Ένα ντοκιμαντέρ που δεν έγινε ποτέ.
Μια αληθινή ιστορία που θα ειπωθεί μετά θάνατον.
Για σένα, Στέλιο Φαϊτάκη
Φίλε Στέλιο… Δεν ξέρω τι κάνει δύο ανθρώπους φίλους. Ξέρω μόνο ότι είχαμε γελάσει πολύ, είχαμε συζητήσει πολύ, είχαμε διαφωνήσει για πολύ πολύ συγκεκριμένο θέμα μόνο. Η μοιρασιά μιας μοναδικής εμπειρίας συνιστά φίλους; Λέγονται «φίλοι» οι άνθρωποι μετά από αυτό;
Σε γνώρισα στο Nosotros. Η πρώτη συνέντευξη. Η λατρεία μου για την τέχνη του δρόμου, εσύ ο πρωτοποριακός της street art. Μου μίλαγες ώρες για την Ελαΐς και το έργο που φιλοτέχνησες στον τοίχο της Πειραιώς. Την επίδραση και την επιρροή που είχε στους εργαζόμενους και γιατί αυτή η «λαϊκή τέχνη» είναι τόσο δυνατή. Τα εξώφυλλα των Terror X Crew, ο γκραφιτάς που σμίγει, αυτά που δεν σμίγουν. «Ανθρώπινη κατάσταση» το έλεγες.
Θα λείψεις Στέλιο. Από τους πρώτους τοίχους στις πλατείες που φιλοξένησαν τις γραμμές σου, από τους αλληλέγγυους που συμπορεύτηκες, από τους Αγίους που αθωώθηκαν στις προοπτικές σου, από τους αμαρτωλούς που ανέτειλαν στα χρώματα σου, θα λείψεις από τους ανθρώπους και την πόλη γιατί ήσουν ο ιστορικός, ο καταγραφέας τους πάνω από όλα.
Ήθελα πάντα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για σένα. Στο είχα δηλώσει πολύ πριν την συνέντευξη. Ψάχναμε τη στιγμή. Κι η ζωή μας έψαχνε επίσης.
Έρχεται η Μπιενάλε της Αθήνας το 2007. Η τοιχογραφία σου «Ο Σωκράτης πίνει το κώνειο». Ήρθα να την δω και να σε δω. Σαν να με άρπαξαν από παντού τα πρόσωπα στους τοίχους. Ήταν εκεί ό,τι ζούσαμε. Έβγαινα και ξαναέμπαινα για να συνεχίσω. Έκανα τσιγάρο. Τόσο διαδραστικά ήταν πάντα τα έργα σου. Έκοβαν την ανάσα. Μου είχες αφηγηθεί όλη τη διαδικασία. Πώς το ξεκίνησες. Πόσες νύχτες χωρίς ύπνο. Και πρώτη φορά αναφέρθηκες στον «κόπο» του καλλιτέχνη.
Όποτε συναντιόμασταν μια διαφορετική ιστορία για σένα ήθελα να πω στο ντοκιμαντέρ που θα έφτιαχνα.
Δεν θυμάμαι ποιος τηλεφώνησε σε ποιον. Είχε τελειώσει η Μπιενάλε. Ο Σωκράτης είχε πιει το κώνειο. Σου είχαν κάνει πρόταση να παραμείνει το έργο εκεί.
«Τι θα κάνεις;» σε ρώτησα.
«Θα το καταστρέψω» απάντησες αμέσως.
Είχε πέσει το στερέωμα στο κεφάλι μου.
«Έλα», μου είπες, «με ακούς;»
«Σε άκουσα , αλλά δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που αποφάσισες. Πώς θα μπορέσεις;»
«Πολύ εύκολα και με μεγάλη χαρά!» είπες.
Είχα πάθει μια λύπη, είχα μείνει ένα θαυμαστικό, ένα σημείο στίξης. Αυτό το σημείο στίξης κατάφερε να πει: «Τότε, αυτό πρέπει να το κινηματογραφήσουμε. Έτσι θα ξεκινάει το ντοκιμαντέρ μας».
Έτυχε να μην έχω κάμερα τότε. Σου είπα να βρεις μία και δώσαμε ραντεβού εκεί.
Μπήκα μέσα στον χώρο. Ήταν μεσημέρι. Με το φως της μέρας, ήταν άλλη πάλι η αίσθηση. Σαν να βγαίναμε βόλτα με τους συντρόφους, τους φίλους, αλλά και τους άλλους κι όλο πιο πολύ δενόμουν με την αρχή και το τέλος τους.
Είχε έρθει ένας φίλος με κάμερα. Του εξηγούσα τι ήθελα. Είχε πατηθεί το on. Μαζί με σένα και τον φίλο με την κάμερα, είχαν έρθει και κάποιοι άλλοι γνωστοί για να βοηθήσουν. Για να καταστρέψουν και να συμμαζέψουν. Είχαν και εργαλεία. Και σακούλες. Ξεκίνησαν. Όπως κατεδαφίζεται μια οικοδομή. Καταστρέφω για να οικοδομήσω. Πολύ αργότερα έκανα τη σύνδεση. Για την ώρα, κάθε κομμάτι που έπεφτε, σαν να έπεφτε πάνω στα πιο μαλακά μόρια της ύπαρξης μου. Μάλλον έπνιξα ένα κλάμα τότε. Εσύ, χαρούμενος, ευδιάθετος, γεμάτος ζωή και όρεξη, έδινες οδηγίες. Τα γράφαμε όλα. Και «εκτελούσαν» το έργο με τις ανάγκες της κάμερας. Κάποια στιγμή σου είπα Στέλιο: «Τώρα πρέπει να κάνεις αυτό που είπες και να το τραβήξουμε». Δεν ξέρω αν ήταν το ότι ήθελα αυτή τη σκηνή τόσο πολύ ή λίγο «σαδιστικά» προσπαθούσα να δοκιμάσω ένα μεγάλο καλλιτέχνη που καταστρέφει ένα έργο του γιατί δεν θέλει να το δωρίσει σε κάποιους που δεν θα καταλάβουν ποτέ. Και δεν ήταν τα πρόσωπα. Ήταν τα σύμβολα πίσω από αυτά. Φυσικά ανταποκρίθηκες. Με όλη αυτή τη χαρά που έλεγες και είχες. Δεν πήρες κανένα εργαλείο. Συνέθεσες μια μεγαλειώδη σκηνή, πιο μεγαλειώδη ίσως και από το ίδιο το αριστούργημα σου, με εσένα πρωταγωνιστή. Μια εξαιρετική κορύφωση με πλάνα μιας σύγχρονης τραγωδίας που λαμβάνει χώρα κάπου εκεί στην Πειραιώς και αναδεικνύει την καταστροφή και το destroy, σαν απαρχή. Με κινήσεις πολεμικών τεχνών, χορευτικά ακραίες, διέλυες ό,τι είχε απομείνει. Σωματικότητα σε οριακή επαφή με το πνευματικό. Δύω-ανατέλλω, έρωτας-θάνατος. H κάμερα έγραφε και άλλαζε ο αλγόριθμος της σκέψης μου. Πρώτη φορά το καλλιτεχνικό έργο προσομοιώθηκε με τον Άνθρωπο. Εύθραυστο, όχι αθάνατο, όχι αιώνιο, στη βούληση του δημιουργού του. Μου τα ανέτρεψες όλα για την Τέχνη. Και για την ζωή. Εμένα, που η δύσκολη ώρα μου ήταν πάντα το μοντάζ. Και στην εικόνα και στον λόγο. Έμαθα Στέλιο μετά από αυτό, κι ας μην είχα φοιτήσει ακόμα στο εφήμερο. Ποτέ δεν έγινα ο σκληρός μοντέρ, αλλά δεν δίσταζα τόσο πια. Γιατί απλά φίλε, ακόμα και τα υπέροχα, δεν χωράνε όλα σ’ αυτή τη ζωή. Το παραδέχτηκα.
Πάντα κάτι περισσεύει και μπορεί να είναι πολύ καλό. Τουλάχιστον κάποιοι μαζί με εμάς πάλεψαν και παλεύουν για να μην περισσεύει κανένας άνθρωπος πουθενά! Περιπλανήθηκα ανάμεσα στα θραύσματα ώρα. Τραβήξαμε πολλά πλάνα από αυτά. Κάπου εκεί, τον άφησα τον φίλο με την κάμερα. Μόνο το on με ένοιαζε. Κι ούτε την κόπια πήρα ποτέ. Πήρα το ταρακούνημα, τη συγκίνηση, την ανατροπή. Σε ευγνωμονώ πάντα γι αυτό! Και πήρα κι ένα κομμάτι, ένα πρόσωπο, ένα από όλα που με είχε συγκλονίσει, λες και ήθελα να σώσω κάτι από την αιωνιότητα των 170τ.μ. που εσύ με ευκολία έκανες σκόνη και άτακτα κομμάτια δεξιά κι αριστερά. Επιμελήθηκες την προσεκτική κοπή και αποκοπή. Σταμάτησες τη φόρα σου, τη δύναμη που σκόρπιζες τη δημιουργία σου, που έφτιαχνες το μηδέν έτσι, που δεν είχα δει πιο όμορφο και είπες: «Είναι της Ηρώς αυτό, μην το πετάξετε!». Και μετά πολλές πλαστικές σακούλες γεμάτες. Ήθελα να ρωτήσω, που θα τα πάτε; Δεν το ρώτησα.
Το κομμάτι εκείνο το είχα καιρό πρώτη μούρη μέσα στον χώρο μου. Ήταν τόσο δυνατό. Κάθε μέρα μου θύμιζε. Ήμουν εγώ σ’ εκείνο το πρόσωπο, και πολλοί άλλοι. Διεκδικούσαμε, κάτι που δεν θα ερχόταν. Αποφάσισα να το φυλάξω. Γιατί ήταν ό,τι χανόταν μέρα με τη μέρα οριστικά.
Λίγο πριν φύγω για Αγγλία, το ξαναείδα. Σαν αποχαιρετισμό. Να ρωτήσω αν ήθελε λίγο νερό. Ήταν σαν κι εμάς, τόσο πολύ διψασμένο… Κι ένα βράδυ, στη νέα πατρίδα, απέναντι από ένα άλλο ήσυχο landscape μιας έκθεσης, το θυμήθηκα. Και σκέφτηκα πως όλα τα ανήσυχα πρόσωπα, αυτοί που δεν κοιμούνται ποτέ, πρέπει να αγιάζουν. Με μια ανθρώπινη αγιοσύνη.
Πάει καιρός που δεν έχω νοιώσει για άλλο έργο, να με πονάει τόσο, να μου είναι αφόρητο τόσο, να το αγαπώ τόσο.
Τα τελευταία χρόνια, από τότε που επέστρεψα, όλο ήθελα να σε συναντήσω κι όλο ρώταγα.
Άλλαξες διεύθυνση.
Και τώρα που το σκέφτομαι, ρε φίλε, Στέλιο Φαϊτάκη, έκλαψα γοερά μόλις το έμαθα.
Τόσο πολύ, που άρχισα να αναρωτιέμαι.
Μάλλον μαζί με την λύπη για το φευγιό σου, ήταν κι εκείνο το κλάμα που δεν βγήκε ποτέ, εκεί στο Destroy Athens, όταν σχεδόν χορεύοντας, κατέστρεφες με πλήρη συνείδηση ένα συγκλονιστικό σου έργο για πολύ σοβαρό ιδεολογικό λόγο.
Προάγγελος ενός αποχωρισμού, ενός θανάτου, που εσύ το είχες ευκολάκι από τότε.
Ίσως γι αυτό μετακόμισες στα 47.
Σε ευχαριστώ για τη συνάντηση!
Στο καλό και καλή αντάμωση!
«Από το φως στο σκοτάδι ή από το σκοτάδι στο φως», πάντα «αιώνια ανίδεοι»,
παγκόσμιε Bizarre, Στέλιο όλων μας!
Ηρώ Τριγώνη