Macro

Κώστας Καναβούρης: «Κύττα χέρια απελπισμένα»

«Κύττα χέρια απελπισμένα

Πως θερίζουνε ζωαίς!

Χάμου πέφτουνε κομμένα

Χέρια, πόδια, κεφαλαίς»

Διονύσιος Σολωμός

«Ύμνος εις την Ελευθερίαν», 64η στροφή

Ηταν 23 Σεπτεμβρίου 1821, μόλις έξι μήνες μετά την έναρξη της Επανάστασης, όταν έπεσε η Τρίπολη, η Τροπολιτσά καλύτερα. Ακολούθησε η άγρια σφαγή των Τούρκων, μια από τις μελανές σελίδες (μαζί με τους δύο εμφυλίους) του ξεσηκωμού των Ελλήνων. Η άγρια σφαγή του πληθυσμού έγινε παρά την αντίθεση του Κολοκοτρώνη και των περισσότερων καπεταναίων. Αυτή τη σφαγή περιγράφει με μεγαλειώδη τρόπο ο Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» που μαζί (κι αυτό είναι το μεγαλείο του) είναι κι ένας θρήνος για τον σφαγμένο εχθρό.

Με κάθε σεβασμό και χωρίς αστερίσκους για τους νεκρούς, ένθεν κακείθεν, της καινούργιας εκατόμβης στην Παλαιστίνη, θα πρότεινα σε όσους κατακεραυνώνουν συλλήβδην τους Παλαιστίνιους, ταυτίζοντάς τους (καθώς και όσους στέκονται στο πλευρό αυτού του ρημαγμένου λαού που σφαγιάζεται επί 75 χρόνια ) με την Χαμάς, να διαβάσουν με προσοχή και σεβασμό τον Εθνικό μας Ύμνο από την 45η στροφή μέχρι την 74η. Είναι το τμήμα εκείνο που αρχίζει με το: «Α! τι νύχτα ήταν εκείνη, / Που την τρέμει ο λογισμός; / Άλλος ύπνος δεν εγίνη / Πάρεξ θάνατου πικρός» και τελειώνει με τα λόγια που όλοι κάποια στιγμή ψάλαμε: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη / Των Ελλήνων τα ιερά, / Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,/ Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!».

Ας το διαβάσουν κι ας το διαβάσουμε όλοι κατά πώς τού αξίζει και κατά πώς αξίζει στον γιγαντιαίο πόνο και στα ποτάμια αίματος που κυλάνε στις σκοτεινές γωνιές της Ιστορίας. Ας το διαβάσουμε για να θυμηθούμε (αν ποτέ το ξέραμε) το πραγματικό κόστος της ελευθερίας, που δεν είναι μια πορεία προς το φως, μια σχολική παρέλαση ηρώων, αλλά μια αιματοβαμμένη πορεία μέσα στο σκοτάδι, την απελπισία και πολλές φορές την τρέλα και την τυφλή αγριότητα.

Και στο στόμα δικτατόρων και βασανιστών και κάθε φασιστικού σκουπιδαριού ακούμπησε ο Εθνικός Ύμνος. Και στους ποδοσφαιρικούς θριάμβους της χούντας ακούστηκε. Πόσοι όμως ξέρουμε ή θυμόμαστε ή πέρασε από το μυαλό μας, την ώρα που, έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας και με το χέρι στην καρδιά (νέα μόδα αμερικανικής κοπής αυτή), ψάλλουμε το «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά», πόσοι ξέρουμε, επαναλαμβάνω, ότι, λίγες στροφές πριν φτάσουμε στην «Ελευθεριά», ο Διονύσιος Σολωμός, αυτή η παγκόσμια ποιητική μεγαλοφυΐα, γράφει στην 65η στροφή: «Και παλλάσκαις και σπαθία / Με ολοσκόρπιστα μυαλά, / Και με ολόσχιστα κρανία, / Σωθικά λαχταριστά».

Μένεις βουβός από την εικόνα του ζόφου. Εδώ δεν υπάρχει επετειακή δόξα, επίδειξη νέων όπλων, στρατιωτικές μπάντες και δημοτικά τραγούδια – προσβολή στον τόπο και τον τρόπο που τα γέννησαν. Εδώ υπάρχει μονάχα θάνατος. Εδώ νοηματοδοτείται αλλιώς το «Ελευθερία ή θάνατος». Δεν είναι πια «πατριωτική» ιαχή, δεν είναι αλαλαγμός που έφτασε, βγαλμένος μέχρι και από τις χουντικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις. Εδώ η διάζευξη αφορά την ίδια την κατάσταση της ζωής: ή θα υπάρχει ελευθερία, δηλαδή ζωή, ή θα υπάρχει θάνατος, αφού χωρίς ελευθερία δεν υφίσταται ζωή. Μονάχα θάνατος από ασφυξία υπάρχει. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» λέει ο τραγικός Ρήγας Βελεστινλής, που τον είπανε Φεραίο για να τον εξευγενίσουν. Αυτόν και την τραγική πορεία του. Για να εξευγενίσουν την ίδια την Ιστορία.

Ας τα έχουμε υπ’ όψη μας αυτά, πριν βιαστούμε να ρίξουμε το ανάθεμα, θεωρώντας ότι η εκδικητική μανία του ισραηλινού κράτους και η νέα σφαγή της Παλαιστίνης ξεκίνησαν από την άγρια έξοδο (διότι περί εξόδου πρόκειται) της Χαμάς προς το Ισραήλ, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά (και πόσες ακόμα άραγε;) πως η μήτρα του τέρατος γεννάει τέρατα και όχι αγγέλους και πως όσο αφήνουμε το τέρας να γεννοβολάει, τέρατα θα γεννοβολάει.

Δεν είναι όλοι οι Ισραηλινοί αιματοβαμμένες ψυχές όπως ο Νετανιάχου. Δεν είναι όλοι οι Παλαιστίνιοι Χαμάς. Όλοι τους όμως εκεί στη Γάζα ζούνε στην ίδια συνθήκη: «Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι, / Ουδέ πέλαγο, ουδέ γη∙ / Γι’ αυτούς όλους το παν είναι / Μαζομένο αντάμα εκεί» («Ύμνος εις την Ελευθερίαν», 62η στροφή).

Ας σκεφτούμε ποιος και γιατί τους καταδίκασε σε μια τέτοια καταδίκη.

Κώστας Καναβούρης

Η ΑΥΓΗ