Όλο και δυναμώνουν τον τελευταίο καιρό οι προβληματισμοί και οι αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών και των κάθε μορφής φορέων τους απέναντι σε συγκεκριμένες μορφές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε πολλά βουνά της πατρίδας μας ή φωτοβολταϊκών σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βοσκότοπους, κ.λπ.
Στο απυρόβλητο, ωστόσο, δεν μένουν, για τους δικούς τους ξεχωριστούς λόγους, έστω κι αν οι αντιδράσεις επ’ αυτών δεν προβάλλονται σε τόσο έντονη μορφή, και τα μικρά υδροηλεκτρικά (ΜΥΗΕ).
Τα μικρά υδροηλεκτρικά είναι, λοιπόν, κι αυτά μια μορφή των αποκαλούμενων «ΑΠΕ», εκμεταλλευόμενα την υψομετρική διαφορά στα ορεινά ρέματα και ποτάμια μας και την εξαιτίας αυτής αλλά με τεχνητό τρόπο προκαλούμενη «υδατόπτωση». Συνιστούν ένα από τα πιο επιτακτικά, σήμερα, προβλήματα πολλών ορεινών περιοχών της πατρίδας μας, μ’ αυτούς που τα προωθούν να έχουν, μέχρι στιγμής, καταφέρει να κρατήσουν πολύ χαμηλούς τόνους, εμφανίζοντάς τα αρκετά ωραιοποιημένα ή προκαλώντας ακόμα και σύγχυση στην κοινή γνώμη, ώστε τα ΜΥΗΕ να παρουσιάζονται αποκλειστικά και μόνο ως μια ήπια μορφή παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Αποτέλεσμα, σημαντική μερίδα φορέων και πολιτών, που δεν έχουν έρθει αντιμέτωποι με το ζήτημα, να μην έχουν αντιληφθεί την πραγματικότητα με τις συνέπειές της σε όλες της τις διαστάσεις.
Μια πραγματικότητα που καταδεικνύει πως, όταν αναφερόμαστε σε μικρά υδροηλεκτρικά, δεν πρέπει να τα συγχέουμε είτε ως προς την απόδοση (παραγωγή ενέργειας σημαντικής ισχύος) είτε την ωφελιμότητα (πιθανή ανάπτυξη τουρισμού με αντίστοιχες θέσεις εργασίας, δημιουργία νέων βιότοπων, συμβολή σε ύδρευση και άρδευση, κ.λπ.) με τα μεγάλα του είδους (χωρίς τούτο να σημαίνει ότι είμαστε οπωσδήποτε και υπέρ των τελευταίων). Δεν πρέπει, ακόμα, να συγχέουμε τα μικρά υδροηλεκτρικά ούτε με την περιβόητη «αντλησιοταμίευση» (ή αλλιώς και κατ’ ορισμένους «αποθήκευση» ενέργειας). Και ούτε, φυσικά, μιλώντας για μικρό υδροηλεκτρικό, εννοούμε ότι πάμε απλά κάτω από μια υδατόπτωση (καταρράκτη) και το στήνουμε.
Στην πράξη αδειοδότηση και λειτουργία ενός ΜΥΗΕ
Στην πράξη και μετά από έρευνα σε σχετική νομοθεσία, μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ), αποφάσεις έγκρισής τους (ΑΕΠΟ), εμπειρίες και μαρτυρίες από τη λειτουργία τους (όπου τέτοια έχουν ήδη εγκατασταθεί), μικρό υδροηλεκτρικ/ό σημαίνει:
– Εκτροπή των νερών από τις κοίτες των ρεμάτων και ποταμών σε μήκος πολλών χιλιομέτρων, προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη για την παραγωγή ενέργειας υψομετρική διαφορά, με τις ανάλογες συνέπειες σε ποτάμιο και παραποτάμιο οικοσύστημα. Η αντίστοιχη ποσότητα δύναται να αγγίζει μέχρι και 90% των νερών των ορεινών ρεμάτων και ποταμών. Πραγματικοί βιότοποι καταστρέφονται και προστατευόμενα είδη χλωρίδας και πανίδας, την ύπαρξη των οποίων οι σχετικοί «μελετητές» φροντίζουν πολλές φορές ν’ αποκρύπτουν από τις αντίστοιχες μελέτες, εξαφανίζονται. Υπόψη πως στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων μιλάμε για ποτάμια και ρέματα που, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, στερούνται επάρκειας υδάτων.
– Φυσικά τοπία και ποτάμια αλλοιώνονται και φράγματα/εκτρώματα ξεφυτρώνουν καταμεσής σε ρέματα και ποτάμια, τα οποία οι «μελετητές» παρουσιάζουν και ως «απόλυτα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον της περιοχής».
– Αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες επεμβάσεις στο περιβάλλον από επικαλούμενους δήθεν υφιστάμενους δρόμους εκεί που τέτοιοι δεν υπάρχουν, από ελλιπή μέτρα διαχείρισης πλεοναζόντων εκσκαφικών υλικών, από τη μη οριοθέτηση της κοίτης των υπό επέμβαση ρεμάτων και ποταμών πριν την αδειοδότηση των ΜΥΗΕ, κ.λπ.
– Σχεδόν ανύπαρκτα στην πράξη «αντισταθμιστικά» και «ανταποδοτικά» οφέλη για δικαιούχους καταναλωτές (όπως αυτά ύψους εννέα ευρώ, κατά μέσο όρο, με βάση πρόσφατη σχετική ΚΥΑ), ή και για δήμους, που καταφεύγουν σε αγωγές για να διεκδικήσουν όσα δικαιούνται ή όσα συμφώνησαν με τις εμπλεκόμενες εταιρίες, οι οποίες ανταπαντούν με τη σειρά τους κι αυτές με αγωγές, αρνούμενες τις υποχρεώσεις τους.
– Πολλαπλάσιοι κι εδώ ειδικοί φόροι υπέρ ΑΠΕ, όπως το ΕΤΜΕΑΡ, που τους καταβάλλουμε άμεσα και όλοι μας, μέσω των λογαριασμών ενέργειας.
– Αδιαμφισβήτητη, μέσω των «αδειών χρήσης νερού», που η πολιτεία χορηγεί σε ιδιώτες, δέσμευση υδάτινων πόρων (κυρίως ορεινών πηγών) και ορατός ο μέσω αυτών κίνδυνος ιδιωτικοποίησής τους. Τέτοιοι στόχοι και προθέσεις αναδεικνύονται ξεκάθαρα από δηλώσεις υποψήφιων «επενδυτών» του χώρου, που διατρανώνουν πως «όποιος θέλει νερό για τον κήπο του, τώρα πρέπει να έρθει σε μένα, γιατί εγώ έχω τώρα τα δικαιώματα!». Διαφαίνονται, ακόμα, από τις αποφάσεις αδειοδότησης αντίστοιχων έργων, όπου οι αρμόδιες αρχές επισημαίνουν πως «προτεραιότητα έναντι της χρήσης νερού για παραγωγή ενέργειας έχουν μόνο τυχόν υφιστάμενα νόμιμα δικαιώματα χρήσης νερού», με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη μελλοντική προοπτική του κάθε τόπου. Ας ληφθεί δε υπόψη ότι οι συγκεκριμένες «άδειες χρήσης νερού», που χορηγούνται σε ιδιώτες, μπορούν να μεταβιβαστούν και, άρα, να καταλήξουν στα χέρια λίγων ή και ενός!
– Παραβάσεις και καταστρατηγήσεις της εθνικής και ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας ή και λοιπές παρατυπίες, όπως η αδειοδότηση ΜΥΗΕ με βάση άδειες παραγωγής που έχουν λήξει, η μη εφαρμογή της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2000/60 για την προστασία των υδάτων και η μη σύμφωνη μ’ αυτή «οικολογική παροχή» (η ελάχιστη, δηλαδή, ποσότητα νερού που πρέπει ν’ απομένει στην κοίτη μετά την εκτροπή), η χρήση μη επικαιροποιημένων υδρολογικών δεδομένων για την αδειοδότηση του έργου, κ.λπ. Παραβάσεις και παρατυπίες για τις οποίες οι «επενδυτές», όταν αποκαλύπτονται, απαντούν: «Ε, και τι να κάνουμε τώρα; Αφού την άδεια την πήραμε, κρίμα δεν είναι να μη γίνει το έργο»;
– Πλήρης άγνοια των τοπικών κοινωνιών για όσα σε βάρος τους μεθοδεύονται, με την όποια μαζί τους διαβούλευση να εξαντλείται στην πράξη με τις «γνωμοδοτήσεις» συγκεκριμένων οργάνων (τοπικά και δημοτικά συμβούλια, πρόεδρος κοινότητας, κ.λπ.).
Οι προβληματισμοί
Και όλα αυτά χάριν μιας πενιχρής ποσότητας ενέργειας, που κατά μέσο όρο ανέρχεται σε 1,5 περίπου MW για κάθε μικρό υδροηλεκτρικό και με ανώτατο στόχο («ταβάνι») τα 350 MW συνολικά για ολόκληρη τη χώρα, η οποία διαθέτει ήδη εγκατεστημένη ισχύ 3.060 MW για παραγωγή ενέργειας από τα νερά της (βλ. μεγάλα υδροηλεκτρικά, που όμως δεν τα υπολογίζουν ως ΑΠΕ!) και ενώ έχουν ήδη από το 2013, τουλάχιστο, εκπληρωθεί όλες οι σχετικές με την ενέργεια διεθνείς υποχρεώσεις της (όπως το γνωστό 20-20-20).
Και με τις προοπτικές προώθησης κάθε μορφής παραγωγικής διαδικασίας (όπως κτηνοτροφία, διάφορες καλλιέργειες) ή και λοιπών μορφών ανάπτυξης της υπαίθρου (όπως εναλλακτικός τουρισμός) να εγκαταλείπονται, εξαιτίας της δέσμευσης του απαραίτητου για όλα αυτά υδάτινου δυναμικού.
Απέναντι, λοιπόν, στα διλήμματα, που με συγκεκριμένο στόχο και πολύ μεθοδευμένα ορισμένοι θέτουν, εμφανίζοντας τα μικρά υδροηλεκτρικά ως έναν (ακόμα) τρόπο «προστασίας του περιβάλλοντος» και «σωτηρίας» του πλανήτη από την «κλιματική αλλαγή», σαφώς και πρέπει να αναλογιστούμε αν:
– Είναι η προερχόμενη από μικρά υδροηλεκτρικά ενέργεια αρκετή και ικανή ν’ αντισταθμίσει την περιβαλλοντική καταστροφή, που, στο όνομα κι εδώ της προστασίας του περιβάλλοντος, αυτά τα ίδια προκαλούν;
– Υποκαθιστά η συγκεκριμένη ενέργεια αντίστοιχη από συμβατικές πηγές, εξαφανίζοντας παράλληλα ή μειώνοντας, έστω, ανάλογο περιβαλλοντικό κόστος των τελευταίων, σε βαθμό που να την καθιστά περιβαλλοντικά και οικονομικά συμφέρουσα ή, μήπως, και τα μικρά υδροηλεκτρικά αποτελούν απλά ένα μέσο «απορρόφησης» ευρωπαϊκών προγραμμάτων και κερδοσκοπίας ορισμένων, από τις «επιδοτήσεις» που απολαμβάνουν;
– Ποια ποσότητα ενέργειας από μικρά υδροηλεκτρικά θα ήταν ικανή ν’ αντισταθμίσει τις συνέπειες από τη δέσμευση και τον μέσω αυτής ξεκάθαρο κίνδυνο ιδιωτικοποίησης ή ελέγχου, έστω, του ορεινού υδάτινου δυναμικού μας, με τις τεράστιες μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που αυτό θα έχει στην επιβίωση των τοπικών κοινωνιών, στην παραγωγική διαδικασία και στην ίδια την οικονομία μας;
Πάντως, «μεγάλη αναμπουμπούλα για το τίποτα» λένε για τα ΜΥΗΕ ορισμένοι ειδικοί στην ενέργεια, ενώ, σύμφωνα με την αρμόδια Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων της ΕΕ, αυτά δεν αποτελούν βιώσιμη φιλοπεριβαλλοντική επένδυση. Η ίδια, μάλιστα, Επιτροπή, σε πρόσφατη έκθεσή της για τη Βιώσιμη Χρηματοδότηση (σελ. 226, 465), συνιστά να αποφεύγεται εντελώς η κατασκευή μικρών υδροηλεκτρικών κάτω των 10 MW, καθώς οδηγεί σε αύξηση του κατακερματισμού των ποταμών.
Ας προβληματιστούμε…
O Γιώργος Δ. Καραβίδας είναι νομικός Α.Π.Θ., υποστράτηγος (ε.α.) Νομικού Σώματος Ε.Δ., πρ. δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου Μουζακίου Καρδίτσας, ιδρυτικό μέλος και μέλος ΔΣ περιβαλλοντικών κινημάτων.