Macro

Ιωάννα Κούρτοβικ: Το κοινωνικό αποτύπωμα της αντεγκληματικής πολιτικής

Μία δημοσκόπηση της Μarc, τον Οκτώβρη του 2022, υποστήριζε ότι το 93,5% των ερωτηθέντων ήθελαν αυστηροποίηση των ποινών. Οι επιλογές της συγκεκριμένης εταιρείας μπορεί να είναι ύποπτες, όμως στα «κοινωνικά» δίκτυα και στο κατώφλι των δικαστηρίων ακούγονται ακόμη χειρότερα: «να σαπίσουν στη φυλακή», «τα ισόβια δεν φτάνουν», «κανένα δικαίωμα στα κτήνη», «να ξανασκεφτούμε τη θανατική ποινή» και άλλα.
Αυτός ο κανιβαλισμός βρίσκει αντιστοίχιση στις γραμμές της αντεγκληματικής πολιτικής της κυβέρνησης και ιδίως στο τελευταίο νομοσχέδιο. Φταίει η κοινωνία ή η διάδραση αυτή είναι μια κατασκευή;
 
Οι νέες τροποποιήσεις του ΠΚ υλοποιούν το δηλωμένο όραμα της κυβέρνησης του σημερινού πρωθυπουργού «η φυλακή να είναι φυλακή»: και για τα πιο ασήμαντα αδικήματα, τις πιο ασήμαντες ποινές και για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες, κυρίως γι’ αυτές.
Και τούτο, παρά τις γενικευμένες αντιδράσεις του νομικού κόσμου, δικαστών, δικηγόρων και ακαδημαϊκών και της ίδιας της γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής, που επισήμανε ότι αυτό το ν/σχ είναι αδύνατο να εφαρμοστεί.
 
Ο στόχος δεν είναι μόνο να μπαίνουν όσο περισσότεροι και όσο περισσότερο στη φυλακή, αλλά και να μην βγαίνουν.
Εκτός από την αύξηση των ποινών και τον περιορισμό της θεσμού της αναστολής, η υφ’ όρον απόλυση γίνεται το προνομιακό όπλο για την εφαρμογή του σχεδίου. Από το 1993 σε μια περίοδο με έντονα προοδευτική κοινωνική δυναμική έγινε υποχρεωτική η χορήγησή της, εφόσον πληρούνταν οι τυπικές προϋποθέσεις και μόνο με ειδική αιτιολογία το δικαστικό συμβούλιο μπορούσε να την αρνηθεί.
Λίγα χρόνια πριν, το 1989, είχε μπει σε ισχύ ο «Κώδικας για τη μεταχείριση των κρατουμένων», ένας νόμος που δεν ήθελε να αποκαλείται «σωφρονιστικός», γιατί ο σωφρονισμός, η αλλαγή φρονήματος, η καταναγκαστική αλλαγή της προσωπικότητας του κρατουμένου δεν ήταν συμβατός με τις τότε προοδευτικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση του παραβάτη.
Κάτω από την πίεση της δεξιάς ρητορικής, ο νέος ποινικός κώδικας του 2019, επί αριστερής διακυβέρνησης, μέσα στις πολλές θετικές του ρυθμίσεις, εισήγε και μια ενοχική τροποποίηση, αυξάνοντας τα κατώτερα όρια για την υφ’ όρον απόλυση και επεκτείνοντας στα 25 χρόνια για τους καταδικασμένους σε περισσότερες από μία ισόβιες το ελάχιστο όριο πραγματικής έκτισης (μέτρο που είδαμε να εφαρμόζεται αυθαίρετα και παράνομα αναδρομικά στις φυλακές Δομοκού –μόνον σ’αυτές από όλη την Ελλάδα– μια κι εκεί κρατείται ο Δημήτρης Κουφοντίνας, για τον οποίο ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε δημόσια ότι δεν θα βγει ποτέ από τη φυλακή).
 
Ήδη, με συνεχείς παρεμβάσεις από το 2019, η σημερινή κυβέρνηση τροποποιεί συνεχώς τις διατάξεις του ποινικού κώδικα, επιβαρύνοντας ποινές και διαδικασίες και επιδεινώνοντας τους όρους της υφ’ όρον απόλυσης και επιτείνει τον «σωφρονιστικό» χαρακτήρα του «σωφρονιστικού» (από το 1999) κώδικα, στραγγαλίζοντας την πρόσβαση στις άδειες και τις αγροτικές φυλακές και απαιτώντας τη συντριβή της προσωπικότητας του κρατούμενου για να μπορέσει να ελπίσει στην έξοδο της φυλακής.
 
Και σήμερα, με το νέο αδιανόητο πόνημα (μιας άγνωστης επιτροπής), παρεμβαίνει αλλάζοντας τα κριτήρια για την απόλυση, εισάγοντας αντί της διαγωγής κατά την έκτιση και το επικίνδυνα αόριστο στοιχείο της «εν γένει εκτίμησης των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθώς και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο».
Μια διατύπωση που καλεί τον δικαστή του συμβουλίου να ξανακρίνει και να ξαναδικάζει τον κρατούμενο για το έγκλημα για το οποίο έχει ήδη καταδικαστεί, για δεύτερη, τρίτη και τέταρτη φορά, μετά την έκτιση της ποινής του.
Η ανατροπή στον πυρήνα της φιλοσοφίας του ποινικοδικαιικού συστήματος είναι προφανής καθώς παύει οριστικά ο βασικός μέχρι σήμερα σκοπός του να είναι η επανένταξη του κρατουμένου στην κοινωνία. Ο παραβάτης είναι απόστημα που πρέπει να υφίσταται εσαεί τις συνέπειες της εκτροπής του και να αποκοπεί από τον κοινωνικό ιστό.
 
Η κοινωνία χειραγωγείται από μια κυβέρνηση, που νομοθετεί σαν παθιασμένος συγγενής που επιτίθεται έξω από το δικαστήριο στον δράστη για να τον λυντσάρει.
Το κράτος χρησιμοποιεί την εικόνα, για να καλλιεργήσει την ιδέα του απεχθούς εγκληματία ανθρώπου του Λομπρόζο, για να προκαλεί την απαξίωση και την αποστροφή.
Το κοινό τρέφεται από το θέαμα, χλευάζει, απολαμβάνει τη διαπόμπευση επιχαίρει τον διασυρμό, τις χειροπέδες, τα σκυφτά κορμιά που τα σέρνουν στα σκαλιά με ένα χέρι να πιέζει τον λαιμό για να σκύβουν το κεφάλι, εγκαλεί για κυνισμό τον δράστη όταν επιχειρεί να διασώσει κάτι από αξιοπρέπεια.
Και είναι όλο και περισσότερες οι φορές που η «κοινωνία», ακόμη και ένα αγωνιστικό προοδευτικό της κομμάτι, δικαιώνει τη συντηρητική στροφή, απαιτώντας σκληρότερη μεταχείριση, μέμφεται την επιείκεια, λιθοβολεί τον καταδικασμένο που κατορθώνει να βγει από τη φυλακή, επιχαίρει για την αναίρεση που θα τον γυρίσει πίσω.
 
Το ποινικό δίκαιο είναι ένα ισχυρό εργαλείο κατασκευής συνείδησης, εξασφάλισης της συναίνεσης και καλλιέργειας του φόβου και της ανασφάλειας, αποπροσανατολισμού και αναπροσανατολισμού της συλλογικής συνείδησης προς τον επιθυμητό στόχο.
Η συνενοχή του πολίτη, η συναίνεση της κοινωνίας, είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση του ποινικοκατασταλτικού έργου, αλλά κυρίως για την οικοδόμηση της επιθυμητής υποταγής στις πολιτικές επιλογές και την εφαρμογή τους.
 
Παρουσιάζοντας τις νέες ρυθμίσεις, ο κ. Φλωρίδης διαμήνυσε: «τέρμα στον δικαιωματισμό, τώρα θα ασχοληθούμε με τα δικαιώματα των θυμάτων».
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του δικαζόμενου απαξιώνεται σαν «δικαιωματισμός». Μια πολιτική που στιγματίζει τον παραβάτη και μαζί την υπεράσπιση του.
Κατασκευάζει και δηλητηριάζει τη συλλογική συνείδηση μιας κοινωνίας που απαρνείται τον εαυτό της.
Κι εμείς πρέπει να αντισταθούμε σ’ αυτήν την εκτροπή.
 
 
Από εισήγηση στο ΔΣΑ στις 18/12/23

Ιωάννα Κούρτοβικ