Macro

Μαρίνα Πρεντουλή: Το «Cool Britania» του Μπλερ μάλλον αλλάζει σε «Βρετανία του Χασμουρητού»

«Αν αγοράσεις σήμερα ένα μπουκάλι γάλα, θα διαρκέσει πιο πολύ από τους Συντηρητικούς». Αυτό το αστειάκι που κυκλοφορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξηγεί συνοπτικά τι αναμένουμε στις βουλευτικές εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου στις 4 Ιουλίου. Το Εργατικό Κόμμα προβλέπεται να κερδίσει με μεγάλη διαφορά, μια νίκη που θα μπορούσε να φτάσει κοντά (ίσως και να ξεπεράσει) το αποτέλεσμα των εκλογών του ‘97. Τότε ο Τόνι Μπλερ έβαλε τέλος στην 23χρονη εξουσία των Συντηρητικών, εκλέγοντας 418 βουλευτές έναντι 165 των Συντηρητικών. Τότε, όπως και τώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν σε οικονομική ύφεση και μια σειρά σκανδάλων (πολιτικών και σεξουαλικών) είχαν αμαυρώσει την εικόνα της Δεξιάς.
 
Αν και ο Κιρ Στάρμερ σήμερα έχει οδηγήσει το Εργατικό Κόμμα σε μια δεξιόστροφη τροχιά, λόγος που πολλοί τον παρομοιάζουν με τον Μπλερ, η διαφορά μεταξύ των δυο ηγετών είναι μεγάλη. Κατ’ αρχάς ο Μπλερ ήταν «φρέσκος», αγαπητός, «ένας από μας», εικόνα που αγάπησε ο βρετανικός λαός, τουλάχιστον προσωρινά. Ο Στάρμερ, αν και ακολουθεί παρόμοια επικοινωνιακή συνταγή, εξού και οι αναφορές στο πατέρα του ως μέλος της εργατικής τάξης και στις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας, δεν έχει τη χαρισματική προσωπικότητα του Μπλερ. Αντιθέτως, είναι βαρετός και η τεχνοκρατική του νοοτροπία κουράζει. Και ενώ ο Μπλερ είχε ένα συνεκτικό όραμα για την κατεύθυνση της χώρας, που αν και θεμελίωσε ουσιαστικά την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, σαγήνευσε, ενώ ο Στάρμερ επωφελείται από την παταγώδη αποτυχία των Συντηρητικών χωρίς κάτι ανάλογο.
 
Βέβαια υπάρχει και μια άλλη ομοιότητα: ο Μπλερ έκανε το Εργατικό Κόμμα, «Νέο» Εργατικό Κόμμα, καθαρίζοντας το από κάθε αναφορά σε ταξική πάλη και πείθοντας των επιχειρηματικό κόσμο ότι ο καπιταλισμός δεν θα κινδύνευε… κάνοντας παράλληλα τον όρο «σοσιαλιστής», μομφή. Ο Στάρμερ, απ’ την άλλη, αποφάσισε να «καθαρίσει» το κόμμα από την παρακαταθήκη του Τζέρεμι Κόρμπιν, οδηγώντας εκτός κόμματος χιλιάδες αριστερούς ακτιβιστές. Εδώ διαφαίνεται και μια άλλη διαφορά μεταξύ Μπλερ και Στάρμερ: ούτε ο Κόρμπιν, ούτε η Νταϊάν Άμποτ ήταν πρόβλημα για τον Μπλερ, με την έννοια ότι δεν ένιωσε να απειλείται από τους συγκεκριμένους αριστερούς βουλευτές. Ο Στάρμερ ανάγκασε τον Κόρμπιν να εγκαταλείψει το κόμμα και να κατέβει ως ανεξάρτητος, πράγμα που μπορεί να διαβαστεί και σαν ένδειξη πολιτικής αδυναμίας.
 
Έχοντας κατά νου να τραβήξει όσους περισσότερους δεξιούς ψηφοφόρους δύναται, το εκλογικό μανιφέστο των Εργατικών δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη και στη δημιουργία πλούτου. Αν βέβαια αυτό δεν επιτευχθεί γρηγορά, τίθεται το ερώτημα αν η επικείμενη κυβέρνηση Στάρμερ θα προβεί σε αύξηση της φορολογίας και αν θα μειώσει τότε και τις δημόσιες δαπάνες. Ο Στάρμερ έχει αρνηθεί αυτές τις επιλογές και ορκίζεται ότι δεν θα υπάρξει επιστροφή στη λιτότητα. Πιστεύει ότι με τη δημιουργία έργων υποδομής και οικοδομική μεγέθυνση, η ανάπτυξη δεν θα αργήσει.
 
Το «όραμα», αν μπορούμε να το πούμε έτσι, που προσφέρει, είναι ότι η πολιτική μπορεί να καλυτερεύσει τη ζωή των πολιτών, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να εξαλείψει τον κυνισμό που επικρατεί μεταξύ τον ψηφοφόρων. Αυτό είναι εξάλλου και το κεντρικό σύνθημα του μανιφέστου: «Αλλαγή/Change». Αλλαγή που απευθύνεται σε όλο το φάσμα των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων και οι δημοσκοπήσεις μέχρι τώρα υποστηρίζουν αυτή την επιλογή. Οι πέντε βασικές δεσμεύσεις του μανιφέστου για: την ανάπτυξη μέσω της οικοδόμησης, την εκπαίδευση, την καταπολέμηση του εγκλήματος, τις δαπάνες για το NHS και την καθαρή ενέργεια, στοχεύουν σε ζητήματα που έχουν καθολική απήχηση και ως επικοινωνιακή στρατηγική είναι αρκετά στοχευμένες.
 
Παράλληλα, όμως, με την επικείμενη νίκη των Εργατικών, προβληματισμό προκαλεί η άνοδος του Νάιτζελ Φάρατζ και του κόμματους που ηγείται. Και ενώ μέχρι πρόσφατα είχε απήχηση μεταξύ ψηφοφόρων μεγαλύτερης ηλικίας, πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν να προσελκύει περισσότερους νέους ψηφοφόρους, τουλάχιστον από τους Συντηρητικούς. Μετά τις πρόσφατες εκλογές του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και τη θεαματική άνοδο της Άκρας Δεξιάς, το ερώτημα που μπαίνει είναι αν βρισκόμαστε σε μια ανάλογη τροχιά και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν η κυβέρνηση του Στάρμερ δεν επιφέρει σημαντικές αλλαγές, οι επόμενες εκλογές ίσως να επιφυλάσσουν δυσάρεστες εκπλήξεις: είτε αυτό είναι η άνοδος ενός ακροδεξιού κόμματος, είτε είναι η επάνοδος των Συντηρητικών με ακροδεξιά ηγεσία.
 
Η Μαρίνα Πρεντουλή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών και Επικοινωνίας, Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αγγλίας, UK.