Η συζήτηση για την κρίση της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας μοιάζει να βρίσκεται εγκλωβισμένη στις συντεταγμένες της ελληνικής περίπτωσης παραγνωρίζοντας ότι η κρίση αυτή υπερβαίνει κατά πολύ τα εθνικά μας σύνορα και αφορά τελικά το σύνολο των ευρωπαϊκών δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται στο συναφές πολιτικό φάσμα. Αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία πολιτική δύναμη πρότυπο, κανένα παράδειγμα προς μίμηση παρά την κατά καιρούς προσπάθεια να ωραιοποιηθούν πολιτικά εγχειρήματα, κυρίως στη νοτιοδυτική Ευρώπη. Από την Πορτογαλία μέχρι τη Γαλλία, και από τη Γερμανία μέχρι τα σκανδιναβικά κράτη και από την Ελλάδα και την Ιταλία μέχρι τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης η αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία βρίσκονται σε βαθιά, βαθύτατη στρατηγική κρίση. Και ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας να προβληθεί τα προηγούμενα χρόνια ένας ευθέως αντιπαραθετικός με το νεοφιλελευθερισμό δρόμος για τη διαχείριση και την υπέρβαση της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Κάθε εθνική περίπτωση είναι βεβαίως διαφορετική ανάλογα με το ειδικό βάρος κάθε οικονομίας, τις μορφές που πήρε η οικονομική κρίση, τον πολιτικό συσχετισμό και τις ιστορικές διαδρομές των πολιτικών δυνάμεων. Υπάρχει όμως ένας κοινός παρονομαστής και αυτός είναι τελικά η αδυναμία να αμφισβητηθεί ο σκληρός πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού, η πειθαρχική εξουσία των χρηματαγορών που ορίζει ως κεντρικό στόχο των επιμέρους οικονομιών την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας τους, την διεύρυνση δηλαδή της κερδοφορίας του κεφαλαίου ως προϋπόθεση τελικά του αξιόχρεου τους. Οι ιδιαιτερότητες κάθε ατομικής περίπτωσης είτε αυτή είναι η Ελλάδα είτε η Γερμανία είτε η Ιταλία είναι προφανείς αλλά το τελικό αποτέλεσμα ανάγεται τελικά στην ίδια αιτία.
Η αναγνώριση αυτή αποτελεί κατά τη γνώμη μου προϋπόθεση ώστε η οποιαδήποτε συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και αλλού (και της σοσιαλδημοκρατίας – αλλά εδώ μιλώ από το έδαφος της Αριστεράς) να έχει πιθανότητες να τελεσφορήσει. Διότι διαφορετικά θα παραμείνουμε εγκλωβισμένοι στα επιμέρους, στις ειδικές μορφές εμφάνισης που πήρε η στρατηγική κρίση στην Ελλάδα, στο σχολιασμό των επιλογών των προσώπων, στην αναζήτηση προσωπικών ευθυνών και τελικά θα καταλήξουμε στη λαθολογία και την ηθικολογία.
Και από την άλλη μεριά, όμως, αν η πανθομολογούμενη αδυναμία αμφισβήτησης της πολιτικής κυριαρχίας της ΝΔ οδηγήσει απλώς, όπως μέχρι στιγμής συμβαίνει, στην αναζήτηση του νέου μεγάλου και φωτισμένου ηγέτη που θα ενώσει τα σπαρασσόμενα κομμάτια της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας παραγνωρίζοντας υπαρκτές ιδεολογικές, πολιτικές και στρατηγικές διαφορές το τοπίο δύσκολα θα αλλάξει σύντομα.
Εξάλλου, ο ίδιος ο τίτλος του αφιερώματος, η ερώτηση που τέθηκε, «quo vadis κεντροαριστερά;», αναγγέλλει ήδη μια πολιτική μετατόπιση σε σχέση με μερικά χρόνια πριν όταν αυτό που όλοι συζητούσαν στη χώρα ήταν η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς. Δεν πρόκειται φυσικά εδώ για μια απλή αλλαγή λεξιλογίου αλλά για τροποποίηση των πολιτικών όρων της συζήτησης που προφανώς σχετίζεται με τις διολισθήσεις, την πολιτική ήττα και τελικά την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ οι αιτίες των οποίων ελάχιστα έχουν συζητηθεί δημόσια. Νομίζω όμως ότι λίγοι θα αρνούνταν ότι σχετίζονται άμεσα με τα αντικειμενικά αποτελέσματα της υποχώρησης/ήττας του 2015 και του τρόπου διαχείρισής της καθώς και με τη στρατηγική επιλογή να μετακινηθεί προς το κέντρο μετά το 2019.
Τροποποίηση όρων που μας εγκαλεί να παραδεχθούμε την ήττα της Αριστεράς, να βάλουμε (κι άλλο) νερό στο κρασί μας και να αναζητήσουμε (ξανά) την υπέρβαση της πολιτικής κρίσης στο πολύφερνο κέντρο: δεν έχει σημασία αν αυτό περιλαμβάνει την συνεργασία κεφαλαίου εργασίας, trickle down economics, επανοικειοποίηση συνθημάτων της πιο σκληρής δεξιάς, ιερές συμμαχίες, ιδιωτικά πανεπιστήμια και μετατόπιση τελικά του συνόλου της αντιπαράθεσης στο πεδίο της δεξιάς. Αρκεί να μην μένουμε αγκυλωμένοι στις ιδεοληψίες της Αριστεράς ακόμα και αν ζούμε πλέον στην κοινωνία του ενός τρίτου.
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι η λύση στην δύσκολη εξίσωση της πολιτικής κρίσης είναι η περιχαράκωση. Κάθε άλλο. Απαιτούνται μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση και την ανασύνταξη του χώρου. Αλλά οι πρωτοβουλίες αυτές πρέπει να έχουν σαφές πρόσημο: να βάζουν τον κόσμο της εργασίας στο επίκεντρο με στόχο την αναδιανομή πλούτου και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής του δύναμης, να υπερασπίζονται το κοινωνικό κράτος χωρίς ναι μεν άλλα, να θέτουν επιτακτικά το ζήτημα της ειρήνης χωρίς συμψηφισμούς και φυσικά να ανοίξουν επιτέλους το μεγάλο, το μέγιστο ζήτημα της πειθαρχικής εξουσίας των χρηματογορών στην Ευρώπη ώστε να ιχνογραφηθεί μια εναλλακτική στρατηγική που θα αμφισβητεί στον πυρήνα του το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Και είναι σε αυτή την προοπτική που η Νέα Αριστερά φιλοδοξεί να παίξει ρόλο καταλύτη τα επόμενα χρόνια.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος είναι βουλευτής, κορυφαίο στέλεχος της Νέας Αριστεράς, πρώην υπουργός