη για επαφή κι άμεση επικοινωνία. Εύχομαι όμως να αλλάξει το μοτίβο και νιώθω πως δε θα αργήσει, καθώς η ιστορία κάνει ανέλπιστους κύκλους», καταλήγει.
Πάνος Τσίκαλας