Εμμαννουήλ Ροΐδης «Η Πάπισσα Ιωάννα», Νέα πλήρης, αναθεωρημένη, σχολιασμένη και βελτιωμένη έκδοση, επιμέλεια – προλεγόμενα – σχόλια: Δημήτρης Δημηρούλης, εκδόσεις Gutenberg, 2023
«Η επιτυχία της Παπίσσης παρ’ ημίν μένει διηνεκής» θα γράψει στα 1911 ο Ανδρέας Ανδρεάδης, ανιψιός του Ροΐδη. Αυτό εξάλλου μαρτυρεί και η νέα έκδοση που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Δημηρούλης, συστηματικός ερευνητής του Ροΐδη και του έργου του, ο οποίος αναθερμαίνει τακτικά το ενδιαφέρον μας για τον «εξοχώτατον των παρ’ ημίν λογογράφων». Ως συνέχεια της προ ετών (2005) αναστατικής έκδοσης με εισαγωγή του μελετητή, έρχεται σήμερα η «νέα πλήρης, αναθεωρημένη, σχολιασμένη και βελτιωμένη» έκδοση της Πάπισσας που ο ίδιος επιμελήθηκε.
Η παράξενη μεσαιωνική ιστορία είναι γνωστή: μια γυναίκα, μεταμφιεσμένη σε άντρα, ανέρχεται στον παπικό θρόνο, διοικεί την Καθολική Εκκλησία ως πάπας για δύο περίπου χρόνια, γεννάει εν μέση οδώ κατά τη διάρκεια θρησκευτικής τελετουργίας, και το έκπληκτο πλήθος των παρισταμένων, με την αποκάλυψη του πραγματικού φύλου, δολοφονεί εξαγριωμένο τη γυναίκα όσο και το νεογέννητο παιδί της. Οι ιστορικοί, ακόμη και σήμερα διχάζονται: πρόκειται για ένα πραγματικό ιστορικό συμβάν ή για μια επινοημένη παράδοση, η οποία εξυπηρέτησε πολιτικές σκοπιμότητες; Όπως και να έχουν τα πράγματα, αυτά πλέον περιβάλλονται από την αχλή του μύθου: η γυναίκα που εξαπάτησε την Εκκλησία έχει περάσει στη λαϊκή κουλτούρα και τις συλλογικές συνειδήσεις – υπάρχει όσο υπάρχουν ιστορικοί, κοινωνικοί και καλλιτεχνικοί λόγοι γύρω από αυτή για να τροφοδοτούν τη μυθολογία της.
Το σημαδιακό έτος 1866
Στις αρχές του 1866, ο Ροΐδης δημοσιεύει την Πάπισσα Ιωάννα, με ανοίκειο μάλλον υπότιτλο: «Μεσαιωνική μελέτη». Και όντως εκ πρώτης όψεως η ροϊδική Πάπισσα ενδύεται τον μανδύα της επιστημοσύνης για να ξαναγράψει στα ελληνικά τη μεσαιωνική εκείνη ιστορία. Όμως η Πάπισσα δεν θα ήταν αυτή που γνωρίζουμε, αν δεν είχε γραφτεί από αυτόν που δίδαξε «το κοινόν τί εστί bello stile» στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Σε τί λοιπόν συνίσταται το «ροΐδειον άλας» της Πάπισσας; Μας απαντά ο ίδιος ο Ροΐδης από τις πρώτες σελίδες: «εις απροσδοκήτους παρεκβάσεις, ιδιοτρόπους παρομοιώσεις ή αλλοκότους λέξεων συγκρούσεις». Με αυτόν τον τρόπο η επιστημοσύνη κουδουνίζει, βγάζει αυθάδη γλώσσα στα μεσαιωνικά χρονικά και τη θεολογία, κάνει μια πιρουέτα μπροστά στο σεμνότυφο κοινό και γίνεται λογοτεχνία. Η Πάπισσα Ιωάννα υπήρξε το χαμογελαστό πρόσωπο της λογοτεχνίας των ρομαντικών χρόνων.
Η συνέχεια είναι και πάλι γνωστή: η Ορθόδοξη Εκκλησία αποκήρυξε το βιβλίο, ο Ροΐδης υπέστη διώξεις και στιγματίστηκε. Λιγότερο γνωστό είναι ότι ο συγγραφέας στην πρώτη μπόρα υπερασπίστηκε τη «γυμνοτράχηλο» Ιωάννα του με σειρά κειμένων, τα οποία κατ’ ουσίαν συμπληρώνουν το έργο, παρουσιάζουν τον πρώιμο κριτικό στοχασμό του συγγραφέα, ενώ προεικονίζουν τη στέρεη αισθητική σκευή με την οποία αργότερα ο Ροΐδης θα αντιμετωπίσει τον Άγγελο Βλάχο στον μεταξύ τους «καβγά» για τη σύγχρονη ποίηση (1877).
Το έτος 1866 όμως αποτελεί κομβικό σημείο και για την ιστορία των ιδεών. Με την αποκήρυξη της Πάπισσας καθίσταται σαφές στους λόγιους κύκλους ότι το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανισμού έχει ισχυρά αντανακλαστικά, κινητοποιεί μηχανισμούς περιστολής της ελεύθερης έκφρασης και μπορεί να εξοντώσει τους αντιφρονούντες. Η εκπνοή του ελληνικού Διαφωτισμού βρίσκεται μέσα στον εθνορομαντισμό, δίπλα στα σπάργανα του «πρότυπου» βασιλείου. Ας μην ξεχνάμε όμως τις αντιστάσεις που συνάντησαν οι αποκηρύξεις και οι διώξεις: το βιβλίο όχι μόνο διαβάστηκε, αλλά επανεκδόθηκε πολλαπλώς (άλλοτε με την έγκριση του Ροΐδη και άλλοτε όχι) καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, προκειμένου να χορτάσει ένα λαίμαργο αναγνωστικό κοινό που διαρκώς πολλαπλασιαζόταν – ας φανταστούμε μέσα σε αυτό το κοινό κάμποσους καλόγερους στα κελιά τους και κάμποσες κορασίδες το βράδυ στα δωμάτιά τους.
Η νέα έκδοση
Το νεανικό «αμάρτημα» του Ροΐδη έρχεται σήμερα σε εμάς «επιδιορθωμένο», όπως θα έλεγαν σε άλλον αιώνα. Ο Δημηρούλης προτάσσει εκτενή προλεγόμενα, χρονολόγιο της ζωής του Ροΐδη και βιβλιογραφία, ενώ επιτάσσει δύο παραρτήματα κειμένων και γλωσσάρι. Ως προς το κείμενο, ο επιμελητής συνοψίζει τη δουλειά του: «πιστή (όχι φωτογραφική) αναπαραγωγή του κειμένου [της α΄ έκδοσης] με απάλειψη των παροραμάτων και των πολυτυπιών και μικρής έκτασης διόρθωση ορθογραφικών ασυνεπειών ή υπερβολών» (σ. 102). Επιπροσθέτως, οι σημειώσεις τέλους απέκτησαν δείκτες εντός κειμένου, και άρα συνδέθηκαν με αυτό, οι βιβλιογραφικές αναφορές του Ροΐδη ελέγχθηκαν και διορθώθηκαν, ενώ στο υποσέλιδο προστέθηκε γλωσσάρι, το οποίο εν συνόλω εμφανίζεται και στο τέλος του βιβλίου. Τα δύο παραρτήματα περιλαμβάνουν τα άμεσα σχετιζόμενα με το έργο κείμενα του Ροΐδη όσο και κάποια άλλα περιφερειακά (μεταξύ αυτών και τα σχετικά με την αποκήρυξη) αλλά διαυγαστικά για την υποδοχή της Πάπισσας κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Έχουμε να κάνουμε, επομένως και μιλώντας τη φιλολογική ζαργκόν, με μια χρηστική έκδοση της Πάπισσας, νέα ομολογουμένως, όσον αφορά τα παρακειμενικά στοιχεία, αλλά θα στεκόμουν αμφίθυμος ως προς τα λοιπά στοιχεία του υπότιτλου («πλήρης, αναθεωρημένη, σχολιασμένη και βελτιωμένη έκδοση»), τα οποία θα κάλυπτε ο όρος «χρηστική έκδοση» – αυτή εξάλλου είναι και η μέριμνα του Δημηρούλη: «[ό]λα αποσκοπούν στην όσο το δυνατόν καλύτερη προετοιμασία των αναγνωστών για να συναντήσουν την Πάπισσα τον 21ο αιώνα» (σ. 103).
Προς την κατεύθυνση της χρηστικότητας όμως, υπάρχουν και κάποιες ευκολίες, οι οποίες ζημιώνουν την όλη (αξιόλογη) χειρονομία, με κυριότερες τις εξής: 1. Τα προλεγόμενα άλλοτε είναι εξαιρετικά φλύαρα και άλλοτε ελλιπώς υπομνηματισμένα. Στην κατηγορία της φλυαρίας εμπίπτουν και πυροτεχνήματα όπως, π.χ., ότι η Πάπισσα «συνέχισε να είναι το πιο ευπώλητο μυθιστόρημα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα» (σ. 86), πράγμα το οποίο δεν μπορεί να τεκμηριωθεί από τη σύγχρονη έρευνα. Στην κατηγορία του ελλιπούς υπομνηματισμού, εκτός από κάποια σημεία των προλεγομένων, εμπίπτουν και ορισμένα κείμενα των παραρτημάτων στα οποία δεν δηλώνεται η άμεση πηγή ή/και ο μελετητής που τα πρωτοϋπέδειξε. 2. Δεν υπάρχει ευρετήριο, έστω κυρίων ονομάτων. Εφόσον ο επιμελητής μπήκε στον κόπο της διόρθωσης των πάμπολλων βιβλιογραφικών παραπομπών του συγγραφέα, γιατί χάνεται από τον πιο εξειδικευμένο αναγνώστη η δυνατότητα αναζήτησης και έρευνας όλου αυτού του πλούτου;
Ας μη μιλήσουμε σήμερα για την εκδοτική πρακτική που εφαρμόζεται – ο Δημηρούλης θέλει να μας δώσει το πρώτο κείμενο της Πάπισσας, ανασυστήνοντας τη γενεσιουργό πράξη του 1866, πράγμα θεμιτό αλλά επιδεχόμενο και συζήτησης (δηλαδή: γιατί όχι την τελευταία βγαλμένη από το χέρι του Ροΐδη έκδοση;). Habemus papissam, λοιπόν; Έχουμε, μέχρι την επόμενη (φιλολογική ίσως) έκδοση.
O Παναγιώτης Ελ Γκεντί είναι υποψήφιος διδάκτωρ ΕΚΠΑ, επιστημονικός συνεργάτης ΙΙΕ/ΕΙΕ.