Macro

Γαλλικές εκλογές: Μια ιστορική μάχη κατά της Ακροδεξιάς

 
 
Από ποιες απόψεις πρέπει να θεωρούμε ιστορικές τις βουλευτικές εκλογές της 30ης Ιουνίου; Πώς εξηγείται η νίκη της Ακροδεξιάς στον πρώτο γύρο; Ποιο είναι το πρόγραμμα της Εθνικής Συσπείρωσης; Ποια ήταν τα «προπύργια» Ακροδεξιάς και Αριστεράς και ποιο είναι το κλίμα σήμερα στη Γαλλία; Το Παρατηρητήριο του Σημείου για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς παρουσιάζει τα βασικά δεδομένα μιας μάχης-ορόσημο για την Ευρώπη, και συζητά τις προοπτικές της με την Έλσα Παπαγεωργίου, δρ. Φιλοσοφίας (Πανεπιστήμιο Παρίσι-8), και τον Πέτρο Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφο της «Καθημερινής», συγγραφέα του βιβλίου «Το γκρίζο κύμα. Η νέα Ακροδεξιά και οι σύμμαχοί της», που κυκλοφόρησε στην αρχή της εβδομάδας (εκδ. Τόπος).
 
1. Μια ιστορική σύγκρουση
 
Η συμμετοχή στον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών έφτασε το 66,7%, σημειώνοντας ρεκόρ 25ετίας: το 1997, και πάλι σε πρόωρες εκλογές, η συμμετοχή ήταν στο 67.9%.
 
Στον προοδευτικό ιστότοπο Mediapart, o Φαμπιάν Εσκαλονά σημειώνει δύο ακόμα ρεκόρ, που αφορούν την Ακροδεξιά. Το πρώτο: το φετινό 29,26% της Εθνικής Συσπείρωσης (ποσοστό επί των ψηφισάντων, χωρίς τις συμμαχίες της) είναι το υψηλότερό της σε βουλευτικές εκλογές – το κόμμα δεν ξεπερνούσε ως τώρα το 20%.
 
Το δεύτερο: ως ποσοστό επί των εγγεγραμμένων (όσων έχουν δικαίωμα ψήφου, χωρίς λευκά-άκυρα-αποχή), το φετινό 19,01% της Εθνικής Συσπείρωσης είναι το υψηλότερό της σε πρώτο γύρο οποιωνδήποτε εκλογών (βουλευτικών ή προεδρικών).
 
2. Η «αριθμητική»: δυναμική και έδρες
 
Στις βουλευτικές εκλογές του 2017, το κόμμα των Λεπέν-Μπαρντελά κέρδισε 2.990.454 ψήφους, ενώ το 2022, 4.248.537. Σύμφωνα με το γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών, την περασμένη Κυριακή Εθνική Συσπείρωση ψήφισαν 9.379.092 πολίτες. Επιπλέον 1.268.822 ψήφους πήρε η «Ένωση της Ακροδεξιάς» (UXD): πρόκειται για την «ετικέτα» που αποδόθηκε στον καθαιρεθέντα πρόεδρο των Ρεπουμπλικάνων, Ερίκ Σιοτί, και σε 62 υποψηφίους της επιρροής του, οι οποίοι τώρα συνεργάστηκαν με τους Μπαρντελά και Λεπέν.
 
Από τον πρώτο γύρο εκλέχθηκαν οι 76 από τους 577 βουλευτές της επόμενης Εθνοσυνέλευσης: οι μισοί (38) ανήκουν στην Εθνική Συσπείρωση και τους συμμάχους της. 32 εκλέγει το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, δύο το στρατόπεδο Μακρόν και έναν η παραδοσιακή Δεξιά (Ρεπουμπλικάνοι). Έτσι, την ερχόμενη Κυριακή θα κριθούν 501 έδρες.
 
Σύμφωνα με το Mediapart, η Ακροδεξιά είναι καλύτερα «πλασαρισμένη»: στη «ζώνη» του 50%-60% βρέθηκαν οι 37 υποψήφιοί της που εκλέχτηκαν ήδη (έναντι 24 της Αριστεράς), στη ζώνη του 40%-50% συναντάμε 142 ακροδεξιούς υποψηφίους (έναντι 55 της Αριστεράς), ενώ στη ζώνη 30%-40%, 186 υποψηφίους της Εθνικής Συσπείρωσης (έναντι 122 της Αριστεράς).
 
Όπως είναι προφανές, η ψήφος στην Ακροδεξιά είναι μια ιδιαίτερα δομημένη ψήφος: ακόμα και αν η δυναμική της αντιστραφεί στις επόμενες αναμετρήσεις, η ίδια θα παραμείνει σε υψηλά διψήφια ποσοστά. Στον αντίποδα, οι περισσότεροι υποψήφιοι του Νέου Λαϊκού Μετώπου βρίσκονται στη ζώνη του 20-30%, έχουν δηλαδή μικρότερες πιθανότητες στον δεύτερο γύρο.
 
3. Εκπροσωπήσεις Ακροδεξιάς και Αριστεράς, κοινωνική βάση της αποχής
 
Σύμφωνα με την μετεκλογική έρευνα των Ipsos-Talan, η Εθνική Συσπείρωση είναι «ανδρικό» κόμμα, που ωστόσο κερδίζει την Αριστερά και στις γυναίκες (Ακροδεξιά ψήφισαν το 36% των ανδρών και το 32% των γυναικών – έναντι 27% και 29% για την Αριστερά).
 
Η Ακροδεξιά ψηφίστηκε περισσότερο στις ηλικίες 50-59 (40%, έναντι 25% που ψήφισαν Αριστερά): είναι οι ηλικίες που επηρεάζονται πιο άμεσα από τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος (βλ. παρακάτω). Δεύτερη καλύτερη επίδοση της Εθνικής Συσπείρωσης ήταν στις ηλικίες 35-49 (36%, έναντι 31% που ψήφισαν Αριστερά). Παρά τη γενική αίσθηση ότι η Ακροδεξιά είναι «κόμμα συνταξιούχων», και μολονότι η ίδια τα πήγε καλύτερα από την Αριστερά στις ηλικίες άνω των 70, η Ακροδεξιά είχε εκεί τη χειρότερη επίδοσή της (29%). Το γεγονός αυτό ίσως εξηγείται με βάση την ισχυρή αντιφασιστική μνήμη στις ηλικίες αυτές· από την άλλη, η Αριστερά τα πάει καλύτερα στους ψηφοφόρους 18-24 ετών, όπου η μνήμη αυτή αναμένεται να δεσμεύει λιγότερο.
 
Η Εθνική Συσπείρωση κυριάρχησε στους εργάτες (57%, έναντι 21% που ψήφισαν Αριστερά), και στους υπαλλήλους (44%, έναντι 30% της Αριστεράς). Στον αντίποδα, η Αριστερά υπερίσχυσε στα στελέχη και τις μεσαίες επαγγελματικές κατηγορίες. Η Εθνική Συσπείρωση τα πήγε, επίσης, καλύτερα στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (40%, έναντι 27% της Αριστεράς), σε αντίθεση με τους δημοσίους υπαλλήλους (33%, έναντι 35% της Αριστεράς).
 
Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται σε όλες τις τελευταίες εκλογικές μάχες: τις επισημαίνει τουλάχιστον από το 2007 η αναλύτρια της Ακροδεξιάς Νόνα Μέγερ (Nonna Mayer), μιλώντας για «λεπενισμό της εργατικής τάξης» [ouvriéro-lepénisme], και αντικρούοντας τη θέση του κεντρώου πολιτικού επιστήμονα Πασκάλ Περινώ (Pascal Perrineau), κατά τον οποίο Ακροδεξιά ψηφίζουν γενικώς οι πρώην αριστεροί (gaucho-lépénisme). Χρειάζεται, ωστόσο, μια επισήμανση: μολονότι ψηφίζει πλειοψηφικά Ακροδεξιά, η εργατική τάξη είναι και αυτή που απέχει περισσότερο (την Κυριακή απείχαν 46% των εργατών).
 
Τέλος, με βάση το μορφωτικό επίπεδο των ψηφοφόρων, η Ακροδεξιά επικράτησε στις χαμηλότερες βαθμίδες: στους χωρίς απολυτήριο Λυκείου (49 έναντι 17% της Αριστεράς), και στους κατόχους απολυτηρίου Λυκείου (38%, έναντι 26%).
 
Μολονότι η Εθνική Συσπείρωση ενισχύθηκε παντού, τα «προπύργιά» της ήταν στην ανατολική και βόρεια Γαλλία, καθώς και στις ακτές της Μεσογείου. Ενδεικτικά, στην πρώτη εκλογική περιφέρεια της Aisne, ο υποψήφιος της Εθνικής Συσπείρωσης Nicolas Dragon, πρώτος το 2022, αύξησε το ποσοστό του πάνω από 20 μονάδες – από το 33,1 στο 54,5%. Στον αντίποδα, η Αριστερά τα πήγε καλύτερα στις ηλικίες 18-34 και στα εργατικά στρώματα μεταναστευτικής καταγωγής – δυσκολεύεται, ωστόσο, χαρακτηριστικά στις περιαστικές περιφέρειες και τα αγροτικά περιβάλλοντα.
 
4. Το πλαίσιο της εκλογικής μάχης: κοινωνικές αντιθέσεις και ιδεολογική ατμόσφαιρα, πρόγραμμα και συμμαχίες της Ακροδεξιάς
 
Η ραγδαία ενίσχυση της Εθνικής Συσπείρωσης οφείλει μικρό μέρος της στην προσχώρηση του Ερίκ Σιοτί, πρώην ηγέτη της παραδοσιακής Δεξιάς (Ρεπουμπλικάνοι), στο στρατόπεδο των Λεπέν. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος οφείλεται στην κατάρρευση του Κέντρου. Πώς εξηγείται η κατάρρευση αυτή;
 
Η Έλσα Παπαγεωργίου, δρ. Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι-8, εργάζεται σήμερα στη Γαλλία ως εκπαιδευτικός. Η ίδια διακρίνει τους συγκυριακούς παράγοντες της συντριβής του Μακρόν, από τις μακροπρόθεσμες τάσεις. Το εξηγεί: «Αυτοί που ψηφίζουν Εθνική Συσπείρωση, δεν ξέρουν πάντα τους υποψηφίους της. Από την άλλη, αυτοί που μιλούν στο όνομα του “κοινωνικού συμβολαίου” της Δημοκρατίας, το ακύρωσαν, αυξάνοντας τα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση από τα 62 στα 64 χρόνια. Σύνταξη στα 64 θα πάρουν μόνο όσοι ξεκίνησαν να εργάζονται από τα 19, και έκτοτε δεν διέκοψαν την καριέρα τους. Αυτοί είναι ελάχιστοι. Δεύτερος παράγοντας: το αγροτικό κίνημα. Η Λεπέν ήταν αυτή που μιλούσε στο όνομα των αγροτών. Τρίτος παράγοντας: τα ΜΜΕ του Μπολορέ. Το CNews, όπως και άλλα Μέσα, προσκαλούν στα πάνελ την Ακροδεξιά, δεν αμφισβητούν όσα λένε οι εκπρόσωποί της, ενώ παρουσιαστές όπως ο Σερίλ Ανουνά, με καθημερινή εκπομπή μιάμισης ώρας, κάνουν προπαγάνδα υπέρ της Εθνικής Συσπείρωσης. Η επαρχία βλέπει συστηματικά τηλεόραση».
 
Υπάρχουν, όμως, και πιο μακροπρόθεσμες τάσεις: «Καταρχάς, η εγκατάλειψη των περιαστικών περιοχών και της υπαίθρου από το κράτος. Οι αγροτικές περιοχές είναι από χρόνια σε αφάνεια. Έχουν αποχωρήσει και οι τελευταίες δημόσιες υπηρεσίες – από τα ταχυδρομεία, μέχρι τους γιατρούς, που συνταξιοδοτούνται και δεν αντικαθίστανται. Η επαρχία δεν αφορά τις κεντρικές πολιτικές. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ενίσχυσαν αυτή την τάση – βλ. “Μεγάλο Παρίσι”. Και ανάλογα συμβαίνουν με τον “εξευγενισμό” σε άλλα αστικά κέντρα. Δείτε το ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Αμελί Πουανσό στην επαρχία της Aisne: σε όλες τις περιφέρειες εκλέγεται ή αναμένεται να εκλεγεί υποψήφιος της Εθνικής Συσπείρωσης».
 
«Οι αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, με αποκορύφωμα το συνταξιοδοτικό, η υποβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών και η υπονόμευση της αγοραστικής δύναμης των μη προνομιούχων τροφοδότησαν αισθήματα οργής στις λαϊκές τάξεις», επισημαίνει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου. Αλλά αυτό δεν συνέβη την τελευταία διετία: «Όταν η κυβέρνηση της “Πληθυντικής Αριστεράς” Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών-Πρασίνων υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν ξεπερνούσε σε ιδιωτικοποιήσεις και τους δεξιούς, τα εργατικά στρώματα που ένιωθαν δικαιολογημένα προδομένα από τους παραδοσιακούς πολιτικούς εκπροσώπους τους, αισθάνονταν ότι είχαν μόνο δύο εναλλακτικές λύσεις: Είτε να προχωρήσουν σε ένα είδος “απεργίας των ψηφοφόρων”, όπως συνιστούσε ο σπουδαίος συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου, είτε να ρίξουν ψήφο εκδίκησης στις πολιτικές ελίτ μέσω του Εθνικού Μετώπου (μετέπειτα Εθνική Συσπείρωση). Έτσι, το ακροδεξιό κόμμα έγινε πρώτη δύναμη στους εργάτες τις δεκαετίες του ’90 και του 2000».
 
Ο συνομιλητής μας τονίζει ότι η προεδρική (πάλαι ποτέ) πλειοψηφία συνέβαλε στην αποδαιμονοποίηση της Ακροδεξιάς: «Το κόμμα του Μακρόν ψήφισε μαζί με την Εθνική Συσπείρωση το απαράδεκτο νομοσχέδιο για τη μετανάστευση και η τότε πρωθυπουργός του συμμετείχε μαζί με τη Λεπέν σε συλλαλητήριο κατά του αντισημιτισμού, ενώ το Ισραήλ προχωρούσε στη γενοκτονία των Παλαιστινίων, στη Γάζα. Ο “κεντρώος” πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας θεώρησε αναγκαίο να τιμήσει τον δωσίλογο Πεταίν για τις υπηρεσίες του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά ότι οι λαϊκές τάξεις έχουν την κακή συνήθεια να προτιμούν το πρωτότυπο».
 
Η αιχμή του προγράμματος της Εθνικής Συσπείρωσης είναι το μεταναστευτικό και η αντίθεση στον «ισλαμο-αριστερισμό»: πρόκειται για το σύγχρονο ισοδύναμο του μεσοπολεμικού «εβραιο-μπολσεβικισμού», με το οποίο η Λεπέν συνδυάζει την αντίθεση στον εξωτερικό/εθνικό και τον εσωτερικό/κοινωνικό εχθρό. Αλλά το πρόγραμμα δεν εξαντλείται εδώ: Περιλαμβάνει μείωση ΦΠΑ στα καύσιμα από το 20% στο 5.5% – αλλά όχι στα είδη πρώτης ανάγκης, παρά τον πληθωρισμό. Προβλέπει την επανεθνικοποίηση αυτοκινητόδρομων, αλλά και την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, για να καταργηθεί το τέλος των 138 ευρώ. Υπόσχεται κατάργηση του φόρου για τους επιχειρηματίες κάτω των 30 ετών την πρώτη 5ετία, «για να αποτραπεί η έξοδος τους στο εξωτερικό». Υπόσχεται επανεκκίνηση των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας και επενδύσεις στο υδρογόνο, αύξηση χαμηλών συντάξεων, αμυντικές δαπάνες 55 δισ. ευρώ ως το 2027 (το πρόγραμμα στήριξης της υγείας κοστολογείται μόλις 20 δισ.), προστασία της γαλλικής αγροτικής παραγωγής και «επαναπατρισμό» της παραγωγής φαρμάκων. Ο Μπαρντελά αναθεωρεί τη γραμμή περί ΝΑΤΟ («η κυβέρνηση θα σεβαστεί τις δεσμεύσεις της Γαλλίας»), όπως και την υπόσχεση για κατάργηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης Μακρόν.
 
5. Το τοπίο πριν την 7η Ιουλίου: συμμαχίες, αποχωρήσεις ενόψει δεύτερου γύρου
 
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Le Monde, από τις 501 έδρες που «παίζονται» στον δεύτερο γύρο, οι 409 θα κριθούν σε «μονομαχίες» (θα διεκδικηθούν από δύο αντιπάλους), ενώ 89 σε «τριγωνικές» εκλογές (τρεις διεκδικητές) – αριθμός εντυπωσιακά μεγαλύτερος από όλες τις βουλευτικές εκλογές των τελευταίων 22 ετών, σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών.
 
Κατά τους ίδιους υπολογισμούς, μέχρι την Τετάρτη 3 Ιουλίου, 224 υποψήφιοι είχαν αποχωρήσει από τον δεύτερο γύρο: από την Αριστερά αποχώρησαν 134 από τους 469 που περνούσαν στον δεύτερο γύρο ως τρίτοι (στις 92 από αυτές τις περιφέρειες προηγείται η Ακροδεξιά). Αντίθετα, από το στρατόπεδο του Μακρόν αποχώρησαν 82 από τους 337 (με την Ακροδεξιά πρώτη στις 59 από αυτές τις περιφέρειες). Η Αριστερά αποχώρησε ακόμα και σε περιπτώσεις υπερσυντηρητικών υποψηφίων του Κέντρου, όπως ο υπ. Εσωτερικών Νταρμανέν. Από τους μακρονικούς, ο Φρανσουά Μπαϊρού τοποθετήθηκε υπέρ της ψήφου «κατά περίπτωση», ενώ ο Εντουάρ Φιλίπ επέμεινε στον διμέτωπο κατά των «άκρων» (σημείωση: το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν δεν είναι ακραίο κόμμα, σε αντίθεση με την Εθνική Συσπείρωση).
 
6. Το κλίμα
 
Οι συνομιλητές μας επισημαίνουν ότι, αν και πολυπληθείς, οι αντιφασιστικές κινητοποιήσεις είναι μικρότερες από εκείνες του 2002. «Ας μην ξεχνάμε», σημειώνει η Έλσα Παπαγεωργίου, «ότι το κόμμα της Λεπέν, χωρίς τους συμμάχους του, έρχεται πρώτο ή δεύτερο σε αλλεπάλληλες εκλογικές μάχες την τελευταία 20ετία. Το 2017 έφτασε στον δεύτερο γύρο με αξιώσεις, όπως και το 2022. Στις προηγούμενες εκλογές λέγαμε ότι την καμπάνια της Λεπέν την έκανε ο Ζεμούρ, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι αρκετά ακροδεξιά. Έτσι, σε κάποια τμήματα της γαλλικής κοινωνίας μετά την Κυριακή υπάρχει φόβος».
 
Η υγειονομική ζώνη κατά της Ακροδεξιάς έχει αδυνατίσει. «Ο Μπαρντελά, με την καθοδήγηση της Λεπέν, έδωσε ήδη τα πρώτα δείγματα, αθετώντας τις υποσχέσεις για κατάργηση της αντιμεταρρύθμισης Μακρόν στο συνταξιοδοτικό, βάζοντας στο ψυγείο κάθε αντι- Ε.Ε. αιχμή, δεσμευόμενος ότι θα ιδιωτικοποιήσει τη δημόσια τηλεόραση και, πρόσφατα, δηλώνοντας ότι “είμαστε λίγο αφελείς για τον Πούτιν”», λέει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου. «Χάρη σε αυτά εξασφάλισε την απόλυτη στήριξη από τον όμιλο Μπολορέ και το κανάλι του, και μαλάκωσε τη μέχρι πρότινος ανοιχτή εχθρότητα της εργοδοτικής ένωσης Medef».
 
7. Οι προοπτικές
 
Η επόμενη Εθνοσυνέλευση μπορεί να αποτύχει να αναδείξει κυβέρνηση. «Καθώς ο Μακρόν δεν θα μπορεί να προκηρύξει νέες εκλογές προτού περάσει ένας χρόνος», εξηγεί ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, διακινούνται ήδη «σενάρια για σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών, με επικεφαλής την Κριστίν Λαγκάρντ ή κάποιο άλλο πρόσωπο. Με την πείρα των κυβερνήσεων Μόντι στην Ιταλία και Παπαδήμου στην Ελλάδα γνωρίζουμε ότι κυβερνήσεις μη εκλεγμένων τραπεζιτών φέρνουν τα πιο αντιδραστικά μέτρα στο οικονομικό πεδίο, εντείνοντας τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό. Το ερώτημα είναι ποιος θα εκφράσει πολιτικά αυτόν τον ριζοσπαστισμό». Για την Έλσα Παπαγεωργίου, «όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, είναι σαφές ότι η Αριστερά δεν μπορεί να παραμένει κατακερματισμένη. Υπάρχουν διαφορές μέσα στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο. Αλλά τουλάχιστον η Ανυπότακτη Γαλλία έδειξε ότι μπορεί να προσελκύσει σημαντικά τμήματα του κοινωνικού ριζοσπαστισμού που εκδηλώνεται αυτές τις μέρες στη Γαλλία».
 
Επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος