Ένα από τα σημαντικά για τους εργαζόμενους ζητήματα που έβγαλαν στο προσκήνιο οι επικείμενες ευρωεκλογές είναι αυτό του πληθωρισμού. Κανένα από τα αριστερά κόμματα δεν έχει μέχρι στιγμής καταθέσει κάτι άξιο λόγου για την ερμηνεία και την κατανόηση του φαινομένου και την αντιμετώπιση των επιπτώσεών του στους εργαζόμενους. Από τις ήδη γνωστές θέσεις των και τα στοιχειώδη που θα εκθέσουμε στη συνέχεια θα προκύψει άμεσα η ορθότητα αυτού του ισχυρισμού μας.
Όλοι μας γνωρίζουμε χωρίς άλλο τι είναι η αύξηση της τιμής ενός αγαθού σε μια ορισμένη περίοδο (μήνα, έτος). Είναι η κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συμβαίνουσα αύξηση του χρηματικού ποσού που πληρώνει κανείς για την αγορά μιας μονάδας αυτού του αγαθού, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της τιμής του στο τέλος και της τιμής του στην αρχή της εν λόγω περιόδου. Η αύξηση αυτή υπολογίζεται συνήθως ως ποσοστιαίο μέγεθος, δηλαδή ως η ποσοστιαία αύξηση της τιμής του αγαθού στην αρχή της περιόδου. Έτσι π.χ. όταν η τιμή ενός αγαθού αυξάνεται από 150 στην αρχή κατά 15 σε 165 ευρώ στο τέλος της περιόδου λέμε ότι η τιμή αυτού του αγαθού αυξήθηκε κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου κατά (15/150) [=10%].
Ό,τι λέγεται για την τιμή ενός απλού, μεμονωμένου αγαθού και την αύξησή της μπορεί να λεχθεί και για την τιμή ενός ορισμένου σύνθετου αγαθού και την αύξησή της, π.χ. των καταναλωτικών αγαθών στο σύνολό τους ή του συνόλου των αγαθών που αγοραπωλούνται σε μια χώρα. Η μεταβολή της τιμής του πρώτου από αυτά τα δυο σύνθετα αγαθά δίδεται από τη μεταβολή του λεγόμενου δείκτη τιμών καταναλωτή και η μεταβολή της τιμής του δεύτερου από τη μεταβολή του λεγόμενου γενικού δείκτη τιμών. Πώς υπολογίζονται αυτοί οι δείκτες είναι ένα τεχνικό ζήτημα που δεν μας ενδιαφέρει και συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Μας αρκεί απλώς ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή μας δείχνει κατά πόσο τοις εκατό μεταβλήθηκαν στη σχετική περίοδο κατά «μέσο όρο» οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών.
Γιατί οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών; Διότι αυτές ενδιαφέρουν άμεσα τους εργαζόμενους. Και γιατί αυτές τους ενδιαφέρουν άμεσα; Διότι από την εξέλιξη αυτών των τιμών εξαρτάται –δεδομένου του ονομαστικού, δηλαδή του χρηματικού μισθού των εργαζομένων– η εξέλιξη του πραγματικού μισθού των, δηλαδή η εξέλιξη του όγκου των αγαθών που αγοράζουν οι εργαζόμενοι με τον εκάστοτε δεδομένο ονομαστικό μισθό τους. Αν οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών αυξάνονται γρηγορότερα από τους ονομαστικούς μισθούς των εργαζομένων, τότε οι πραγματικοί μισθοί, δηλαδή όσα αγοράζουν με τους ονομαστικούς μισθούς τους και καταναλώνουν οι εργαζόμενοι, μειούνται. Αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Και συμβαίνει, ενώ συγχρόνως η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται, ενώ δηλαδή αυξάνεται ο όγκος των αγαθών που παράγει ο μέσος εργαζόμενος ανά ώρα.
Μπορούμε λοιπόν, μετά το παραπάνω, να κατανοήσουμε γιατί ο πληθωρισμός αφορά, και ως εκ τούτου θα πρέπει να ενδιαφέρει, τους εργαζόμενους, αλλά κυρίως να κατανοήσουμε από ποια άποψη τους αφορά και θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει. Μόνον από την άποψη ότι τους ροκανίζει –προς όφελος των εργοδοτών τους, των καπιταλιστών– το εισόδημά τους, δηλαδή τους μισθούς τους.
Το μόνο αίτημα: αύξηση των μισθών
Δεν βλάπτει (καίτοι μόνον εκ πρώτης όψεως δεν βλάπτει) οι εργαζόμενοι και τα κόμματα που θέλουν να τους εκπροσωπούν να ζητούν την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ωστόσο η άμεση ανάσχεση τής –συνέπεια του πληθωρισμού– συνεχούς απομείωσης του εισοδήματος των εργαζόμενων μόνον μέσω αύξησης των μισθών μπορεί να επιτευχθεί. Γι’ αυτό και οι εργαζόμενοι και τα κόμματά τους θα πρέπει δεδομένου του πληθωρισμού να μην εμπλακούν σε μια συζήτηση καταπολέμησής του, αλλά να ξεκινήσουν έναν αγώνα για την αύξηση των μισθών, δηλαδή έναν αγώνα για την αντιστάθμιση των ζημιών που υφίστανται οι εργαζόμενοι λόγω της αύξησης των τιμών.
Η καταπολέμηση του πληθωρισμού δεν είναι δική τους δουλειά. Αν ο ίδιος ο πληθωρισμός βλάπτει τους επιχειρηματίες ας ζητήσει την καταπολέμησή του ο ΣΕΒ. Κι αν βλάπτει όλους, τότε ας αρχίσει πρώτο το κράτος, δουλειά του οποίου είναι η προαγωγή του κοινού καλού και του κοινού συμφέροντος, και όταν ακολουθήσει ο ΣΕΒ, τότε μπορούν με το καλό να ακολουθήσουν και οι εργαζόμενοι με τα κόμματά τους.
Καλό όμως θα ήταν οι τελευταίοι να απέχουν από αυτήν την ευγενή προσπάθεια. Γιατί; Διότι η διακηρυσσόμενη από την κυβέρνηση καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι εν μέρει προσχηματική και εν μέρει κατασπάθιση ανεμόμυλων στην οποία καλούνται να λάβουν μέρος και οι εργαζόμενοι και τα κόμματά τους, δηλαδή κάτι που αποσκοπεί να αποτρέπει τους τελευταίους από το μοναδικό πράγμα που έχει γι’ αυτούς νόημα να κάνουν: Να καταπολεμήσουν τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στο εισόδημά τους απαιτώντας αύξηση μισθών και όχι να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό – ο οποίος, ακόμη κι αν μπορούσε να επηρεαστεί από κάποιους, σε αυτούς τους τελευταίους δεν συγκαταλέγονται κατά κανένα τρόπο οι εργαζόμενοι και τα κόμματά τους.
Θα δείξουμε ότι η καταπολέμηση του πληθωρισμού, στην οποία καλούνται να συμμετάσχουν και οι εργαζόμενοι με τα κόμματά τους, είναι ένα ιδεολόγημα που αποσκοπεί να εμπλέξει τους τελευταίους σε σκιαμαχίες και να τους αποτρέψει από το μόνο πράγμα που μπορούν και πρέπει να επιδιώξουν: όχι την καταπολέμηση του πληθωρισμού αλλά εκείνην των επιπτώσεών του στο εισόδημά τους μέσω αγωνών για αύξηση μισθών.
Η περίπτωση της μείωσης του ΦΠΑ
Ένα μέτρο καταπολέμησης του πληθωρισμού που προτείνεται από αριστερά κόμματα είναι η μείωση του ΦΠΑ στις τιμές βασικών καταναλωτικών ή των καταναλωτικών αγαθών γενικώς. Το ότι εστιάζουν στα καταναλωτικά και όχι σε όλα τα αγαθά δείχνει ότι δεν τους ενδιαφέρει (μόνον) η μείωση του πληθωρισμού αλλά (και) η μείωση των αρνητικών επιπτώσεών του στο εισόδημα των εργαζομένων.
Ας εξετάσουμε λοιπόν τι απ’ όλα αυτά μπορεί να επιτύχει μια τέτοια μείωση του ΦΠΑ. Για να μπορούμε να πραγματευθούμε με ακρίβεια αυτό το ζήτημα, θα πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε την διαφορά μεταξύ του πληθωρισμού ως διαδικασίας και του αποτελέσματος αυτής της διαδικασίας, δηλαδή μεταξύ του πληθωρισμού ως διαδικασίας και της αύξησης των τιμών ως του αποτελέσματός της. Είναι προφανώς δυο διαφορετικά πράγματα.
Επίσης, όχι άσχετο με τα παραπάνω, δυο διαφορετικά πράγματα είναι το ύψος της τιμής ενός εμπορεύματος και η τάση αυτής της τιμής να αυξάνεται. Έτσι λοιπόν το ύψος μιας τιμής μπορεί να είναι μεγάλο, ενώ η τάση της να αυξάνεται μικρή – και αντιστρόφως.
Έστω λοιπόν ότι ο ΦΠΑ στα εν λόγω εμπορεύματα είναι 20%. Και έστω ότι τον μειώνουμε και 10 ποσοστιαίες μονάδες σε 10%, τότε προφανώς οι πωλητές των σχετικών εμπορευμάτων μπορούν –δεν είναι αναγκασμένοι– να πουλήσουν τα αγαθά τους μέχρι και 10% φθηνότερα, χωρίς να μειώσουν, αλλ’ αντιθέτως αυξάνοντας ή αφήνοντας σταθερό το κέρδος τους ανά μονάδα. Έστω ότι κατεβάζουν τις τιμές ακριβώς κατά 10%. Και έστω ότι το ύψος των αγοραπωλησιών αυτών των αγαθών είναι ίσο με 10 δισ. ευρώ. Τότε οι πωλητές κερδίζουν από τη μείωση του ΦΠΑ 1 δισ. ευρώ και χάνουν λόγω της μείωσης των τιμών κατά 10% 1 δισ. ευρώ. Τα κέρδη τους, δηλαδή το εισόδημά τους, παραμένουν λοιπόν αμετάβλητα. Το κράτος χάνει από τη μείωση του ΦΠΑ 1 δισ. ευρώ. Συνεπώς το εισόδημά του μειώνεται κατά 1 δισ. ευρώ. Από αυτήν τη μείωση επωφελούνται τελικά οι εργαζόμενοι (στην πραγματικότητα οι καταναλωτές στο σύνολό τους) κατά 1 δισ. ευρώ. Πώς; Επειδή, ενώ οι ονομαστικοί τους μισθοί παρέμειναν αμετάβλητοι, οι τιμές των εμπορευμάτων που αγοράζουν ξοδεύοντας τους μισθούς των ύψους 10 δισ. ευρώ για αυτά τα εμπορεύματα μειώθηκαν κατά 10%, ωφελήθηκαν αγοράζοντας με το ίδιο αυτό ποσό αυξημένες ποσότητες των ίδιων αυτών εμπορευμάτων.
Τι συνέβη εδώ; Ας δούμε πρώτα τι συνέβη με τον πληθωρισμό. Τίποτα! Δεν θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί κάτι. Διότι η μείωση του ΦΠΑ δεν αφορά κατά κανένα τρόπο τον πληθωρισμό, δηλαδή την τάση των τιμών να αυξάνονται, αλλά αφορά μόνον το ύψος των τιμών. Αυτό μειώθηκε πράγματι. Οι τιμές όμως θα συνεχίσουν να αυξάνονται, όσο υπάρχουν αιτίες που οδηγούν στην αύξησή τους. Για αυτές τις αιτίες και για την όποια πιθανή σχέση τους με το ύψος του ΦΠΑ δεν έγινε όμως πουθενά λόγος. Για να το πούμε έτσι απλά: Δεν υπάρχει καμία τέτοια σχέση. Μόνον στο κεφάλι αυτών που προτείνουν μείωση του ΦΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού, σ’ αυτών και σ’ εκείνο των συμβούλων τους, αν έχουν κάποιους, υπάρχει.
Έτσι λοιπόν αυτές οι αιτίες του πληθωρισμού μπορούν να υπάρχουν και μετά τη μείωση του ΦΠΑ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες με συνέπεια οι τιμές να συνεχίσουν να αυξάνονται και μετά τη μείωση του ΦΠΑ. Κατ’ ανάγκην θα αναγκαστούμε να μειώσουμε δια μιας ή διαδοχικά, αυτό είναι χωρίς σημασία, τον ΦΠΑ και κατά τις υπόλοιπες 10 ποσοστιαίες μονάδες έτσι που αυτός θα πάψει να υπάρχει. Και μετά; Μετά τι κάνουμε, δεδομένου πως δεν υπάρχει αρνητικός ΦΠΑ;
Ό,τι χάνει το κράτος μας αφορά
Αυτό που συνέβη εδώ συνεπεία της μείωσης του ΦΠΑ είναι, αν προϋποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός ήταν πάνω από 10%, μια αντιστάθμιση της συνεπεία του πληθωρισμού μείωσης του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων, την οποία πληρώνει πάντα το κράτος. Έτσι λοιπόν, δεδομένου ότι αυτή η μείωση του ΦΠΑ δεν έχει απολύτως καμιά επίπτωση στον πληθωρισμό, η πρόταση να πετύχουμε μείωση του πληθωρισμού μέσω μείωσης του ΦΠΑ δεν αποτελεί παρά απλώς και μόνον μια σιωπηρή κουτοπόνηρη αντιστάθμιση των επιπτώσεων του πληθωρισμού στο εισόδημα των εργαζομένων εις βάρος του εισοδήματος του κράτους – κουτοπόνηρη επειδή αποσιωπά ντροπαλά στους εργαζόμενους το εξής: Ό,τι χάνει το κράτος από τη μείωση του ΦΠΑ το κερδίζουν οι εργαζόμενοι και οι καπιταλιστές – όχι μόνον οι εργαζόμενοι (εδώ προϋποθέσαμε, χάριν απλούστευσης του πράγματος, ότι οι καπιταλιστές δεν κερδίζουν τίποτα, επειδή μετατρέπουν όλη τη μείωση του ΦΠΑ σε μείωση τιμών). Και συγχρόνως αποσιωπά πώς ό,τι χάνει το κράτος δεν είναι κάτι που δεν τους αφορά, διότι θα το βρουν ως συνέπεια μιας αντίστοιχης μείωσης των κρατικών δαπανών στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο και στα δημόσια νοσοκομεία. Αφού στη σημερινή πολιτική και δημοσιονομική συγκυρία μια μείωση των εσόδων του κράτους από έμμεσους φόρους δεν θα προκαλέσει αντίστοιχη αύξηση του δανεισμού ή/και της φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων, αλλά θα οδηγήσει απλώς και μόνον σε αντίστοιχη μείωση των δημοσίων δαπανών για σχολεία, πανεπιστήμια, δημόσια νοσοκομεία κ.λπ.
Μην περιμένετε από εμάς εδώ να σας πούμε ποια είναι τα αίτια του πληθωρισμού και πώς μπορεί κανείς να τα απαλείψει. Αφού ούτε καν η κυβέρνηση με ολόκληρο ΚΕΠΕ πίσω της δεν τα ανακάλυψε ακόμη.
Ωστόσο μια απορία, την οποία συμμερίζονται όπως φαίνεται όλοι με την κυβέρνηση, μπορούμε να την λύσουμε εδώ επί τροχάδην. Η απάντηση του ερωτήματος πώς γίνεται η φέτα, για παράδειγμα, να κοστίζει εδώ δυο φορές περισσότερο απ’ ό,τι στην Γερμανία βρίσκεται στην απλή αντιστροφή του: Γιατί ένα εμπόρευμα να μην μπορεί να έχει σε διαφορετικά μέρη διαφορετικές τιμές, αν αυτό είναι δυνατόν και συμφέρει τον πωλητή του; Ελεύθερη οικονομία δεν έχουμε; Οι οικονομολόγοι μας δεν άκουσαν εκεί στο πεδίο της επιστήμης τους πότε να γίνεται λόγος για price differentiation (=διαφοροποίηση τιμής); Ως γνωστόν στην ελεύθερη οικονομία οι τιμές προσδιορίζονται από την ελεύθερη αγορά.
Γιώργος Σταμάτης