Εδώ και μερικές μέρες, η μικρή λίμνη που αποτελεί την ελληνική βιβλιοφιλική κοινότητα στα social media και το διαδίκτυο, έχει αναστατωθεί αρκετά, έως ελαφρού κυματισμού, με αφορμή ένα άρθρο της νέας πεζογράφου Ρένας Λούνα στον ιστότοπο της Lifo, όπου περίπου επιχειρείται η αποδόμηση του Μ. Καραγάτση, με επίκεντρο κυρίως (αλλά όχι μόνο) το μυθιστόρημά του «Η Μεγάλη Χίμαιρα». Εκεί, η Ρένα Λούνα επιλέγει αρκετά αποσπάσματα από το βιβλίο για να υποστηρίξει ότι, πέρα όλων των άλλων μειονεκτημάτων του, ο Καραγάτσης διακατέχεται από έναν αχαλίνωτο σεξισμό/μισογυνισμό, ο οποίος διαφαίνεται ιδιαίτερα στον τρόπο που ο αφηγητής περιγράφει τη σχέση της κεντρικής ηρωίδας, της Μαρίνας, με το σεξ, τον ερωτισμό και τη βία, πάντα υπό τη σκιά της ενοχής αλλά και τον πανίσχυρο ηθικό και συναισθηματικό έλεγχο των αρσενικών της ζωής της, και ιδιαίτερα του συζύγου και του κουνιάδου της.
Μπροστά στη διαφαινόμενη φεμινιστική «ακύρωση» του Καραγάτση, με τον οποίο έχουν γαλουχηθεί γενιές και γενιές εφήβων και νέων αναγνωστών στη χώρα μας, το άρθρο της Λούνα προκάλεσε έναν χείμαρρο αρνητικών έως αποτροπιαστικών σχολίων στο διαδίκτυο, η κεντρική επιχειρηματολογία των οποίων εστιαζόταν στο ότι «δεν μπορούμε να κρίνουμε έναν συγγραφέα αναδρομικά, με τα κριτήρια της εποχής μας» και ότι η γραφή του Καραγάτση θα πρέπει να ιδωθεί ως μέρος του καιρού του, δηλαδή (υπονοούν τα σχόλια αυτά) ίσως με μια αυξημένη ανοχή στο θέμα της αντιμετώπισης των γυναικών εκ μέρους του (η οποία, αρκετοί εκ των σχολιαστών δεν θα είχαν πρόβλημα να παραδεχθούν, υπήρξε λίγο ως πολύ άθλια).
Η ταπεινή μου άποψη είναι ότι η αρχική επιχειρηματολογία της Λούνα πάσχει ελαφρώς, επικεντρώνοντας στο θέμα του φύλου, δίνοντας αφορμή στους επικριτές της να παρακάμψουν το μεγαλύτερο επίδικο, το οποίο κατ’ εμέ συνεχίζει να αποτελεί το γεγονός ότι τα βιβλία του Καραγάτση δεν διαβάζονται πλέον, όχι μονάχα υπό το φως του φεμινισμού, αλλά κυρίως του καλού γούστου σε σχέση με το τι αποτελεί επαρκή λογοτεχνία. Να συμπληρώσω εδώ, ότι, αντίστοιχες συζητήσεις, για τη συμβατότητα δηλαδή με το σήμερα έργων του παρελθόντος γίνονται και στο εξωτερικό αρκετές, στο πλαίσιο του επαναπροσδιορισμού της οπτικής διανοουμένων και καλλιτεχνών με φίλτρο το φεμινιστικό, έμφυλο και αντιρατσιστικό κίνημα (το αποκαλούμενο και woke, κατά τους επικριτές του). Είναι αξιοπρόσεκτο, ωστόσο, ότι ποτέ αντίστοιχες συζητήσεις δεν έχουν καταφέρει να πλήξουν τον πυρήνα εκείνου που ως πρόσφατα αποτελούσε τον λεγόμενο «Κανόνα» της δυτικής λογοτεχνίας.
Ακόμα και οι απόψεις του Χάμσουν, του Σελίν ή του Πάουντ, ακόμα και το αφηγηματικό δόλωμα της παιδοφιλίας στο Ναμπόκοφ, ακόμα και οι διάσπαρτες αρχαϊκές αναφορές στο Δάντη, το Θερβάντες ή τον Σαίξπηρ, δεν στάθηκαν ποτέ αρκετές να θολώσουν τον πανανθρώπινο χαρακτήρα του έργου τους. Κι αυτό, όχι επειδή εμείς στεκόμαστε με αυξημένη επιείκεια μπροστά στα δημιουργήματά τους, όπως απαιτείται στην συζητούμενη περίπτωση, αλλά, αντιθέτως, επειδή τα ίδια τα δημιουργήματα αυτά εισβάλλουν στο μυαλό και τις αισθήσεις μας πλησίστια, απρόσβλητα, σαν ισχυρά παγοθραυστικά, καταργώντας το χρόνο, τις κοινωνικές μεταβολές, τις διαδοχικές κυρίαρχες ιδεολογίες. Ένα μεγάλο έργο δεν έχει ανάγκη κανενός είδους υπεράσπιση ή «ιδεολογική επικαιροποίηση», ούτε καν ως υποσημείωση στην πρόσληψή του, καθώς νοηματοδοτείται διαρκώς. Αντίθετα, ένας προβληματικός συγγραφέας, όπως λ.χ. ο Ίαν Φλέμινγκ, μπορεί να σαρωθεί από το γούστο και τα φευγαλέα πολιτικά προτάγματα των επερχόμενων γενεών. Το πρόβλημα ωστόσο τότε θα είναι δικό του, και όχι των γενεών που πια δεν θα βρίσκουν σε εκείνον το έρεισμα για να αιχμαλωτίσει τη φαντασία τους.
Γιατί, για να έρθω και στο προκείμενο, το πρόβλημα με τον Καραγάτση δεν είναι (μόνο) ο έκδηλος μισογυνισμός του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η λογοτεχνία που γράφει είναι μια λογοτεχνία ξεπερασμένη, ακόμα και για τα δεδομένα του καιρού του. Είναι μια λογοτεχνία, η οποία, τριάντα χρόνια μετά τον Κάφκα, τον Προυστ, την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Τζέιμς Τζόις, δεν έχει πάρει είδηση για την θεμελιακή αμφισβήτηση στην οποία έθεσε την απόλυτη εξουσία του παντοδύναμου αφηγητή το μοντερνιστικό κίνημα, γράφοντας με την ίδια απαρασάλευτη τριτοπρόσωπη αυτοπεποίθηση του γραφιά-Θεού, επόπτη και κριτή των πάντων, με την οποία έγραφαν (οι λιγότερο λεπταίσθητοι πεζογράφοι) τον 19ο αιώνα. Μια λογοτεχνία γεμάτη ατελείωτους διαλόγους, που υποτίθεται αρδεύονται από τον Ντοστογιέφσκι, όπου όλοι λένε αυτά που εννοούν και εννοούν αυτά που λένε, και όπου ακόμα κι αν έχουν εσωτερικές αμφιβολίες και σκέψεις, αυτές παρατίθενται καταλεπτώς και εξίσου εκκωφαντικά, δίχως την παραμικρή υπαινικτικότητα. (Μάλλον το αντίθετό της: οι αράδες του Καραγάτση βρίθουν από περιγραφές γεμάτες ανοικονόμητη μεγαλαυχία, πέραν και πάνω από κάθε έννοια αφηγηματικής συνοχής, αφού ο αφηγητής φροντίζει να δηλώνει μονίμως την παρουσία του επισκιάζοντας τα πάντα, υπογραμμίζοντας τα πάντα, με ένα διακοσμητικό ύφος που αποζητά τον αμείωτο αισθησιασμό αλλά καταλήγει εξίσου συναρπαστικό με μια κατσαρόλα όπου βράζει παχύρρευστη μαρμελάδα.)
Μια λογοτεχνία η οποία, την εποχή που η σκιά του ναζισμού γεννούσε τέρατα αλλά και ακόμα αργότερα, όταν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε εγκαθιδρύσει στο κέντρο του δυτικού πολιτισμού ένα τεράστιο, χαίνον κενό, για το οποίο πια μονάχα να ψελλίσει μπορούσε κανείς, κενό απ’ το οποίο ξεπήδησαν ο Μπέκετ, ο Φρις, ο Καμύ, με τους ασταθείς ήρωές τους, που κοιτάζονταν στον καθρέφτη για να αντικρίσουν το ίδιο το κατακερματισμένο πρόσωπο του κόσμου τους, την ίδια εποχή λοιπόν της πιο ζοφερής αποπροσωποποίησης, εκείνη φιλοτεχνεί ιδιοφυείς και απόλυτα αρρενωπούς, νιτσεϊκούς υπερανθρώπους της βούλησης, οι οποίοι φιλοδοξούν να κατισχύσουν επί των πάντων, αλλά στο τέλος συντρίβονται όχι μονάχα απ’ την υπερβολική φιλοδοξία τους, αλλά επειδή στο δρόμο τους βρέθηκε κάποιο εκμαυλιστικό, ακαταμάχητο θηλυκό και τους κατέστρεψε με τα σαρκικά θέλγητρα της ακατασίγαστης λαγνείας του… Αν δεν μπορεί να δει κανείς, πόσο ανάρμοστη είναι αυτή η θεματολογία (η κεντρική θεματολογία του Καραγάτση στον κύκλο των μειζόνων έργων του) με δεδομένο το γενικότερο κλίμα της εποχής του, τότε δεν ξέρω τι άλλο θα ήταν σε θέση να τον πείσει. Σίγουρα πάντως όχι η επίθεση μιας φεμινίστριας πεζογράφου το έτος 2024.
Διαβάζω αποσπάσματα από το πρόσφατο κείμενο του Κώστα Σπαθαράκη[1]:
«…‘‘Έτσι προστάζει η φύση για τη γυναίκα· να ρυθμίζει τη βιοθεωρία της ανάλογα με τις εκκρίσεις των ωοθηκών της, που είναι παθητικά υποταγμένες στην κυριαρχία της συγκεκριμένης τεστοστερόνης που τις ερεθίζει’’. Ή ‘‘Ο αέρας ολόγυρά της κορεζόταν αφροδισιασμό· αχτινοβολούσε η ύπαρξή της γονιμικές προσκλήσεις’’. … ‘‘Τι να προσθέσουμε εμείς;’’ αναρωτιέται ο [Μανόλης] Αναγνωστάκης. ‘‘Ρωτάμε απλώς: Έχει ένας συγγραφέας σαν τον Μ. Καραγάτση το δικαίωμα να γράφει ακόμη μετά από τόσα χρόνια τέτοιες φράσεις;’’ Και προεκτείνοντας ξανά το ερώτημα σε μια εποχή αυξημένων αναγνωστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει ένας αναγνώστης σήμερα το δικαίωμα να διαβάζει ανερυθρίαστα τέτοιες φράσεις; Ή αλλιώς: ποιο πέπλο κρύβει ακόμη σήμερα τον απροκάλυπτο βιολογισμό, την κοινωνιολογίζουσα κοινοτοπία και τον βίαιο σεξισμό του κειμένου;’’».
«…Αυτή η λογοτεχνία μπορεί να παραμένει ελκυστική, δεν είναι ωστόσο χωρίς συνέπειες. Αφήνει και στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες της μια δυσάρεστη επίγευση, μια αίσθηση ηθικής και πνευματικής εξαχρείωσης που υπονομεύει την ίδια την ανάγνωση, γιατί ο πυρήνας της είναι κοινότοπος και ψεύτικος, και ο ρεαλισμός της επιφανειακός και καφενειακός. Και, ακόμη χειρότερα, καθώς είναι εχθρική απέναντι στις τεχνικές και πνευματικές κατακτήσεις της μοντέρνας πεζογραφίας κλείνει κάθε αναγνωστικό δρόμο όχι μόνο προς τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού αλλά και προς τα σύγχρονα λιγότερο ή περισσότερο φιλόδοξα μυθιστορήματα που ενσωματώνουν και αξιοποιούν τις κατακτήσεις αυτές. Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή.»
Κατανοώ ότι στην τέχνη τα πάντα είναι θέμα γούστου, το οποίο φυσικά μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως και από εποχή σε εποχή. Θεωρώ ότι για κάθε επιχείρημα από όσα παρατίθενται παραπάνω, κάποιος/α θα μπορούσε να αντιτάξει ότι ο Καραγάτσης είναι «ανυπέρβλητος παραμυθάς», «μέγας αφηγητής», «απαράμιλλος ανατόμος» (της γυναικείας ψυχής το δίχως άλλο) ακόμα και λεπτομερής καταγραφέας της εποχής του. Τα αντιμετωπίζω όλα με τον δέοντα σεβασμό (παραλείποντας να παρατηρήσω ότι ο κόσμος κάθε συγγραφέα γεννιέται και πεθαίνει πάντα μέσα στο κεφάλι του, εκεί όπου βρίσκεται το πρίσμα της επιλεκτικής όρασής του) αλλά κυρίως επειδή γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι για τον καθένα μας να αποκηρύξει τα εφηβικά αναγνώσματά του. Γιατί εκεί είναι η βάση του ζητήματος, νομίζω. Το πρόβλημα βέβαια γίνεται κατά τι εντονότερο όταν το αναγνωστικό κοινό επιμένει κατά πλειοψηφία να αναδεικνύει ως αντιπροσωπευτικά του συλλογικού γούστου του αναγνώσματα αυτού του είδους. Αυτό όμως είναι μια άλλη, πολύ πιο μεγάλη συζήτηση…
Και κάτι τελευταίο, όχι λιγότερο ενδεικτικό: το γεγονός ότι η βιβλιοφιλική-συγγραφική κοινότητα επέλεξε να επιτεθεί σε μια νέα συγγραφέα, η οποία τόλμησε σε ένα άρθρο της να αμφισβητήσει μια «ιερή αγελάδα» της εθνικής μας λογοτεχνίας, δείχνει ίσως πιο πολλά για την κοινότητα αυτή, απ’ ό,τι για το ίδιο το θέμα της συζήτησης. Στους αντίστοιχους κύκλους της Εσπερίας, στους οποίους φιλοδοξούμε να ανήκουμε, η ανακλαστική αντίδραση των διανοούμενων μπροστά ακόμα και στην υποτιθέμενη θρασύτητα της νεότητας, δεν είναι ποτέ το «πυρ ομαδόν» προς υπεράσπιση των γενικά παραδεδεγμένων, των ιερών και των οσίων. Αντίθετα, εκεί, η νεανική αυθάδεια είναι καλοδεχούμενη, και μάλιστα καλλιεργούμενη με πολλούς τρόπους, με στόχο, όχι μονάχα η νέα γενιά καλλιτεχνών να «σκοτώσει τους προπάτορές της», αλλά κυρίως να διατηρείται μια συλλογική πνευματική ζωή με ζωντάνια, εγρήγορση και αδιάπτωτη κινητικότητα ιδεών. Εκεί, αυτό που αναζητείται με αγωνία είναι πάντα το καινούργιο, κατά το «make it new» του γνωστού προπάτορα. Μονάχα σε χώρους όπου το λίμνασμα και η συντήρηση ενός δύσκολα καλυμμένου «κατά συνθήκην ψευδούς» έχει αναχθεί σχεδόν σε αυτοσκοπό, θα μπορούσε να παρατηρηθεί μια τόσο ταυτόχρονη και αυτόματη ανάγκη σίγασης της άποψης ενός νέου ανθρώπου, ακόμα και με τη χρήση ad hominem μειωτικών χαρακτηρισμών περί ταλέντου και συγγραφικής επάρκειας. Κι αυτό είναι που επιλέγω να κρατήσω απ’ όλη ετούτη την πρόσφατη ιστορία, ως το πλέον δυσοίωνο και μελαγχολικό σημάδι.
Όσο για τον ίδιο τον Καραγάτση, η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι κανείς δεν πρόκειται να τον κουνήσει σύντομα από το θρόνο του, στην κορυφή των συλλογικών πεζογραφικών μας προτιμήσεων.
(*) Ο Νίκος Α.Μάντης είναι συγγραφέας
[1] «Εγκλιματισμός στον Καραγάτση», Περ. Βλάβη, τεύχος 1, Άνοιξη 2023.