Macro

Χρήστος Κεφαλής: Ο Λούκατς για τον ανορθολογισμό

 
 
Συμπληρώθηκαν φέτος 70 χρόνια από τη δημοσίευση, το 1954, της Καταστροφής του Λογικού, του πιο σημαντικού έργου της μέσης περιόδου του ούγγρου μαρξιστή φιλόσοφου Γκέοργκ Λούκατς. Είναι ένα έργο που διατηρεί αμείωτη επικαιρότητα, ενόψει της διαρκούς εμφάνισης ακραία ανορθολογικών, παρακμιακών και σκοταδιστικών ιδεολογιών αλλά και της επίμονης αναβίωσης του φασισμού στις μέρες μας. Είναι δε ταυτόχρονα το έργο του Λούκατς που απαξιώθηκε περισσότερα από κάθε άλλο, ως «σταλινικό», «δογματικό» και «ισοπεδωτικό».
 
Αυτή η αντιμετώπιση της Καταστροφής του Λογικού δεν είναι τυχαία. Συνδέεται με το γεγονός ότι ο Λούκατς αναπαρέστησε εκεί με οξυδέρκεια την κύρια γραμμή εξέλιξης της ανορθολογικής αστικής φιλοσοφίας, δείχνοντας το ρόλο της ως θεραπαινίδας της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και ανάγοντας τα δήθεν υψηλά δόγματά των πρωταγωνιστών της στο πραγματικό ταξικό τους περιεχόμενο. Έδειξε έτσι ότι αν μορφές όπως ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε απέκτησαν τόση δημοτικότητα στην αστική διανόηση, είναι ακριβώς λόγω της στενής σχέσης τους με την αντίδραση και το φασισμό, αφαιρώντας το έδαφος κάτω από τα πόδια των συνεχιστών τους.
 
Με αφορμή αυτή την επέτειο θα ανασυστήσουμε στο παρόν συνοπτικά την επιχειρηματολογία του.
 
 
Η άνοδος του φασισμού και ο ανορθολογισμός
 
 
Ο Λούκατς ξεκίνησε την έρευνά του για την Καταστροφή του Λογικού ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Η συνειδητοποίηση της απειλής που αντιπροσώπευε για τον ανθρώπινο πολιτισμό η επικράτηση του Χίτλερ στη Γερμανία, τον οδήγησε σε επίγνωση της ανάγκης να παρουσιαστούν οι εξελίξεις στο εσωτερικό της αστικής φιλοσοφίας που προετοίμασαν το φασισμό, δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να εκκολαφθεί το αβγό του φιδιού. Καρπός αυτής της έρευνας ήταν η Καταστροφή του Λογικού.
 
Από τον Πρόλογο του έργου ο Λούκατς υπογραμμίζει ότι δεν πραγματεύεται ένα αμιγώς ιδεολογικό φαινόμενο, μια εσωτερική, οργανική ανέλιξη ενός φιλοσοφικού ρεύματος, που προέκυψε από καθαρά θεωρητικές ανησυχίες, από αθώες και απολίτικες διαμάχες μεταξύ των εκπροσώπων του. Ο ανορθολογισμός, αντίθετα, ήταν το αναγκαίο αποτέλεσμα της στροφής της αστικής τάξης στην αντίδραση μετά την επανάσταση του 1848 και την Παρισινή Κομμούνα. Ο αντισοσιαλιστικός αγώνας της αστικής τάξης, που πήρε μια νέα ώθηση με την έλευση της ιμπεριαλιστικής εποχής, απαιτούσε μια κατάλληλη ιδεολογία, που θα αποθέωνε τη βαναυσότητα, τον παρασιτισμό και την κατάπτωση των παρακμιακών αστών, ανάγκη την οποία ήρθε να καλύψει ο ανορθολογισμός. Αυτή η ιστορική κατάσταση, τονίζει ο Λούκατς, εξηγεί γιατί «ο ανορθολογισμός έγινε το κύριο ρεύμα της αντιδραστικής φιλοσοφίας στο 19ο και τον 20ό αιώνα [και]… ως η κύρια αντιδραστική προκατάληψη της εποχής, ήταν ικανός να υποτάξει όλη την αστική φιλοσοφία στον εαυτό του»2.
 
Ο ανορθολογισμός είναι έτσι ένα διεθνές, καθολικό φαινόμενο της εποχής του ιμπεριαλισμού. Η επιρροή του δεν περιορίζεται στη Γερμανία, ούτε εξαντλείται στην κύρια γραμμή του, την οποία ο Λούκατς εντοπίζει στην πορεία από τον Σέλινγκ και τον Κίρκεγκορ, μέσω των Σοπενχάουερ και Νίτσε, στον Χάιντεγκερ και τους ιδεολόγους του ναζισμού. Απεναντίας, εξαπλώνεται σε όλες τις χώρες και σε όλα τα αντιδραστικά αστικά ρεύματα, αν και όχι στον ίδιο βαθμό. Παραμένει, ωστόσο, γεγονός ότι η Γερμανία υπήρξε ο προνομιακός χώρος άνθισής του, με επιστέγασμα την άνοδο των ναζί στην εξουσία: «Η Γερμανία κατά το 19ο και 20ό αιώνα είναι ακόμη η “κλασική” χώρα του ανορθολογισμού, το έδαφος όπου εξελίχτηκε με τους πιο διαφορετικούς και περιεκτικούς τρόπους και μπορεί συνεπώς να μελετηθεί με το μεγαλύτερο όφελος, ακριβώς όπως η Αγγλία είναι ο τόπος που ο Μαρξ ερεύνησε τον καπιταλισμό»3.
 
Γιατί, λοιπόν, ο ανορθολογισμός απέκτησε μια τέτοια κυριαρχική επιρροή στη Γερμανία, όσο σε καμιά άλλη χώρα;
 
Ο Λούκατς αποδίδει αυτό το γεγονός στην οικτρή αποτυχία της γερμανικής αστικής τάξης να εκπληρώσει το 1848 μια πραγματική αστική επανάσταση, λόγω του φόβου και της δειλίας της απέναντι στο ανερχόμενο προλεταριακό σοσιαλιστικό κίνημα. Το αποτέλεσμα ήταν ένας συμβιβασμός με τις φεουδαρχικές τάξεις και τον πρωσισμό, που διατηρήθηκαν στην εξουσία. Η αποτυχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού να κλονίσει την παγκόσμια κυριαρχία της Αγγλίας, η ισχυρή παρουσία του εργατικού κινήματος στη χώρα, η ταπείνωση των Βερσαλλιών και η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε αυτό που ως τότε φαινόταν ως μια καθαρά φιλοσοφική κίνηση, περιορισμένη στα καφέ και τις αίθουσες διαλέξεων, να περάσει άμεσα στην πολιτική ζωή, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
 
 
Η ουσία του ανορθολογισμού
 
 
Για τον Λούκατς, ο ανορθολογισμός δεν συνιστά γενικά μια άρνηση της λογικής. Πρόκειται μάλλον για τη συστηματική, γενικευμένη προσπάθεια να αποδειχτεί η τυπική λογική, η λογική της στάσης και της ακινησίας, ως ανώτερη από τη διαλεκτική, τη λογική της κίνησης και της εξέλιξης. Καθώς η διαλεκτική, την οποία ανύψωσε φιλοσοφικά σε ένα νέο επίπεδο ο μαρξισμός μέσα από την υλιστική αντιστροφή του Χέγκελ, ερχόταν αυξανόμενα στο προσκήνιο από τις μεγάλες επιστημονικές προόδους του 19ου αιώνα, οι αστοί ιδεολόγοι συνειδητοποιούσαν την απειλή που αντιπροσώπευε για την κυρίαρχη τάξη. Ο τονισμός της κίνησης και της ιστορικότητας οδηγούσε αναγκαία σε μια αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλισμού, μια κατάδειξη του αναχρονισμού και της αναντιστοιχίας του με τις κοινωνικές ανάγκες. Ανέλαβαν έτσι εργολαβικά την καταπολέμηση της διαλεκτικής παράδοσης, πρώτα ενάντια στην ιδεαλιστική και μετά ενάντια στη μαρξιστική, υλιστική της εκδοχή.
 
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ανορθολογισμός δεν ήταν παρά η προσπάθεια, μέσα από μια ποικιλία σοφιστικών μεθόδων και παραχαράξεων, να εμφανιστούν οι επιμέρους διαλεκτικές πρόοδοι της επιστήμης ως ισάριθμες αποδείξεις της αδυνατότητας της διαλεκτικής. Ακριβώς εκεί όπου η παλιά, τυπική λογική, η λογική της κατανόησης με τη χεγκελιανή ορολογία, συναντούσε τα όριά της και έμπαινε το ζήτημα της υπέρβασής της σε μια διαλεκτική λογική της κίνησης των εννοιών, οι ανορθολογιστές διακήρυξαν το πρόβλημα ανεπίλυτο. Και αυτή η απάντηση επικυρώθηκε μέσα από την αποθέωση της διαίσθησης και του ενστίκτου, αρχών οι οποίες εγγυούνταν τη διανοητική παραίτηση, παρουσιάζοντάς την ως το αληθινό απαύγασμα της σοφίας, για το οποίο μόνο λίγοι εκλεκτοί είναι ικανοί. Με τα λόγια του Λούκατς:
 
«Αν η ανθρώπινη σκέψη εντοπίσει σε αυτούς τους περιορισμούς ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί και, όπως δηλώνει εύστοχα ο Χέγκελ, “την αρχή και το σημάδι της ορθολογικότητας”, δηλαδή μιας υψηλότερης γνώσης, τότε η συνάντηση μαζί τους μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την παραπέρα ανάπτυξη της σκέψης, για τη διαλεκτική. Ο ανορθολογισμός (…) σταματά ακριβώς σε αυτό το σημείο, απολυτοποιεί το πρόβλημα, σκληραίνει τους περιορισμούς της αντίληψης (…) και μυστικοποιεί μάλιστα σε μια “υπερ-ορθολογική” απάντηση το πρόβλημα που καθίσταται έτσι τεχνητά ανεπίλυτο. Η εξίσωση της κατανόησης και της αντίληψης των ορίων της κατανόησης με περιορισμούς της αντίληψης συνολικά, η εισαγωγή της “υπερ-ορθολογικότητας” (διαίσθηση κ.λπ.) όταν είναι δυνατό και αναγκαίο να προχωρήσουμε σε μια ορθολογική αντίληψη – αυτά είναι τα πιο καθολικά γνωρίσματα του φιλοσοφικού ανορθολογισμού»4.
 
 
Η εξέλιξη της ανορθολογικής φιλοσοφίας
 
 
Ο Λούκατς συζητά τους κύριους ανορθολογιστές, Σέλινγκ, Κίρκεγκορ, Σοπενχάουερ και Νίτσε, σε δυο εκτενή, διαδοχικά κεφάλαια, που αποτελούν και τον κορμό του έργου. Στις συζητήσεις αυτές αναγνωρίζει πλήρως ότι υπερτερούσαν έναντι των άλλων αστών ιδεολόγων της εποχής τους, ακόμη και περίοπτων για ένα διάστημα όπως ο Κοντ και ο Σπένσερ, που όμως σύντομα ξεχάστηκαν. Η υπεροχή τους αυτή όμως δεν συνίστατο σε μια ευρεία κατανόηση των ιστορικών προβλημάτων, αλλά μάλλον στην οξύτερη αίσθησή τους των πραγματικών αναγκών της αστικής αντίδρασης, η οποία τους επέτρεψε να υπερισχύσουν βαθμιαία έναντι των ανταγωνιστών τους.
 
Ο Λούκατς διακρίνει δυο στάδια στην ανέλιξη του ανορθολογισμού. Στο πρώτο που διαρκεί ως το 1848, εκπροσωπούμενο από τους Σέλινγκ, Κίρκεγκορ και Σοπενχάουερ, οι ανορθολογιστές καταπιάνονται με την αποσύνθεση της ιδεαλιστικής διαλεκτικής, όπως είχε τελειοποιηθεί στο έργο του Χέγκελ. Στο δεύτερο στάδιο, αντίθετα, εκπροσωπούμενο από τον Νίτσε, η επίθεση στην υλιστική διαλεκτική και το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα τίθεται στο κέντρο της προσοχής, ένα γεγονός που συνοδεύεται αναγκαία με μια πτώση του επιπέδου της φιλοσοφικής κατανόησης:
 
«Η πρώτη σημαντική περίοδος του σύγχρονου ανορθολογισμού έχει την προέλευσή της στον αγώνα ενάντια στην ιδεαλιστική διαλεκτική-ιστορική έννοια της προόδου. Αποτελεί το δρόμο από τον Σέλινγκ στον Κίρκεγκορ και επίσης το δρόμο από μια φεουδαλική αντίδραση ενάντια στη Γαλλική Επανάσταση στην αστική εχθρότητα προς την πρόοδο. Με τη σφαγή του παρισινού προλεταριάτου τον Ιούνη [του 1848] και ειδικότερα με την Κομμούνα του Παρισιού, η κατάσταση άλλαξε εντελώς ριζικά. Από εκείνη την εποχή, η κοσμοθεωρία του προλεταριάτου, ο διαλεκτικός και ιστο­ρικός υλισμός, ήταν ο αντίπαλος του οποίου ο χαρακτήρας καθόρισε την παραπέρα ανάπτυξη του ανορθολογισμού. Η νέα περίοδος βρήκε τον πρώτο και σημαντικότερο εκπρόσωπό της στον Νίτσε (…) Στην πρώτη φάση, μια σχετικά ακριβής κριτική βασισμένη σε μια εμπεριστατωμένη γνώση και υπόδειξη των πραγματικών αποτυχιών και περιορισμών της ιδεαλιστικής διαλεκτικής ήταν ακόμη δυνατή. Στη δεύτερη, από την άλλη, μπορούμε να δούμε ότι οι αστικές φιλοσοφίες ήταν ήδη ανίκανες και εντελώς απρόθυμες να μελετήσουν πραγματικά τον αντίπαλο και να τον αναιρέσουν με ένα σοβαρό τρόπο. Αυτό ίσχυε ήδη στην περίπτωση του Νίτσε»5.
 
Ενώ οι Σέλινγκ και Κίρκεγκορ εκπληρώνουν μια προπαρασκευστική εργασία, είναι με τον Σοπενχάουερ που επιτυγχάνεται η πρώτη γενική, αποφασιστικά αστική διατύπωση του ανορθολογισμού. Το κρίσιμο βήμα προς τα εμπρός του τελευταίου θα βρεθεί στο γεγονός ότι, απέναντι στους άλλους απολογητές του καιρού του που εξωράιζαν τον καπιταλισμό ως τον καλύτερο των δυνατών κόσμων υποβαθμίζοντας τις αντιφάσεις του, αυτός δίνει έμφαση στις αντιφάσεις και τα δεινά του, τα οποία όμως μετουσιώνει σε μια αναπόδραστη ανθρώπινη μοίρα, μια προσέγγιση την οποία ο Λούκατς αποκαλεί έμμεση απολογητική:
 
«Η πρωτοτυπία του Σοπενχάουερ έγκειται στο γεγονός ότι (…) είχε ήδη βρει τη μεταγενέστερη, ανώτερη μορφή της καπιταλιστικής απολογητικής: την έμ­μεση απολογητική (…) Η έμμεση απολογητική επεξεργάστηκε βάναυσα τις κακές πλευρές, τις ωμότητες του καπιταλισμού, αλλά τις εξήγησε ως ιδιότητες όχι του κα­πιταλισμού αλλά όλης της ανθρώπινης ύπαρξης και της ύπαρξης γενικά. Από αυτό έπεται αναγκαία ότι ένας αγώνας εναντίον αυτών των ωμοτήτων φαίνεται όχι μόνο καταδικασμένος εξαρχής, αλλά σηματοδοτεί μια αυθαιρεσία, δηλαδή μια αυτοδιά­λυση του ουσιαστικά ανθρώπινου»6.
 
Από εδώ ξεκινώντας, μέσα από την ισοπεδωτική, συχνά υβριστική κατεδάφιση του Χέγκελ, ο Σοπενχάουερ οικοδομεί μια αντι-ιστορική θεώρηση που εξοβελίζει την κίνηση σαν ένα επιφαινόμενο για να καταλήξει σε μια μηδενιστική νιρβάνα, έναν ακραία παθητικό ιδεαλισμό σύμφωνα με τον οποίο η καθαρή βούληση και τελικά η ίδια η άρνηση της βούλησης αποτελεί τη βαθύτερη πραγματικότητα.
 
Ο Νίτσε συμμερίζεται πλήρως τη βάση της έμμεσης απολογητικής. Αντικαθιστά όμως τον παθητικό αντι-ιστορισμό του Σοπενχάουερ με έναν ενεργητικό αντι-ιστορισμό, που προσδίδει στη μηδενιστική παραίτηση ένα σαφές, ρητά αντισοσιαλιστικό περιεχόμενο, ενώ ταυτόχρονα εξυψώνεται σε κάτι ανώτερο, μια αδέσμευτη, «πέραν του καλού και του κακού» στάση, μέσα από τη χρήση μύθων που αποθεώνουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα: αιώνια επιστροφή, αγνότητα του γίγνεσθαι, υπεράνθρωπος, κοκ. Η αποφασιστική, χωρίς ενδοιασμούς δέσμευση στην αστική αντίδραση μεταμφιέζεται έτσι σε επαναστατική στάση:
 
«Η φιλοσοφία του Νίτσε… πρόσφερε ένα δρόμο που απέφευγε την ανάγκη για οποιαδήποτε ρήξη, ή μάλιστα οποιαδήποτε σοβαρή σύγκρουση, με την αστική τάξη. Ήταν ένας δρόμος όπου η ευχάριστη ηθική αίσθηση του να είσαι επαναστάτης μπορούσε να διατηρηθεί και ακόμη και να ενταθεί, ενώ μια “πιο πλήρης”, “κοσμική βιολογική” επανάσταση προβαλλόταν δελεαστικά σε αντίθεση με την “επιφανειακή”, “εξωτερική” κοινωνι­κή επανάσταση. Μια “επανάσταση”, δηλαδή, που θα διατηρούσε πλήρως τα προνό­μια της αστικής τάξης και θα υπεράσπιζε πρώτα και κύρια παθιασμένα την προνομιούχα ύπαρξη της παρασιτικής και ιμπεριαλιστικής διανόησης»7.
 
Η δημαγωγική κριτική της παρακμής η οποία όμως καταλήγει σε μια αποθέωση και έναν εξαγνισμό των βάσεών της καθιστά τον Νίτσε ένα αποφασιστικό σημείο καμπής στην ιδεολογική αντίδραση που προπαρασκεύασε το φασισμό και όλα τα ακραία αντιδραστικά ρεύματα του 20ού αιώνα. Από εδώ η απόσταση ως τους φυλετικούς μύθους των ναζί δεν ήταν μεγάλη και ο Λούκατς παρουσιάζει με λεπτομέρειες τη μετάβαση σε αυτή μέσα από τη βιταλιστική φιλοσοφία και τα προφασιστικά ρεύματα (κοινωνικός δαρβινισμός, ευγονική, γεωπολιτική, κοκ) αλλά και την αδυναμία των φιλελεύθερων αστικών ρευμάτων, τα οποία είχε διαπεράσει ο ανορθολογισμός, να αντιταχθούν σε αυτή την εξέλιξη.
 
 
Δικαιώνεται ο Λούκατς;
 
 
Η ανάλυση του Λούκατς βρίσκεται ξεκάθαρα στον αντίποδα των αστικών, ακόμη και των φιλελευθερο-δημοκρατικών αναλύσεων του ανορθολογισμού. Οι τελευταίες, ακόμη και όταν αναγνωρίζουν τη σύνδεση της ανορθολογικής φιλοσοφικής παράδοσης με το φασισμό, επιχειρούν να αποκόψουν το φαινόμενο από τις κοινωνικο-οικονομικές ρίζες του, με αποτέλεσμα να καθίσταται τελικά ανεξήγητο ή να αποδίδεται στην κακή θέληση μερικών φανατικών. Με αυτό τον τρόπο, για παράδειγμα, ο Ρίτσαρντ Γουόλιν εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι «οι μαρξιστικές ερμηνείες με βάση τις οικονομικές αιτίες του φασισμού έχουν πλέον απαξιωθεί», θεωρώντας ως φάρμακο για τον ανορθολογισμό τις παραδόσεις του Διαφωτισμού – «Η Δύση… είναι κοιτίδα ενός ηθικού λόγου»8. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται η αυταπάτη –μια αυταπάτη που διαψεύδεται πανηγυρικά από τη διαρκή άνοδο του φασισμού επί των ημερών μας– ότι ο φασισμός και η ακροδεξιά μπορεί να κατανικηθούν απλά με μια έκκληση στο λογικό και τις ηθικές αξίες.
 
Η κριτική του Λούκατς στρέφεται ακριβώς ενάντια σε αυτού του είδους τις πλάνες. Η προσπάθεια των απολογητών να τη συνδέσουν με ένα «δογματισμό» του Λούκατς, του οποίου η κριτική στον Νίτσε και τους άλλους ανορθολογιστές απηχούσε υποτιθέμενα τη «υποταγή του στον Στάλιν», δεν αντέχει σε κριτική. Εξάλλου, ο Λούκατς, έχοντας υπόψη τα βάρβαρα και παρασιτικά χαρακτηριστικά των σταλινικών πρακτικών, περιέλαβε επίσης στο τέλος της ζωής του τον σταλινισμό στην επικράτεια του ανορθολογισμού. Στη συζήτησή του με τον Ίστβαν Έρσι ήταν σαφής:
 
«Ποτέ δεν έχω αμφιβάλει για μια στιγμή ότι ο σταλινισμός περιλάμβανε την καταστροφή του λογικού (…) Αδιαμφισβήτητα όταν ξεπεραστεί το ορθολογικό, υπάρχει όντως η δυνατότητα μετασχηματισμού στο παράλογο, επειδή το ορθολογικό ασχολείται πάντα με συγκεκριμένα πράγματα. Αν υπερτονίσω τα αφηρημένα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου, φτάνω σε ένα ση­μείο στο οποίο η ορθολογικότητα αυτού που ήταν πριν ορθολογικό παύει να υφίστα­ται (…) Στο σταλινισμό η έννοια της αναγκαιότητας υπερεκτείνεται ως το σημείο όπου γίνεται δίχως νόημα. Είναι αλήθεια ότι αυτή η έλλειψη νοήματος φτά­νει στο χείλος του ανορθολογισμού»9.
 
Η Καταστροφή του Λογικού έχει μια κομβική θέση στη μαρξιστική φιλοσοφία. Σηματοδοτεί μια αλλαγή παραδείγματος, εντοπίζοντας τη μετατόπιση της διαμάχης ανάμεσα στο μαρξισμό και την αστική ιδεολογία από την αντίθεση υλισμός-ιδεαλισμός στην αντίθεση διαλεκτική-ανορθολογισμός. Δίνει δε ταυτόχρονα μια στέρεη αφετηρία για την κριτική κάθε ακραία αντιδραστικής ιδεολογικής τάσης της εποχής μας με όποια απατηλά άμφια και αν παρουσιάζεται.
 
 
Σημειώσεις
 
 
1. ΣτΕ: βλ. Εισαγωγή του Τραβέρσο στο Georg Lukács, The Destruction of Reason, Verso, 2021.
 
2. Georg Lukács, The Destruction of Reason, Merlin Press, Λονδίνο 1980, σελ. 12.
 
3. Στο ίδιο, σελ. 33.
 
4. Στο ίδιο, σελ.97-98.
 
5. Στο ίδιο, σελ. 7.
 
6. Στο ίδιο, σελ. 202-203.
 
7. Στο ίδιο, σελ. 317.
 
8. Wolin R., Η Γοητεία του Ανορθολογισμού, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007, σελ. 12, 319.
 
9. Georg Lukács, Record of a Life, Verso Editions, Λονδίνο 1983, σελ. 104-105.
 
Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της Μαρξιστικής Σκέψης.