Την αύξηση του κατώτατου μισθού ανακοίνωσε την Παρασκευή ο πρωθυπουργός, η οποία θα εφαρμοστεί από την 1η Απριλίου. Το νέο ύψος του κατώτατου διαμορφώνεται στα 830 ευρώ μεικτά, δηλαδή περίπου 706 καθαρά, από τα 780 ευρώ (667 καθαρά) που ήταν μέχρι τώρα. Η αύξηση πρόκειται να συμπαρασύρει προς τα πάνω και 18 επιδόματα, όπως αυτό της ανεργίας, της εποχικής εργασίας, πρακτικής άσκησης κτλ.
Παρά, όμως, το θετικό αυτό νέο, το ζητούμενο της ίδιας της ύπαρξης ενός πλαφόν κατώτατου μισθού, δεν φαίνεται να εξασφαλίζεται ούτε και αυτή τη φορά. Δηλαδή, όπως έχει σημειώσει και το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ στη μελέτη του για το ύψος του κατώτατου μισθού (Φεβρουάριος 2024), να διασφαλίζεται με αυτόν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες και να προστατεύονται από το να βρεθούν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψιν το πραγματικό κόστος ζωής και όταν πραγματοποιείται μια αύξηση, συνεπώς, να μην αφορά απλά μια αριθμητική αλλαγή, αλλά ότι με αυτά τα χρήματα ένας άνθρωπος μπορεί να έχει στέγη, καλή διατροφή κοκ.
Με τα ενοίκια να βρίσκονται σε συνεχή και ελεύθερη άνοδο, χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο μέχρι τώρα για την οριοθέτησή τους, τις τιμές των τροφίμων επίσης να αυξάνονται διαρκώς, αλλά και εν γένει την άνοδο του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια, επιπρόσθετα της χρόνιας υποχώρησης των μισθών από την οικονομική κρίση και έπειτα, εύκολα γίνεται φανερό πως τα 706 ευρώ δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ένα καλό επίπεδο διαβίωσης.
Στο γεγονός αυτό συνηγορεί και η έρευνα της Eurostat για το 2023, που δημοσιεύτηκε προ ολίγων ημερών και καταγράφει την Ελλάδα στον πάτο των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, ξεπερνώντας μόνο αυτούς της Βουλγαρίας.
Αντίστοιχα, τον Νοέμβρη του 2023 ο Κύκλος Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ επεσήμανε πως το Β’ τρίμηνο του 2023 σε σχέση με το Α’ τρίμηνο του 2021, ο γενικός δείκτης τιμών αυξήθηκε κατά 16,1% και ο δείκτης τιμών ειδών διατροφής κατά 25,5% (ποσοστά που αν κρίνουμε από το ράλι των τιμών, πρέπει να έχουν διογκωθεί ακόμα περισσότερο). Ο πραγματικός μισθός, δηλαδή, το 2023 μειώθηκε σε όρους ειδών διατροφής κατά 14,9% και κατά 8% σε όρους ενός γενικότερου «καλαθιού» αγαθών και υπηρεσιών.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην κατάταξη της ΕΕ στην υπερβολική επιβάρυνση των εργαζομένων, ιδίως των χαμηλόμισθων, για το κόστος στέγασης, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (στοιχεία Eurostat, 2022). Ενώ στην ίδια έρευνα καταγράφεται πως το 44,5% των χαμηλόμισθων εργαζομένων υπόκειται σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση (τρίτη θέση στην κατάταξη της ΕΕ) και το 10,6% των εργαζομένων εν γένει βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (πέμπτη θέση).
Μια αύξηση, λοιπόν, ύψους περίπου 6% δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντισταθμίσει αυτή την κατάσταση. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η πρόταση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού ήταν πως αυτός έπρεπε να ανέλθει τουλάχιστον στα 908 ευρώ, καθώς «παρά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού τα τελευταία δύο χρόνια, ο δείκτης Kaitz (σ.σ.: κατώτατος μισθός προς διάμεσο μισθό πλήρους απασχόλησης) παραμένει χαμηλότερος του 60%, υποδηλώνοντας ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της σχετικής φτώχειας. Το 2022 ο δείκτης Kaitz βρισκόταν στο 50,6% και το 2023 εκτιμάται ότι βρίσκεται στο 54%, εύρημα που αναδεικνύει το μεγάλο έλλειμμα αξιοπρεπούς διαβίωσης για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και τον υψηλό κίνδυνο υλικής στέρησης των οικογενειών τους, αφού βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της σχετικής φτώχειας».
Την ίδια ώρα δε που η αύξηση του κατώτατου μισθού γίνεται με το σταγονόμετρο, το μερίδιο των μισθών ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται συνεχώς σε σχέση με αυτό των κερδών. «Στη διάρκεια της πανδημίας, οι μισθοί έχασαν περίπου τέσσερις μονάδες ΑΕΠ, εκ των οποίων οι τρεις πήγαν στα κέρδη και η μία στο κράτος. Από το Α τρίμηνο του 2022, με την αύξηση των τιμών ενέργειας, του πληθωρισμού και των νέων κρατικών παρεμβάσεων, μέχρι σήμερα (Γ τρίμηνο 2023), το μερίδιο των μισθών έχασε άλλες δύο μονάδες ΑΕΠ, κυρίως προς το κράτος. Στο Γ τρίμηνο του 2023 το μερίδιο των κερδών είναι στο 52,3%, των μισθών στο 34,2% και του κράτους στο 13,5%. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως από το 2019 μέχρι σήμερα έχει συντελεστεί μια αξιοσημείωτη αναδιανομή εγχώριου εισοδήματος υπέρ των κερδών και σε βάρος των μισθών» (Κύκλος Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ, Δεκέμβρης 2023).
Τέλος, σημαντικό ζήτημα παραμένει πώς αποφασίζεται κάθε φορά η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, με άλλα λόγια πότε θα γίνει επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Όπως επισημαίνεται και από τη μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, «πέραν του κατώτατου μισθού, η ομαλή λειτουργία της αγοράς εργασίας σε ένα πλαίσιο βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης εξασφαλίζεται και μέσα από την αποτελεσματική κάλυψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με την Οδηγία της ΕΕ, τα κράτη-μέλη, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, θα πρέπει να αναλάβουν σχέδιο δράσης με σκοπό να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων τουλάχιστον στο 80%».
Τζέλα Αλιπράντη